Παρασκευή 14 Μαρτίου 2008

Ευτυχώς χιόνιζε!

Ευτυχώς που χιόνιζε…

Xιόνιζε...
Οι ταράτσες αντίκρυ στο παράθυρό της, της ψιθύρισαν μια ελπίδα στ’ αυτί. Σήμερα θα είχε την ευκαιρία να μείνει σπίτι, να φτιάξει τον αγαπημένο της καφέ, να βάλει την αγαπημένη της μουσική, ν’ ανάψει το τζάκι, να βουλιάξει στην αγαπημένη της πολυθρόνα αντίκρυ στο παράθυρο, να δει μια αγαπημένη ταινία, να μη μιλήσει με ψυχή, να μη σκεφτεί τίποτα που να την πονάει ή τουλάχιστον να προσπαθήσει, να κάνει ό, τι ήθελε επιτέλους …
Βαριόταν να μιλάει. Η γλώσσα της είχε πάθει κορεσμό. Δημόσιος υπάλληλος στο γκισέ ενός ασφαλιστικού Ταμείου…
«Παρακαλώ»
«Μια αίτηση θα ήθελα να υποβάλλω»
«Με ποιο θέμα;»
«Αυτό…
«Στον τρίτο;»
«Ευχαριστώ»
«Ένσημα πού μπορώ να αγοράσω;»
«Στο ισόγειο, πρώτη πόρτα αριστερά»
Ατέλειωτοι, ελλειπτικοί διάλογοι από ανθρώπους που δεν κοιτιούνται στα μάτια. Ατέλειωτοι, ελλειπτικοί διάλογοι αυστηρά μηχανικοί, όπως μια έμπειρη δακτυλογράφος αντιγράφει ένα κείμενο την ώρα που φλυαρεί στο τηλέφωνο. Έτσι και το μυαλό της. Δίνει απαντήσεις μηχανικά, την ίδια στιγμή που ταξιδεύει στο χωρισμό της με τον Παύλο.
«Τι να έφταιξε;» Σκάλιζε τους δικούς τους διαλόγους εδώ και κάποιες βδομάδες που επίσης είχαν γίνει μηχανικοί και ελλειπτικοί όμοιοι μ’ εκείνους του γκισέ την ώρα που δίνει ρέστα, ένσημα, οδηγίες προς … ναυτιλωμένους. Κι όλα αυτά ως τις τρεις.
Στη λήξη του ωραρίου και στη λήξη της παράλληλης σκέψης που έμοιαζε κάπως σαν να βρισκόταν στη μυστήρια ζώνη του λυκόφωτος, ζώντας σε δυο παράλληλες ζωές, το μυαλό της αλλάζει τροχιά και κινείται πάνω στις ολέθριες γραμμές της σχέσης της με τον Παύλο. Σχέση, ο Θεός να την έκανε. Κι όμως και άλλες γνωστές της είχαν καταντήσει να έχουν τέτοιες σχέσεις. Τις σχέσεις της σιωπής και του ρολογιού. Τις σχέσεις που έμοιαζαν με τα αντικαταθλιπτικά χάπια που έκρυβαν όλες λίγο πολύ στις τσάντες τους. Τις δέχονταν για να εξασφαλίζουν πότε πότε την ψευδαίσθηση λίγης γαλήνης, λίγης συντροφιάς.
Δεν τους έλειπε τίποτε. Κάθε άλλο. Ούτε της Μυρτώς βεβαίως της λείπει κάτι. Είναι ωραία γυναίκα. Σικ, ψηλή, αδύνατη, με υπέροχα πράσινα μάτια και γυμνασμένο κορμί. Μοιάζει με τα μοντέλα των περιοδικών που φιγουράρουν σαν κρεμασμένη μπουγάδα στα περίπτερα.
Μόνο που η Μυρτώ δεν έχει χαμόγελο πια. Κάπου το έχασε. Κάποιος ή κάτι της το έκλεψε. Κι έχει ένα βλέμμα φοβισμένο, σαν κάτι να την κυνηγάει… Η σκέψη της χαράς που δεν έρχεται. Η αγάπη που έχει μέσα της και θέλει να τη χαρίσει ενώ οι άντρες παραλήπτες ως τώρα της την επιστρέφουν σαν ανεπιθύμητο πακέτο.
Τι λάθος κάνει; Ποιος επιτέλους θα της το πει χωρίς να παίζει με τις λέξεις; Σκέφτεται και κλείνει Ταμείο, κλείνει την τσάντα, κλείνει την σιδερένια πόρτα πίσω της ,κλείνει τη σκέψη της στο λαβύρινθο μιας ερώτησης για την οποία απάντηση δεν παίρνει.


Μετά τις τρεις, το μυαλό της, βδομάδες τώρα κολλούσε στον Παύλο. «Τι να έφταιξε;» αναρωτιόταν. Με αυτή τη σκέψη κοιμόταν και ξυπνούσε και το πρώτο πράγμα που έκανε μόλις έριχνε λίγο νερό στο πρόσωπό της ήταν να ζητιανέψει από το κινητό της ένα μήνυμά του.
Αλλά επιτέλους χιόνιζε… Και σκέφτηκε ν’ αντιδράσει. Και ν’ αποδράσει απ’ τη συνήθη αναμονή μιας ελπίδας. Έκλεισε το κινητό και το έβαλε στο συρτάρι. Το ίδιο και τη φωτογραφία του που ακόμη δεν έλεγε να την αποκαθηλώσει από το κομοδίνο της τρεις εβδομάδες μετά.
Τη σκέψη του την πάλεψε με κάποιες απαραίτητες δουλειές. Άναψε το τζάκι, έφτιαξε καφέ, πήρε περιοδικά, βιβλία, cd και τα σκόρπισε γύρω από την πολυθρόνα της. Και μια τεράστια σακούλα πατατάκια λες και σήμερα λόγω χιονιού η ζυγαριά της θα της έδινε άφεση αμαρτιών.
Κάθισε αναπαυτικά και έριξε στα πόδια της μια καρό ξεθωριασμένη κουβέρτα. Πόση γαλήνη της έφερνε η αίσθηση αυτής της παλιάς κουβέρτας όποτε άγγιζε την επιδερμίδα της! Σαν να έφταιγε η νοσταλγία που την πλημμύριζε από την εποχή της αθωότητας, τότε που η γιαγιά Μυρτώ τη σκέπαζε μ’ αυτό το ύφασμα όποτε οι γονείς της την άφηναν σ’ εκείνη κάποια σαββατόβραδα για να βγουν. Είχε συνδυάσει την αίσθηση και την όψη αυτής της κουβέρτας με τα παραμύθια. Κι όταν η γιαγιά της είχε πει μια φορά που ήταν οι δυο τους: «ζήτα μου ό,τι θες» ετούτη την κουβέρτα της γύρεψε η εγγονή της, για να θυμάται τα παραμύθια, εκείνα με τους όμορφους πρίγκιπες.
Πού ήταν ο δικός της ετούτη την ασπροντυμένη μέρα που ζητιάνευε λίγη θαλπωρή σε μια κουβέρτα αφού δεν είχε μια αγκαλιά;
Παραμύθια θα ήθελε και τώρα να υπήρχε κάποιος να της πει.
Βέβαια της είχε πει πρόσφατα ο Παύλος ένα … παραμύθι από εκείνα όμως που δεν θέλεις να θυμάσαι.
«Θέλω να μείνω λίγο μόνος…Να σκεφτώ».
«Τι πράγμα;»
«Μάλλον δεν κάνω εγώ για σχέσεις»
«Και για τι κάνεις;» θέλησε να τον ρωτήσει αλλά κατάπιε την ερώτηση. Τι νόημα είχε μια απάντηση αφού βρισκόταν ήδη αντιμέτωπη με μια ειλημμένη απόφαση;
«Θέλω να μείνω λίγο μόνος…» Τι ψέμα Θεέ μου!… Τι ηλίθιο επιχείρημα για ένα χωρισμό! Ποιος θέλει πραγματικά να μείνει μόνος! Ποιος είναι τόσο υπεράνω ανασφάλειας ώστε να προτιμάει τη μοναξιά του. Θέλω να σε ξεφορτωθώ ήθελε να της πει, και το είπε απλώς κομψότερα. «Βαρέθηκα να περιμένεις από μένα να παραστήσω τον πρίγκιπα που ονειρεύτηκες ,. Ένα χάπι ήσουν για την ανία μου όποτε δεν είχα τίποτε καλύτερο να κάνω».
«Αχ αυτά τα παραμύθια! Πόση ζημιά έχουν κάνει στις γυναίκες! Θα έπρεπε να απαγορεύονται δια νόμου. Γιατί κανείς όταν είμαστε παιδιά, δεν μας μιλούσε για τα ανθρώπινα ελαττώματα; Για τους πολέμους που δίνεις κάθε μέρα σε μια σχέση για να της δίνεις το φιλί της ζωής έτσι όπως κινδυνεύει απ’ τους αμέτρητους θανάτους της ρουτίνας; Γιατί να μην υπάρχει μάθημα στο σχολείο πώς να γλιτώνουμε τον πόνο από ένα χωρισμό;» σκεφτόταν ψάχνοντας το τασάκι και τον αναπτήρα της κι έπειτα κουκουλώθηκε μες στη μοχέρ κουβέρτα της γιαγιάς.
Άναψε τσιγάρο και άρχισε να χαζεύει τα δαχτυλίδια του καπνού. Αχ! Πώς είναι δυνατόν να υπέμενε τις ανεκδιήγητες παραξενιές του Παύλου για ένα δαχτυλίδι που δεν της το πέρασε στο δάχτυλο τρία χρόνια τώρα; Άξιζε τόση προσμονή ένα δαχτυλίδι από έναν άνθρωπο που όσο το σκεφτόταν, μάλλον τον είχε και η ίδια βαρεθεί αλλά δεν το ομολογούσε; Τώρα που ήταν πιο νηφάλια κι έκανε τον απολογισμό της, ο Παύλος που όλα τα έκανε με ατζέντα και ρολόι της έδινε στα νεύρα..
«Θα σε δω δύο με τρεις» προέβλεπε πάντα σαν μάντης τη διάρκεια των συναντήσεών τους. Σπίτι της ή σπίτι του. Ή σε κάποιο ρεστοράν, προγραμματισμένο πάντα για ένα δείπνο. Περιθώριο για συζήτηση που να αφορά το μέλλον, το κοινό τους μέλλον, κανένα. Οι συζητήσεις τον κούραζαν.
«Θα είμαστε μαζί όσο περνάμε καλά».
«Αγαπάς τα παιδιά, Παύλο;»
«Είναι πολύ πρόωρη μια τέτοια συζήτηση για μας. Πώς σου ‘ρθε;»
«Θα ήθελα να παίξουμε χιονοπόλεμο Άκουσα ότι σε λίγες μέρες θα χιονίσει»
«Τι παιδιαρίσματα είναι αυτά!»
Ναι, τον βαριόταν. Ώρες ώρες ένιωθε να ανεβαίνει ένα δηλητηριώδες συναίσθημα μέσα της που ανελισσόταν σαν κισσός κι έβγαινε η φαρμακίλα από τα μάτια της. Όμως δεν του έλεγε τίποτα. Περίμενε. Στωικά. Ήταν τριάντα δύο ετών και βάδιζε στα τριάντα τρία. Και τρία χρόνια ήδη μαζί. «Υπομονή» έλεγε μέσα της. «Ο χρόνος φεύγει κι εσύ θες να γίνεις μάνα…Υπομονή. Καλός είναι ο Παύλος!».
Ώσπου τις τελευταίες εβδομάδες οι συναντήσεις αραίωσαν, τα τηλεφωνήματα το ίδιο, ο Παύλος ήταν κουρασμένος ακόμη και για τα αυτονόητα. Ένα φιλί, μια αγκαλιά, μια τρυφερή κουβέντα. Βιασύνη μόνο. Αναβολές.
Δεν ζούσε χωρίς αγκαλιά η Μυρτώ από παιδί. Κι αυτό που της άρεσε στον Παύλο, ήταν η αγκαλιά του Μια τεράστια, ζεστή αγκαλιά που ανάδινε το ευχάριστο άρωμα πάντα κάποιου μαλακτικού. Μόνο που σπάνια της τη χάριζε. Και τώρα ξαφνικά προτίμησε τη μοναξιά του αντί για εκείνη. .
Τα είχε δει τα σημάδια. Αλλά δεν του είπε τίποτα. «Όπως νομίζεις» είχε ψελλίσει κι έπειτα είχε σύρει το βήμα της ως το διαμέρισμα. Δεν αντέδρασε. Αξιο-πρέπεια. Τα δάκρυα τα ήπιε η καρό κουβέρτα… Τι κρίμα! Σκεφτόταν. Σε λίγες μέρες θα χιονίσει…. Έτσι προμήνυαν τα δελτία καιρού. Για δες καιρό που διάλεξε… αυτοσαρκαζόταν και γελούσε πικρά. Αν όλα ήταν όπως πριν, κάτω απ’ την καρό κουβέρτα θα ήταν και οι δυο τους, γυμνοί, να καίγονται με θερμοκρασία κάτω του μηδενός έξω απ’ τη τζαμαρία. Τι κρίμα… Όταν χαλάει μια σχέση, πονάει γιατί χαλούν τα μικρά, καθημερινά όνειρα, πρέπει να διαγράψεις τις καθημερινές, γλυκές προσμονές. .
Να τη τώρα μόνη… Με τον καφέ, με τα βιβλία, τη μουσική, τη θέα του χιονιού. Χωρίς την αγκαλιά, χωρίς τον Παύλο, η σκέψη, βάλτος.
Όχι. Δεν θα επέτρεπε σήμερα στην κατάθλιψη να την τσακίσει. Ούτε θα έκλαιγε. Θα προσπαθούσε να γελάσει. Το γέλιο της σαν να είχε στάξει από τα χείλη και είχε γίνει ένας κακοφορμισμένος σταλακτίτης στο πρόσωπό της καιρό τώρα. Από την προ Παύλου εποχή. Από την εποχή του Νίκου ή μήπως από την εποχή του Στέλιου; Όλες εκείνες οι ιστορίες σαν να είχαν βγει με καρμπόν τελικά. Όλοι προτίμησαν να μείνουν μόνοι… Γιατί το «μαζί» ήταν μια λέξη που τους βάραινε.
Χιόνι… Καιρό είχε να δει την πόλη που αγαπούσε χιονισμένη. Από παιδί το λάτρευε το χιόνι. Ώρες ώρες, πίστευε ότι δεν είχε αλλάξει και πολύ αφότου μπήκε στην ενηλικίωση. Παιδική παρέμενε η ψυχή της, τρυφερή και ευάλωτη σαν αγριολούλουδο. Παλιά δεν έχανε ευκαιρία να νιώσει τη ζωντάνια που της χάριζε όποτε το αισθανόταν πάνω στη χούφτα της.
«Μυρτώ έλα μέσα θα κρυώσεις!» της φώναζε η μητέρα της.
«Άσε με. Δεν κρυώνω!» της απαντούσε ξεκαρδισμένη στα γέλια με τα χιόνια να της έχουν ποτίσει ως και τα εσώρουχα.
Τώρα ήταν μέσα, πλάι στο τζάκι, με τα χοντρά της σοσόνια, τον καφέ, την κουβέρτα και πάλι κρύωνε. Πόσο είχε αλλάξει…. Πόσο πολύ είχε μεγαλώσει τελικά;
Ένα δάκρυ πήγε να ξεμυτίσει αλλά δεν το άφησε. «Όχι σήμερα» του είπε. «Από αύριο πάλι. Ξέχνα με σήμερα. Θέλω να μείνω κι εγώ μόνη, χωρίς εσένα».
Εστίασε το βλέμμα της στην πορεία του χιονιού. Οι νιφάδες σαν να έγιναν πιο παχιές πιο βιαστικές.
Ένας κόκκινος σκούφος ξεπετάχτηκε στο οπτικό της πεδίο. Το φορούσε ένα παιδί. Θα ‘ταν δεν θα ‘ταν στα δέκα. Ένα αδύνατο σαν σπιρτόξυλο παιδί, με ένα κόκκινο σκούφο κι ένα λευκό, αμάνικο φανελάκι. Το είχε ξαναδεί μαζί με τη μητέρα του. Έμεναν σ’ ένα υπόγειο στην απέναντι πολυκατοικία. Άντρα δεν είχε δει μαζί τους. Μόνο μια ψηλή ξανθιά γυναίκα, σίγουρα ξένη κι αυτό το πιτσιρίκι έβγαιναν στον ακάλυπτο και μάζευαν ό,τι σκουπίδια έπεφταν από τους υπόλοιπους ορόφους. Και στην μπουγάδα ήταν απλωμένα μόνο γυναικεία ρούχα και φόρμες παιδικές.
«Ημαρτον, Θεέ μου! Θα πουντιάσει!» πετάχτηκε από την πολυθρόνα της. Το χάζευε να τρέχει από δω κι από κει με κάτι ξεχειλωμένα παπούτσια. Μάζευε χιόνι, μόνο και γελούσε. Άρχισε με τις χούφτες του να φτιάχνει ένα χιονάνθρωπο. Στο τέλος, έβγαλε και τον κόκκινο σκούφο και του τον φόρεσε.
Άνοιξε την μπαλκονόπορτα και βγήκε στη βεράντα.
«Ε πιτσιρίκο!»
Ο μικρός την κοίταξε παραξενεμένος.
«Δεν κάνω τίποτα κακό!» της είπε με φοβισμένο βλέμμα.
«Δεν είπα κάτι τέτοιο. Μα θα κρυώσεις! Η μαμά σου το ξέρει ότι είσαι στο δρόμο με τέτοιο καιρό;»
«Θα ζήσω. Μη σε νοιάζει. Θες να παίξουμε;»
«Μπες μέσα θα κρυώσεις!»
«Θέλω να παίξω!».
«Έλα επάνω!»
Ανέβηκε ο μικρός. Δεν σκέφτηκε το ενδεχόμενο να του κάνει κακό. Δεν φοβήθηκε. Του άνοιξε εκείνος, πέρασε σαν σίφουνας μέσα, του έβαλε να φάει, του έδωσε να φορέσει ένα ζευγάρι ζεστές πιτζάμες. Του έλειπε ένα δόντι κι η απουσία αυτή έκανε το χαμόγελό του ιδιαίτερα αστείο.
«Είσαι σκανταλιάρης το ξέρεις;»
«Κι εσένα τι σε νοιάζει;»
«Θα το πω στη μαμά σου. Θα στενοχωριόταν πολύ αν κρύωνες»
«Αντέχω».
«Ο μπαμπάς σου;»
«Θέλω να παίξουμε».
Έφαγαν, είδαν τηλεόραση, έπαιξαν ό,τι επιτραπέζιο είχε ξεμείνει στο πατάρι, έφτιαξαν χιονάνθρωπο στον μπαλκόνι, έπαιξαν χιονοπόλεμο, κατέληξαν αγκαλιά κάτω από την καρό κουβέρτα στην πολυθρόνα να του διαβάζει παραμύθια. Δεν είχε ιδέα πόσο ζεστές και τρυφερές είναι οι παιδικές αγκαλιές… Δεν είχε ιδέα τι δύναμη έχουν να γιατρεύουν τη μοναξιά μιας γυναίκας. Η μητέρα του θα ερχόταν το βράδυ. Πέρασαν εκείνη τη μέρα μαζί. Ένιωθε τυχερή που τον είχε το μικρό κοντά της.
Γύρω στο απόγευμα η Μυρτώ άνοιξε το κινητό της, θέλοντας να το περιγελάσει. Δεν φοβόταν πια τη σιωπή του. Δεν φοβόταν καθόλου τη σιωπή μιας και άκουγε τον μικρό να χαχανίζει γλυκά στο σαλόνι.
Παραδόξως είχε ένα μήνυμα.
«Μου έχεις λείψει τελικά. Θέλεις να περάσω να σε δω για μια δυο ώρες;»
Πληκτρολόγησε γρήγορα την απάντησή της:
«Θέλω να μείνω μόνη. Δεν μου αρκούν πια οι ώρες. Θέλω σύντροφο για μια αιωνιότητα, Παύλο κι εσύ δεν είσαι ο πρίγκιπάς μου. Δεν έχω άλλο καιρό για χάσιμο!».
Το δάκρυ τούτη τη φορά δεν το συγκράτησε. Έπρεπε να κυλήσει και να πάρει το ποτάμι του τη λύπη της μαζί του για να ανακουφιστεί. Ήταν ένα αντίο εκείνο το δάκρυ σε όσα πίστεψε και γελάστηκε. Αλλά μπόρεσε να το πει εκείνο το αντίο και ήταν περήφανη γι’ αυτό.
«Τι θα παίξουμε τώρα;» είπε στο παιδί κι έπειτα άρχισαν να παίζουν κλέφτες και αστυνόμοι σκουντουφλώντας πάνω στα έπιπλα, ώσπου τον πιτσιρίκο τον πήρε ο ύπνος μέσα στην αγκαλιά της.
Η Μυρτώ κοιτούσε το χιόνι να πέφτει και να στρώνει το παχύ χαλί του με το παιδί να κοιμάται γλυκά μες στα χέρια της.. Δεν ένιωθε μοναξιά. Έμαθε πόσο γλυκά παρηγορεί μια γυναίκα μια παιδική αγκαλιά. Ευτυχώς χιόνιζε πολύ!
Τι καλά! Ούτε αύριο θα πήγαινε στο γραφείο! Ίσως και ο μικρός να μην είχε πάλι σχολείο. Τι καλά!

16 σχόλια:

Πασχαλία Τραυλού είπε...

Θάλασσα είναι Τέσυ μου και η δική σου ψυχή για να γράφεις τόσο ωραία! Αν είναι να σχολιάζεις πάντα τόσο όμορφα, να γράφω στο blog συχνότερα. Φιλιά

Τέσυ Μπάιλα είπε...

ευτυχώς που γράφεις συχνα και που δημιουργησες αυτό το χώρο για να μας δινεται η ευκαιρία να ανταλλάσουμε γν΄βμες. σ ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια. φιλιά πολλά

Unknown είπε...

Κυρία Τραυλού. Μόλις γράψατε πριν στο μπλόκ μου σχετικά με το βιβλίο σας "Η Μάτζικα της αγάπης". Και αυτό το βιβλίο όσο και το άλλο το "Ήθελα μόνο ένα αντίο" είναι εξαιρετικά. Πραγματικά απορροφήθηκα όταν το διάβασα. Και πιστεύω ότι είναι εξίσου πολύ ενδιαφέροντα και τα δύο. Χάρηκα που κάνατε σχόλιο στο μπλόκ μου και ελπίζω να τα λέμε πιο συχνά έστω και ηλεκτρονικά. Εγώ είμαι διδάκτωρ της Τουρκικής Λογοτεχνίας. Δεν έχω ουσιαστική σχέση με το γράψιμο. Όμως προσπαθώ να διαβάζω όσο περισσότερη ελληνική και τουρκική λογοτεχνία μπορώ.Ελπίζω να συνεχίσετε να μας δίνετε τόσο καλά βιβλία όσο τα προηγούμενα. Και να ξέρετε πάντα ότι κανείς καλός δεν χάνετε.

Πασχαλία Τραυλού είπε...

Χαίρομαι που επικοινωνήσατε μαζί μου και θα χαρώ ιδιαίτερα να βρίσκατε το χρόνο να παρευρεθείτε στην παρουσίαση του νέου μου βιβλίου "Φτερά από μετάξι" που θα γίνει στις 26 Μαρτίου 2008, 6.30 μ.μ. στο βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκης (Πανεπιστημίου 17). Έτσι θα είναι μια ευκαιρία να τα πούμε και δια ζώσης. Καλό σας βράδυ.

Μαρία (Τρίπολη) είπε...

Γεια σαας
καταπληκτικό κείμενο!!!
Τελικά από τη μια, η μοναξιά μπορεί να γίνει η καλύτερη αυτογνωσία , όμως.... στην τελική δεν αντέχεται ουτε στον παράδεισο.
Πολλά φιλάκια

Ανώνυμος είπε...

Καλή σου μέρα!!! Εξαιρετική γραφή!!! Μαγευτικό ταξίδι στον κόσμο των συναισθημάτων και των ανθρώπινων επαφών!!! Συγχαρητήρια!!!

Πασχαλία Τραυλού είπε...

Αχ αυτή η μοναξιά! Πόσα λάθη διαπράττονται στο όνομά της! Γι' αυτό θεωρώ ότι το σημαντικότερο επίτευγμα του ανθρώπου είναι η αυτοπραγμάτωση. Με απλές λέξεις, να περνάει καλά όταν μένει μόνος με τον εαυτό του μιας και μόνο τότε μπορεί να κάνει τις πιο σωστές επιλογές. Με εξαίρεση βέβαια τις φορές που τυφλώνεται απ'τον έρωτα. Έρωτας και μοναξιά είναι το πιο δυνατό χαρμάνι που μας μεθάει και μας οδηγεί σε ανυπέρβλητες γκάφες πολλές φορές!

Maria Tzirita είπε...

Η μοναξιά τελικά είναι μια κατάσταση του μυαλού. Δεν έχει να κάνει με το πόσους ανθρώπους έχουμε δίπλα μας, αλλά με πόσους έχουμε μέσα μας. Με πόσους έχουμε ουσιαστικές σχέσεις. Αρκεί μόνο ένας. Ένας και μόνο άνθρωπος για τον καθένα μας είναι ικανός να γεμίσει τη ζωή μας, να γλυκάνει την καρδιά μας και να ταξιδέψει τη σκέψη μας. Μπορεί να είναι ο σύντροφός μας, ένας φίλος, το παιδί μας, η μάνα μας. Μπορεί και να μην είναι καν άνθρωπος, αλλά ένας σκύλος, μια γάτα, ένα βιβλίο, μια ταινία. Αρκεί εμείς να είμαστε πρόθυμοι ν'αφήσουμε αυτόν τον κάποιον ή το κάτι να έρθει να καθήσει δίπλα μας και να γίνει το αλεξικέραυνο της μοναξιάς μας. Γιατί η μοναξιά τελικά είναι μια κατάσταση του μυαλού...

Ανώνυμος είπε...

τελικά πιστεύω οτι ο ανθρωπος που δε μπορει να αντεξει να ζήσει και μόνος δε μπορει ούτε μεσα στη σχεση να προχωρήσει...ήθελε πάντα μια αγκαλια η ηρωίδα σας,δεν είναι τυχαίος ο χωρισμός της...η ίδια έσπρωχνε,πίεζε απεγνωσμενα καταστάσεις που εξ'αρχης φαινόταν οτι δεν προχωρούσαν με τίποτα...με βάση τα όσα κάνει και σκέφτεται η Μυρτώ,μου μοιάζει οτι και το επομενο βήμα της...μετωρο θα μεινει...

Πασχαλία Τραυλού είπε...

Αυτό ακριβώς ήθελα να επισημάνω. Εμείς αποφασίζουμε τι ζωή θα ζήσουμε. Οι επιλογές είναι δικές μας. Η αλήθεια φαινεται και εθελοτυφλούμε. Σας ευχαριστώ που επισημάνατε το δεύτερο επίπεδο της ιστορίας.

Μαρία (Τρίπολη) είπε...

Καλημέρα!!!!
Καταρχήν σας ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο στο blog σας!!! Χαίρομαι που σας άρεσε και ελπίζω να είδατε και το αφιέρωμα στο Κλειδωμένο Συρτάρι και σύντομα θα γραψω και για το φτερά από μετάξι που με ενθουσίασε πραγματικά!!! Όταν έχετε χρόνο διαβάστε και τις περιπέτειές μου στην Ντίσνειλαντ!!!
Στον Ελευθερουδάκη θα προσπαθήσω να κατέβω αλλά μάλλον θα τρέχω στη σχολή για τις εργασίες (τέρμα το καθισιό τελικά!!!) και υπάρχει πιθανότητα να μην προλάβω. ΑΛΛΑ, πρόσφατα είχα πάει στο Θέμα που είναι το βιβλιοπωλείο της γειτονιάς μου , και πήρα το Φτερά από Μετάξι, και μου είπε η ιδιοκτήτρια που με ξέρει, οτι θα είστε εκεί στις 8 Απρίλη οπότε αφού θα είστε και δίπλα μου σίγουρα θα έρθω να σας δω!!!
Πολλά πολλά φιλάκια

Πασχαλία Τραυλού είπε...

Όποτε κι αν μπορέσεις Μαρία μου, η χαρά μου θα είναι η ίδια. Να πάνε όλα καλά με τις εξετάσεις σου και θα ήθελα κάποια στιγμή οι δυο μας να συζητήσουμε το "Φτερά από μετάξι". Φιλάκια.

Μαρία (Τρίπολη) είπε...

Και βέβαια να μιλήσουμε όποτε θέλετε!!! Να σας στείλω email???

Πασχαλία Τραυλού είπε...

Φυσικά Μαρία μου. Κι εσύ και όποιος άλλος θέλει να συζητήσουμε κάτι πέρα απ' το ιστολόγιο.

Τέσυ Μπάιλα είπε...

γεια σου Πασχαλία!
Καλή επιτυχία σήμερα στη πρώτη παρουσίαση του βιβλίου.
φιλιά πολλά
Τέσυ

Chemistry English1169 είπε...

ήταν ότι πιο ωραίο έχω διαβάσει... με συγκίνησε πάρα πολύ. είναι πολύ εύστοχο κείμενο γιατί απεικονίζει την πραγματικότητα σχεδόν όλως των γυναικών! Το αιώνιο παραμύθι του πρίγκιπα με το λευκό άλογο που θα μας κάνει ευτυχισμένες... μόνο που στα δικά μας παραμύθια σπάνια υπάρχει το τέλος "και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα". Συνήθως ο ένας, αυτός που ξεχνάει, ζει ευτυζισμένος ενώ ο άλλος, αυτός που συνεχίζει να αγαπάει, χάνεται μέσα στη θλίψη και την απογοήτευση. και συνεχίζει να επιμένει και να τον αγαπάει, απλά και μόνο επειδή κάτι διαφορετικό θα ήταν προδοσία της αγάπης της... και απλά καταλήγει να προδίδει τον ίδιο της τον εαυτό και τα όνειρα της! δεν ξέρω αν εκεί έξω υπάρχει ο δικός μου πρίγκιπας, αλλά θα ήταν άδικο να μην συνεχίζω να τον αναζητάω! Μπορεί η αναζήτηση αυτή να μου στοιχίσει δάκρυα, πόνο, χαμένα όνειρα αλλά θα μπορώ να λέω : "τον αγάπησα, πάλεψα για την αγάπη του"... γιατί τι νόημα έχει η ζωή χωρίς αγάπη? λένε ότι κάθε χωρισμός είναι ένας μικρός θάνατος! ας μην ξεχνάμε όμως ότι και μια καινούρια αγάπη είναι η ανάσταση... πάντα όσο και αν πονάμε, όσο και αν έχουμε κλάψει, ξέρουμε ότι θα χαμογελάσουμε ξανά, όπως ξέρουμε ότι μετά από την βροχή έρχεται πάντα ο ήλιος... όσο και αν αργήσει...!στην ιστορία σας, ο ήλιος για την Μυρτώ ήταν το παιδί... όσο για μας τους υπόλοιπους ας ψάξουμε για τον δικό μας ήλιο!