Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2009

Ποιοτική και ευπώλητη τέχνη...

Έπεσε στα χέρια μου μια πολύ ενδιαφέρουσα εργασία του φοιτητή του Ανοιχτού Πανεπιστημίου (Τμήμα Ελληνικού Πολιτισμού) Αδαμόπουλου Δημήτρη σχετικά με την ποιοτική και μη τέχνη στηριγμένη στις διάφορες θεωρητικές σχολές που κατά καιρούς πήραν θέση στο φλέγον και διαχρονικό αυτό ζήτημα. Σας παραθέτω τα πιο σημαντικά κομμάτια αυτής:


Η ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΗΣ ΥΨΗΛΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

Από την εποχή της κλασικής αρχαιότητας υπήρξε τάση αμφισβήτησης για τις δημοφιλείς τέχνες. Τόσο ο Ηράκλειτος όσο και ο Πλάτωνας διατυπώνουν τη αντίθεση τους, και προσάπτουν κατηγορίες για καλλιέργεια ψευδαισθήσεων και ικανοποίηση των ευτελών πόθων. Το αξιοσημείωτο είναι ότι αυτό συμβαίνει στην εποχή της κλασικής αρχαιότητας όπου, οι διάφορες κοινωνικές ομάδες έχουν πρόσβαση στα πολιτιστικά δρώμενα. Κατά συνέπεια η πολιτισμική διαφοροποίηση μεταξύ των κοινωνικών ομάδων είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Στην ελληνιστική και κυρίως στην ρωμαϊκή περίοδο που ακολουθούν, οι κοινωνικές ανισότητες μεγαλώνουν με αποτέλεσμα την πολιτισμική διαφοροποίηση των κοινωνικών ομάδων. Με το πέρασμα της εποχής από την κλασική αρχαιότητα, και κατά την διάρκεια των αιώνων που ακολούθησαν, η διαφοροποίηση αυξάνεται λόγω τον πολιτικών καθεστώτων που επικράτησαν.

Η επισημοποίηση της διαφοράς αυτής έγινε την εποχή των φεουδαρχικών καθεστώτων μεταξύ 8ου και 18ου αιώνα, και επεκτάθηκε τον 19ο με τη διαμόρφωση της έννοιας «υψηλή τέχνη». Τα μέλη της Royal Academy of Arts στην Αγγλία ονόμασαν υψηλή τέχνη, την τέχνη που διαθέτει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
α) Η υψηλή τέχνη πρέπει να πραγματεύεται θέματα «υψηλά», σχετικά με ήρωες και γεγονότα από την αρχαία ιστορία ή την νεότερη, τη θρησκεία τη μυθολογία, αλλά και τη ζωγραφική ή την λογοτεχνία.
β) Ο τρόπος αισθητικής και αντίληψης πρέπει να είναι βασισμένος στα έργα των μεγάλων δημιουργών της κλασικής αρχαιότητας και της αναγέννησης.
γ) Η απεικόνιση της φύσης και του ανθρώπου πρέπει να ακολουθεί υποδειγματικά την κλασική τέχνη και να αποφεύγει την ιδιομορφία κάθε εποχής.
δ) Η υψηλή τέχνη πρέπει να έχει σαν σκοπό την πνευματική ανάταση και την ηθική διάπλαση του κοινού. Αυτό είναι που θα την κάνει να ξεχωρίσει από τα «χαμηλά» είδη τέχνης που σκοπό έχουν απλώς να ικανοποιήσουν τις αισθήσεις.
Τα χαρακτηριστικά αυτά ονομάστηκαν νεοκλασικισμός, αφού σκοπό είχαν να τονίσουν την σημασία των κλασικών καλλιτεχνικών προτύπων της αρχαιότητας. Σε αυτό βέβαια βοήθησαν τα αρχαιολογικά ευρήματα που ήρθαν στην επιφάνεια αυτήν την περίοδο (μέσα 18ου αιώνα). Τον 19ο αιώνα ο ανταγωνισμός ανάμεσα στην ηγεμονική αστική τάξη, (η οποία είχε επιβάλει το δικό της σύστημα πολιτισμικών αξιών), και των λαϊκών στρωμάτων επιφέρει αλλαγές. Τα λαϊκά στρώματα διεκδίκησαν πρόσβαση στην πολιτική ζωή και την εκπαίδευση. Η διείσδυση όμως των τελευταίων στην πολιτισμική ζωή, δημιουργεί ένα νέο είδος τέχνης, που οι πρώτοι θα αποκαλέσουν υποτιμητικά,«μαζική κουλτούρα». Ο ορισμός της έννοιας «υψηλή τέχνη» διευρύνεται, και τώρα πλέον συμπεριλαμβάνονται έργα μεγάλων καλλιτεχνών όλων των παρελθόντων εποχών του δυτικού πολιτισμού. Ο κανόνας όπως ορίστηκε από τον Matthew Arnold είναι, « ό,τι το καλύτερο έχει σκεφτεί και πει ο άνθρωπος»
[1]. Κάθε χώρα της δύσης ορίζει τα έργα των πιο διακεκριμένων καλλιτεχνών της ως κανόνα υψηλής εθνικής τέχνης. Με αυτόν τον τρόπο η έννοια της υψηλής τέχνης προσαρμόστηκε στις ανάγκες κάθε χώρας που θεωρεί ότι είναι νόμιμος κληρονόμος μιας μακραίωνης καλλιτεχνικής παράδοσης.

Στην αρχή του 20ου αιώνα η εξάπλωση των μέσων μαζικής επικοινωνίας, έφερε ανησυχίες για νόθευση της υψηλής τέχνης. Συντηρητικοί διανοούμενοι όπως οι T.S Eliot, F.R. Leavis και O.y Gasset είναι από τους πρώτους που διατυπώνουν την αντίθεση τους. Ακολουθώντας το πνεύμα του Nietzsche ότι «όλα τα μεγάλα, όλα τα ωραία πράγματα δεν μπορούν ποτέ να είναι κοινό αγαθό: pulchrum est paycorym hoinum»
[2]. Υποστηρίζουν ότι όταν η υψηλή τέχνη παύει να αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο των λίγων και εκλεχτών, είναι βέβαιο ότι θα υποστεί νόθευση. Τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, η γιγάντωση της μαζικής κουλτούρας επιβεβαιώνει τις ανησυχίες του Eliot.

Η κριτική αμφισβήτηση ανάμεσα στην διάκριση της υψηλής και της μαζικής τέχνης γίνεται ολοένα και πιο εντονότερη. Ο Walter Benjamin υποστηρίζει ότι η φτηνή αναπαραγωγή έργων τέχνης καθιστά προσιτή την πρόσβαση σε οποιοδήποτε, αλλά αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τα έργα να χάνουν την αρχική τους αίγλη. Στην συνέχεια και ο Andre Malraux ισχυρίζεται ότι τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας δημιουργούν ένα «φανταστικό μουσείο» ή το «μουσείο χωρίς τοίχους»
[3] όπως αποκαλεί την αναπαραγωγή τέχνης. Η οποία όμως φτηνή αναπαραγωγή λειτουργεί αποπροσανατολιστικά και συνιστά υπέρβαση του παραδοσιακού μουσείου. Στην συνέχεια οThorstein Veblen μας δίνει τον φετιχιστικό χαρακτήρα που απέκτησε η υψηλή τέχνη λόγω της χρήσης της από την αστική τάξη ως μέσο επίδειξης και κοινωνικού γοήτρου. Συνεχίζοντας την κριτική αμφισβήτηση η φεμινιστική τεχνοκριτική της Linda Nochlin καταγγέλλει τον ανδροκεντρικό χαρακτήρα του κανόνα και τον ουσιαστικό αποκλεισμό των γυναικών καλλιτεχνών. Τέλος μια άλλη αμφισβήτηση επισημαίνει τον ευρωκεντρικό προσανατολισμό της έννοιας και του κανόνα της υψηλής τέχνης.

Με όλες τις παραπάνω κριτικές, η παραδοσιακή ουμανιστική αντίληψη περί υψηλής τέχνης έχει σχεδόν καταρρεύσει. Το πρώτο μισό του 20ού αιώνα εμφανίστηκαν διάφορα καλλιτεχνικά ρεύματα-κινήματα όπως, ο φουτουρισμός, ο κυβισμός, ο κονστρουκτιβισμός, ή ο εξπρεσιονισμός. Τα ρεύματα αυτά αρχικά αντιμετώπισαν την κριτική αμφισβήτηση αλλά στην συνέχεια ενσωματώθηκαν στον κανόνα και ονομάστηκαν μοντέρνα τέχνη. Σε αυτό βέβαια συνέβαλαν και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες θεωρώντας τους εαυτούς τους συνεχιστές της μεγάλης δυτικής παράδοσης και υψηλής τέχνης. Με την στροφή της στάσης των καλλιτεχνών ως προς την μαζική κουλτούρα, ανοίγει ο δρόμος για την ανάπτυξη του υπερρεαλισμού. Το κίνημα αυτό επεδίωκε την έκφραση του υποσυνείδητου κόσμου χωρίς λογικό έλεγχο ή ηθικούς και αισθητικούς περιορισμούς. Γόνος αυτού του κινήματος είναι αυτό που θα ακολουθήσει στην συνέχεια, και θα αποκληθεί μεταμοντέρνα τέχνη. Η τάση αυτή των καλλιτεχνών είχε σαν πηγή έμπνευσης, παραδοσιακά υποτιμημένες μορφές της δημοφιλούς τέχνης και παράδοσης. Το καλλιτεχνικό αυτό ρεύμα καταργεί τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στα πρότυπα της υψηλής και της μαζικής τέχνης. Η συστηματική ανάμιξη του «υψηλού» και του «χαμηλού» είναι αυτό που χαρακτηρίζει το ρεύμα του μετά-μοντερνισμού.

Στα πλαίσια του ρεύματος αυτού, τη δεκαετία του 1960 δημιουργείται ένα ζωγραφικό κίνημα με πρωτοπόρους τους: Andy Warhol, Roy Lichtenstein και Klaus Altenbourg. Οι καλλιτέχνες αυτοί χρησιμοποίησαν ως πηγή έμπνευσης τους εικονογραφία που παραδοσιακά ήταν υποτιμημένες μορφές δημοφιλούς τέχνης.
Η pop art όπως την αποκάλεσαν επεκτάθηκε την δεκαετία που ακολούθησε και σε άλλες τέχνες όπως: την λογοτεχνία ,την μουσική, το θέατρο, τον κινηματογράφο, την διαφήμιση κ.τ.λ.. Ένα από αυτά τα έργα είναι και η Τιρκουάζ Μαίρυλιν του Andy Warhol το 1962.Δεδομένου ότι Marily Monroe αποτελούσε σύμβολο της εποχής για την αμερικανική κουλτούρα, πρόκειται για μια από τις διασημότερες προσωπογραφίες. Ο καλλιτέχνης προσπαθεί να δώσει έναν αναγεννησιακό χαραχτήρα στο ξεπερασμένο πλέον ασπρόμαυρο αυτό έργο, εμπλουτίζοντας το με φανταχτερά χρώματα . Αντιλαμβανόμαστε ότι ο Warhol κάνει μια προσπάθεια ανάμιξης του παλιού καθιερωμένου στη συνείδηση των ανθρώπων ασπρόμαυρου πίνακα, με μια καινούρια μοντέρνα έκδοση. Αυτό επιβεβαιώνει και τους στόχους του ρεύματος του μεταμοντερνισμού, δηλαδή την ανάμιξη του καθιερωμένου και επίσημα αποδεχτού με του μοντέρνου.

Η μεταμοντέρνα τέχνη δέχτηκε τα «πυρά» των επικριτών της, όπως ο Fredric Jameson, που χαρακτηρίζει το φαινόμενο αυτό όχι μόνο ως την ολοκληρωτική κατάργηση των ορίων μεταξύ υψηλής και μαζικής τέχνης, αλλά και την πλήρη εμπορευματοποίηση της ίδιας της τέχνης. Στον αντίποδα ο Karl Mannheim υποστηρίζει ότι η μείωση της απόστασης ανάμεσα στο «υψηλό» και το «χαμηλό» θα βοηθήσει στον κοινωνικό και πολιτισμικό εκδημοκρατισμό.


Η ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΚΡΙΤΙΚΗ

Οι εκφραστές τις αριστερής κριτικής όπως: ο Theodor Adorno, Max Horkheimer, Herbert Marcus και Leo Lowenthal, έχουν αφετηρία την Σχολή της Φραγκφούρτης. Οι γερμανοί αυτοί διανοούμενοι θεωρούν ότι η μαζική κουλτούρα στρέφεται κατά των λαϊκών στρωμάτων , διότι αντικαθιστά την παραδοσιακή λαϊκή κουλτούρα με μια βιομηχανοποιημένη. Η παραγόμενη αλλά και κατευθυνόμενη αυτή κουλτούρα προβάλλεται με σκοπό να ομογενοποιήσει και να τυποποίησει τις λαϊκές μάζες. Ο τρόπος είναι ανάλογος με αυτόν που χρησιμοποιείται για τα βιομηχανικά προϊόντα, όπου γίνεται μερική διαφοροποίηση σε διαφορετικές ομάδες κοινού. Αφού πρώτα οι ομάδες αυτές έχουν προσδιοριστεί στατιστικά σύμφωνα με τις προτιμήσεις και το εισόδημα τους. Η διαδικασία αυτή δίνει την ψευδαίσθηση ότι κάτι διαφορετικό προσφέρεται στον καθένα, ενώ στην πραγματικότητα οι επιλογές του καθενός είναι προκαθορισμένες, ανάλογα με την ομάδα που ανήκει. Σύμφωνα με τους Adorno και Horkheimer, «Με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζουν ότι κάτι προσφέρεται στον καθένα έτσι ώστε να μην ξεφύγει κανένας»
[4]. Έτσι κάθε μέλος μιας ομάδας κοινού δραστηριοποιείται μέσα στα προκαθορισμένα πλαίσια που έχουν διαμορφωθεί ειδικά για την κατηγορία του. Η Hanna Arendt καταγγέλλει ότι ένα τέτοιο σύστημα έχει σαν αποτέλεσμα τα πολιτισμικά αντικείμενα να μετατρέπονται σε καταναλωτικά. Με σκοπό να αναλωθούν όπως ακριβώς και τα υλικά αγαθά, τα οποία καλύπτουν τις φυσικές μας ανάγκες. Σε μια τέτοια μαζική κοινωνία, η κουλτούρα όχι μόνο δεν έχει θέση , αλλά απειλείται με αφανισμό. Η μαζική κουλτούρα δεν «αναδύεται αυθόρμητα από τις ίδιες τις μάζες»[5]α και συνεπώς δεν αντιπροσωπεύει την «σημερινή μορφή της λαϊκής τέχνης»β (Adorno). Η εκβιομηχάνιση των προϊόντων μαζικής κουλτούρας οδηγεί στην κυριαρχία στερεοτύπων και εμποδίζει την διαμόρφωση αυτόνομων συνειδητά κρινόντων ατόμων. Ενώ σύμφωνα με το φεμινιστικό και αντιρατσιστικό κίνημα, τα προϊόντα μαζικής κουλτούρας αναπαριστούν μειωτικά τις γυναίκες και τις μη λευκές φυλές. Τέλος η θεωρία του πολιτισμικού ιμπεριαλισμού καταγγέλλει ότι η παρουσία της μαζικής αμερικανικής κουλτούρας σε παγκόσμιο επίπεδο, οδηγεί σε έναν πολιτισμικό ιμπεριαλισμό απειλώντας να αφανίσει τις ιθαγενείς πολιτισμικές παραδόσεις των εθνών.

Η μαζική κουλτούρα απευθύνεται σε πολλούς και καταναλώνεται από πολλούς, θεωρείται υποδεέστερη ή υποβαθμισμένη μορφή κουλτούρας. Οδηγεί σε ένα καθεστώς εκμετάλλευσης και υποτέλειας των λαϊκών στρωμάτων. Χαρακτηρίζεται από τους εκφραστές της ως αντί-τέχνη , αφού τα προϊόντα της ακολουθούν τους νόμους της κατανάλωσης. Ως εκ τούτου είναι εφήμερη και ρηχή κουλτούρα αφού ενθαρρύνει την επιφανειακή θεωρία των πραγμάτων , και οδηγεί στην παρακμή της παραδοσιακής λαϊκής κουλτούρας.

Με βάση τις παραπάνω θέσεις των θεωρητικών της αριστερής κριτικής μπορούμε εύκολα να συμπεράνουμε τα ενδεχόμενα σχόλια τους, σχετικά με το έργο του Andy Warhol και την Τιρκουάζ Μαίρυλιν .Σίγουρα θα το σχολιαζόταν αρνητικά ως ένα έργο που στερείται αληθινής λαϊκής παραδοσιακής κουλτούρας. Επιπλέον αποτελεί ένα εφήμερο και ρηχό έργο που σκοπό έχει απλώς την υποβοήθηση του καταναλωτισμού. Ένα άλλο σχόλιο θα ήταν, ότι αφού δεν μπορεί να δώσει τις αληθινές αρετές και αξίες, το μόνο που μπορεί να προσφέρει είναι η ικανοποίηση των αισθήσεων. Μια άλλη ιδιότητα που μπορεί να αποδοθεί στο έργο αυτό, είναι απλώς ο ρόλος της διακόσμησης. Σε κάθε περίπτωση κάθε μορφή μαζικής τέχνης, έχει απώτερο σκοπό, στο να υποβοηθήσει τον καταναλωτισμό.


Ο ΑΠΟΣΤΙΓΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΑΖΙΚΗΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ

Η μεταπολεμική βιομηχανική κοινωνία πέρασε σε ένα στάδιο ευρύτερης αποδοχής ιδεών και απόψεων. Η θεωρία ότι ο κόσμος αποτελείται από πολλά αυτοτελή στοιχεία ή από πολλά στρώματα είναι μια πραγματικότητα. Η προσωπική ελευθερία στις επιλογές, και η ανάπτυξη πρωτοβουλιών του ατόμου, οδηγούν σε μια κοινωνία πολιτισμικού και πολιτικού πλουραλισμού. Η έννοια της «μαζικής κουλτούρας» αντικαθίσταται, και επικρατεί ο όρος «δημοφιλής κουλτούρα». Το κοινό δεν αποτελεί πλέον μια ομοιογενή μάζα παθητικών δεκτών , αλλά είναι διαφοροποιημένο σε ό,τι αφορά τις προτιμήσεις του. Τα αστικά λαϊκά στρώματα έχουν συμμετοχή στην πολιτισμική ζωή και στην εκπαίδευση. Η συνεχώς αυξανόμενη μεσαία τάξη από τη μια, και η μεγάλη διάδοση που προσφέρουν τα μέσα μαζικής επικοινωνίας από την άλλη, οδηγούν σε μια αναθεωρημένη άποψη για τη μαζική κοινωνία και κουλτούρα.

Η μετάβαση αυτή από μία μεταπολεμική βιομηχανική κοινωνία σε μια μεταβιομηχανική κοινωνία, ονομάστηκε προοδευτικός εξελικτισμός. Η φάση αυτή αναπτύχτηκε μεταξύ του 1950 και 1970 στις Η.Π.Α.. Κύριοι εκφραστές της ήταν ο David Riesman 1950, ο Denial Bell 1962 και o Edward Shills 1972. Τα κύρια χαρακτηριστικά του προοδευτικού εξελικτισμού είναι μία κοινωνία πολικά και πολιτισμικά πλουραλιστική.

Ο Shills χωρίζει την ποιότητα της κουλτούρας σε τρία βασικά επίπεδα με κριτήρια αισθητικά, πνευματικά και ηθικά. α) Την ανώτερη ή εκλεπτυσμένη κουλτούρα, που ασχολείται με διαχρονικές αξίες, και καταναλώνεται από ανθρώπους που ασχολούνται με πνευματικά επαγγέλματα. β) Την μέτρια κουλτούρα που ασχολείται περίπου με τα ίδια όπως η ανώτερη, αλλά με λιγότερη έμφαση, και τα προϊόντα της είναι βραχυπρόθεσμα. Καταναλώνεται κυρίως από την μεσαία τάξη. γ) την βάναυση κουλτούρα που περιλαμβάνει τα στοιχειώδη και περιορίζεται στα παιχνίδια και τα θεάματα. Καταναλώνεται από την εργατική τάξη. Τέλος ο Shills επισημαίνει την συρρίκνωση της ανώτερης κουλτούρας στους λίγους και την διόγκωση της μέτριας και βάναυσης κουλτούρας λόγω της διάδοσης των μέσων μαζικής επικοινωνίας.

Ο Herbert Gans αντικαθιστά τον υποτιμητικό όρο «μαζική κουλτούρα» με τον όρο «δημοφιλής κουλτούρα». Διαχωρίζει την δημοφιλή κουλτούρα σε πέντε διαφορετικές κουλτούρες, που τις αποκαλεί «κουλτούρες γούστου»
[6]. α) Η υψηλή, β) Η υψηλή-μεσαία, γ) Η χαμηλή-μεσαία , δ) Η χαμηλή, και ε) Η δημώδης χαμηλή. Κάθε μια από αυτές μπορεί από μόνη της να θεωρηθεί μια ολόκληρη υποκουλτούρα. Δεν περιορίζεται όμως στον εαυτό της, αλλά παίρνει και στοιχεία μια άλλης κουλτούρας γούστου. Αυτό οφείλεται σύμφωνα με τον Gans, από την κοινωνική τάξη αλλά και το μορφωτικό επίπεδο του καθενός.
Συνοψίζοντας βλέπουμε ότι «το πλουραλιστικό μοντέλο πρότεινε ουσιαστικά μια κοινωνία χωρίς συγκρούσεις ή ανισότητες στα πλαίσια της οποίας ο καθένας καταναλώνει την κουλτούρα που του αξίζει ή που επιλέγει».
[7] Συνεπώς το έργο του Warhol Τιρκουάζ Μαίρυλιν είναι αποδεχτό στα πλαίσια μιας κοινωνίας με ευρεία συναίνεση, αλλά και ποικίλων μορφών κουλτούρας.






















3 σχόλια:

Τέσυ Μπάιλα είπε...

Είναι γενικά αποδεκτό, ότι μετά το 1789 και τη Γαλλική Επανάσταση μια σειρά ανατροπών προκλήθηκαν και μια νέα εποχή, αυτή της Βιομηχανικής επανάστασης ή αλλιώς της νεωτερικότητας σηματοδοτήθηκε, ως μια εποχή διαρκούς εξέλιξης σε πολλούς τομείς, όπως αυτούς της παιδείας, των κοινωνικών ηθών, του πολιτισμού, της πολιτικής και της παραγωγής.
Θέλοντας να περιγράψουν και να ασκήσουν κριτική στις βασικές συνέπειες της Βιομηχανικής Επανάστασης συντηρητικοί και αριστεροί διανοούμενοι χρησιμοποίησαν τους όρους μαζική κοινωνία και μαζική κουλτούρα.
Οι διανοητές που άσκησαν τη συντηρητική κριτική επεσήμαναν ότι η μαζική κουλτούρα είναι ικανή να διαβρώσει τις παραδοσιακές ηθικές αξίες και να υπονομεύσει την τάξη, τις πολιτισμικές αξίες που κατά τη προβιομηχανική εποχή ήταν σαφείς. Οι συντηρητικοί υποστήριξαν τη κουλτούρα της προβιομηχανικής περιόδου ως θεματοφύλακα των ηθικών αξιών και της παράδοσης και τόνισαν το ρόλο των πολιτισμικών ελίτ για τη διατήρηση της αυθεντικής παιδείας και των ιδεωδών.
Ο Νίτσε αλλά και άλλοι συντηρητικοί επικριτές όπως ο Tocqueville, o Elliot,o Leavis, o Gasset και ο Arnold υποστήριξαν ότι η γενίκευση της παιδείας ισοδυναμεί με την αποβαρβάρωσή της, θέλοντας να δείξουν την υπονόμευση της ίδιας της μόρφωσης. Ο Elliot ενδεικτικά ισχυριζόταν ότι: «βασικός όρος διατήρησης της ποιότητας της κουλτούρας της μειοψηφίας είναι το να παραμείνει η κουλτούρα αυτή μια κουλτούρα μειοψηφίας».
Οι αριστεροί πάλι, με κυριότερο εκπρόσωπό τη Σχολή τη Φρανκφούρτης, των διανοητών δηλαδή που κατέφυγαν στη Φρανκφούρτη, μετά την άνοδο του Χίτλερ πίστευαν ότι η μαζική κουλτούρα είναι τελικά αντιλαϊκή, καθώς η παραδοσιακή αντικαθίσταται από μια παραγόμενη βιομηχανικά κουλτούρα, η οποία υποβάλλει μια ιδεολογία που νομιμοποιεί την εκμετάλλευση των λαϊκών στρωμάτων. Ο εμπορικός της χαρακτήρας επιβάλλει την τυποποίηση των προϊόντων της και την καθιστά ανίκανη να λειτουργήσει αυτόνομα και να εκφράσει την κριτική σκέψη και καινοτομία. Πρόκειται στην ουσία για μια αντί τέχνη, εφήμερη και ρηχή, που παράγεται μόνο για να καταναλωθεί άκοπα και εμπορικά.
«Η μαζική κουλτούρα, έγραφε ο Adorno, δεν συνιστά τη σημερινή μορφή της λαϊκής τέχνης, καθώς δεν αναδύεται αυθόρμητα από τις ίδιες τις μάζες». Και αλλού, «το βασικό συνολικό αποτέλεσμα της πολιτισμικής βιομηχανίας είναι ένας αντι διαφωτισμός, καθώς προάγει τη μαζική εξαπάτηση και εμποδίζει τη διαμόρφωση αυτόνομων, αυτοτελών, συνειδητά κρινόντων και αποφασιζόντων ατόμων, εκείνων δηλαδή των ατόμων που χωρίς τα οποία δεν μπορεί να υπάρξει και να αναπτυχθεί η δημοκρατία».

Τέσυ Μπάιλα είπε...

Το δίλημμα ελλοχεύει λοιπόν ανάμεσα σε δύο έννοιες αλληλένδετες μεταξύ τους, αφού προϋπόθεση της μιας είναι η ύπαρξη της άλλης, όπως Υψηλή τέχνη και μαζική κουλτούρα, και τροφοδοτεί μια σειρά αντιδράσεων. Οι αριστεροί επικριτές καταγγέλλουν το φετιχιστικό χαρακτήρα της υψηλής τέχνης και καυτηριάζουν την υποκρισία της αστικής τάξης στη σχέση της με αυτή.
Στον αντίποδα αυτών στέκεται η πλουραλιστική προσέγγιση στη μαζική κουλτούρα, η οποία προτείνει μια κοινωνία χωρίς συγκρούσεις ή ανισότητες, όπου ο καθένας καταναλώνει την κουλτούρα που του αξίζει. Διαφορετικές ομάδες κοινού επιλέγουν διαφορετικά ήδη κουλτούρας ουσιαστικά ισότιμα αφού καλύπτουν τις ανάγκες τους. Κατά αυτόν τον τρόπο, η μαζική κουλτούρα δεν αποτελεί πρόβλημα, αφού έμφαση δίνεται στον πολιτισμικό πλουραλισμό, στην προσωπική πρωτοβουλία, ελευθερία και επιλογή και η σωστότερη επονομασία της θα έπρεπε να είναι «δημοφιλής κουλτούρα».
Με το έργο του Κήνσορες και Θεράποντες ο Έκο παρεμβαίνει καίρια σε όλη αυτή την ιστορία, απορρίπτοντας τόσο τους υπερασπιστές της συντηρητικής αντίληψης όσο και εκείνους της αριστερής. Δεν καταδικάζει απολύτως τίποτα, αλλά θεωρεί ότι χρειάζεται να μελετηθούν συστηματικά τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και η κουλτούρα τους, και να ερευνηθεί η δομή των μηνυμάτων τους και οι καινοτομίες που επέφεραν.
Για τον Έκο δεν υπάρχουν μηνύματα που μαζικοποιούν αλλά ένα μήνυμα μπορεί να προσληφθεί με πολλούς τρόπους και να ερμηνευτεί ανάλογα. Υπάρχουν «μαζικές επικοινωνίες». Το θέμα λοιπόν είναι μέσω ποιών διεργασιών επικοινωνούν οι άνθρωποι, μέσω ποιών διεργασιών μεταφέρεται ένα μήνυμα από το πομπό στον δέκτη. Πιστεύει ότι οποιαδήποτε διαφορά υπάρχει ανάμεσα στα πολιτισμικά προϊόντα δεν έχει να κάνει με διαφορά κοινωνικής τάξης ή πνευματικού επιπέδου.
Για τον Έκο το πρόβλημα δεν είναι αν υπάρχει ή όχι η μαζική κουλτούρα αλλά από τη στιγμή που έτσι κι αλλιώς είναι αναπόφευκτη η ύπαρξη της επικοινωνιακής σχέσης των μαζικών μέσων , θα πρέπει να βρεθεί ποια είναι εκείνη η πολιτισμική δραστηριότητα που θα καταφέρει να τα καταστήσει φορείς πολιτισμού. Έτσι ο Ουμπέρτο Έκο συνιστά στους διανοούμενους να παρέμβουν δυναμικά και να κάνουν κύριο μέλημά τους την πολιτισμική εξυγίανση της μαζικής κουλτούρας, με στόχο την πολιτισμική ανάπτυξη του δέκτη.

Τέσυ Μπάιλα είπε...

Ο Έκο, πιο κοντά στην Ευρωπαϊκή ψυχοσύνθεση, ξέρει ότι οι καιροί προχωρούν και τα επικοινωνιακά μέσα εξελίσσονται, γι αυτό και πρέπει να υιοθετήσουμε μια πιο εποικοδομητική στάση και να ανταποκριθούμε στο νέο αυτό πολιτισμικό περιβάλλον, χρησιμοποιώντας τα νέα μέσα προς ίδιον όφελος. Ο Έκο γράφει: «Δεν σας λέω καινούργια πράγματα: τώρα πια, όχι μόνο οι ειδικοί, αλλά ακόμη και το πλατύ κοινό άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι ζει στην εποχή των επικοινωνιών».
Ενδεικτικά φέρνει ως παράδειγμα τη χρήση του cd για την εκμάθηση της κλασικής μουσικής και του Chopin όπου το νέο τεχνολογικό μέσο μας επιτρέπει την ευκολότερη προσέγγιση της μουσικής γλώσσας, την τηλεόραση, όπως επίσης και τον τρόπο εκμάθησης μιας ξένης γλώσσας που σήμερα με τα σύγχρονα οπτικοακουστικά μέσα έχει γίνει σημαντικά πιο εύκολη. Τα σύγχρονα μέσα έχουν καταστήσει τη γνώση πιο εύκολη, ανοίγοντας νέους δρόμους πρόσβασης. Γι αυτό ζητά από τους διανοητές να σταθούν ερευνητικά, κριτικά αλλά ταυτόχρονα εποικοδομητικά απέναντι στις νέες τάσεις και πρακτικές που διαγράφουν το νέο ανθρώπινο πανόραμα, του οποίου τα όρια είναι δύσκολο να ορίσουμε, αφού μετά την έλευση της βιομηχανικής εποχής και την άνοδο των υποτελών τάξεων στον έλεγχο της ζωής εγκαθιδρύεται ο πολιτισμός των mass media των οποίων τα νέα συστήματα αξιών χρειάζονται επεξεργασία και κριτική.
Το βασικό επιχείρημα που ο Έκο προβάλλει και με το οποίο αντικρούει την απαισιοδοξία των επικριτών της μαζικής επικοινωνίας είναι ότι κάθε φορά που η ανθρωπότητα έρχεται αντιμέτωπη με την αλλαγή των πολιτιστικών μέσων μια βαθιά κρίση εμφανίζεται σε ό,τι έχει σχέση με τα παραδοσιακά όργανα και μέσα πολιτισμού. Στις μέρες μας είναι λάθος να συγκρίνουμε τον μηχανισμό και τα αποτελέσματα των μέσων μαζικής επικοινωνίας με ένα πρότυπο ανθρώπου που παραπέμπει σε αυτό της αναγέννησης και που δεν υπάρχει πια.
Για τον Ουμπέρτο Έκο, τόσο η επικοινωνία όσο και η ίδια η νόηση αγαπούν την αλλαγή ως μέσο εξέλιξης και μετασχηματισμού της κοινωνίας. Γι αυτό το λόγο, καμιά νέα τεχνολογική ανακάλυψη δεν μπορεί να καταδικάζεται ή να ρίχνεται στην πυρά.
Αν πολιτισμός είναι η εξελικτική εκείνη πορεία που επιτρέπει στον άνθρωπο την ελεύθερη πρόσβαση στη γνώση και ολοκλήρωση, τότε για τον Έκο κανένα νέο μέσο δεν μπορεί να είναι αμφισβητήσιμο και καταδικαστέο. Όλα θα πρέπει να υπόκεινται στην κριτική επεξεργασία και ως μέσο να χρησιμοποιηθούν κατάλληλα στην τελειοποίηση της ανθρωπότητας στην οποία πορεύεται η κοινωνία διαμέσου των αιώνων.