Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

Απέραντα άδειο σπίτι του Βαγγέλη Ραπτόπουλου, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

http://www.diavasame.gr/page.aspx?itemID=PPG1385_1681

ΑΠΕΡΑΝΤΑ ΑΔΕΙΟ ΣΠΙΤΙ

07.02.2014
Συντάκτης: Πασχαλία Τραυλού
 
ΑΠΕΡΑΝΤΑ ΑΔΕΙΟ ΣΠΙΤΙ
Εκδοτικός Οίκος
ΚΕΔΡΟΣ
ISBN 978-960-04-3932-8
Σελίδες 293
Επιτομή του σύγχρονου, επικίνδυνου και επισφαλούς ατομικισμού θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το «Απέραντα άδειο σπίτι» του Βαγγέλη Ραπτόπουλου, ένα βιβλίο στο οποίο επιχειρείται μια ενδιαφέρουσα τεχνική και θεματολογική καινοτομία. Επτά διαφορετικές, φαινομενικά, ιστορίες με κοινά σημεία αναφοράς το διεθνές αεροδρόμιο της Αθήνας και τη Λίμνη Αχαΐας, ένα τοπίο καμωμένο αποκλειστικά από τα υλικά της φαντασίας του συγγραφέα, διαπλέκονται πάνω στον οικείο καμβά της ανθρώπινης μοναξιάς και της αναζήτησης ενός έρωτα από αυτούς που δεν συναντά κανείς στην καθημερινότητά του ή έστω όχι απ’ αυτούς τους γνώριμους που καταλήγουν στη φθορά και στον ερωτικό μηδενισμό. Η αγία ελληνική οικογένεια, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας αποκαλεί το σύγχρονο θεσμό της οικογένειας και του γάμου, αποτελεί τον ασφυκτικό κλοιό που καταπιέζει τις σκέψεις και τα συναισθήματα του Ηλία, του ήρωα στο διήγημα με τίτλο «Ασανσέρ», όπου ο εγκλεισμός ενός ζευγαριού σ’ έναν ανελκυστήρα αποτελεί τελικά το ερέθισμα για να κοιτάξουν οι ήρωες στο βάθος του εαυτού τους και να διαπιστώσουν τις κοινωνικές συμβάσεις τις οποίες αδυνατούν να ανεχτούν. Ο εγκλεισμός μετατρέπεται εντέλει σε προστάδιο μιας απελευθέρωσης για τη Νίνα και τον Ηλία, την οποία ουδέποτε θα ανακάλυπταν αν δεν μεσολαβούσε αυτό το μοιραίο συμβάν. Κι ενώ έως τότε και για τους δυο ο έρωτας με αργά αλλά σταθερά, παγωμένα βήματα μεταμορφωνόταν σε βαρετή καθημερινότητα, χάρη στο εύρημα του ανελκυστήρα ο Ραπτόπουλος πέτυχε να χαρίσει στους ήρωές του την ερωτική έκσταση που αγνοούσαν πώς να κατακτήσουν.

Αλλαγή σκηνικού βέβαια στο διήγημα «Τρομοκράτης». Ο κεντρικός ήρωας, ο Ρωμανός, ένας πρώην αντάρτης πόλεων, με χέρια βαμμένα στο αίμα και μια δυνατή ερωτική ιστορία που έτεινε να μετατραπεί στο είδος εκείνο της συντροφικότητας που κάποιος θα μπορούσε να αποκαλέσει αληθινή αγάπη, παίρνει την απόφαση να μετοικήσει στο Άμστερνταμ και να αλλάξει ταυτότητα, ορίζοντα, εαυτό. Η αλλαγή του τόπου στο μυαλό του Ρωμανού μοιάζει με ταξίδι σε χρονοκάψουλα με το οποίο προσπαθεί να ανταμωθεί και πάλι με τα αγνά κομμάτια του εαυτού του, αυτά που απαρνήθηκε όταν υιοθέτησε την ιδεολογία εκείνη που τον οδήγησε στις αιματοβαμμένες εμπειρίες που αποκόμισε από αυτή τη ζωή. Ένα μέρος της ψυχής του ωστόσο μένει ανεπίδοτα πίσω. Σαν τη γυναίκα του Λωτ γνωρίζει καλά πως δεν πρέπει να κοιτάξει και να επανασυνδεθεί με το παρελθόν, επειδή τότε κινδυνεύει να παγιδευτεί στο χρόνο και στη ζωή που αποφάσισε να ξεπεράσει. Γνωρίζοντας μια νέα γυναίκα, στο πρόσωπό της ταυτίζει τη λαχτάρα του για μια νέα ζωή και για μια νέα αγάπη, αποκτώντας μια καινούρια οπτική στην οποία δεν επιδιώκει αυτό που συνήθως επιδιώκει ο μέσος άνθρωπος, δηλαδή να ξεχωρίσει, αλλά να ζήσει αυτό που δεν έζησε, μια ήσυχη, ανώνυμη ζωή, μια ευτυχία χαμένη στο πλήθος. «Το να κρύβεις μια ολόκληρη πλευρά του εαυτού σου στο σκοτάδι ήταν το κατάλληλο έδαφος για να ανθίσουν μέσα στο κεφάλι σου διάφορα παράξενα λουλούδια». Απ’ αυτό το σκοτάδι θέλησε ν’ απαλλαγεί ο Ρωμανός για να συναντηθεί επιτέλους με το φως ταυτίζοντάς το με μια νέα αρχή, μια αντίστροφη ζωή απ’ αυτή που έζησε.

Στο διήγημα «I love Greece» ο Ραπτόπουλος καταπιάνεται με την ενδελεχή μελέτη των ψυχικών αλλοιώσεων στις οποίες υποκύπτει ο άνθρωπος που υπομένει την έκθεση των μέσων μαζικής ενημέρωσης με αποκορύφωμα την ακόμη και καθυστερημένη αλλαγή της σεξουαλικής του ταυτότητας, σε ηλικία που του είναι δυσκολότερο να αποδεχτεί μια τέτοια διαπίστωση. Η ομοφιλία από την μια, και η αδήριτη ανάγκη του ήρωα για ομοφυλοφιλική επαφή τού προκαλούν μια τέτοια εσωτερική σύγκρουση ώστε τον οδηγούν σε παρανοϊκές μορφές συμπεριφοράς και σε ακραία ξεσπάσματα που, χάρη στην παραστατική και επιτυχώς σκληρή γλώσσα του Ραπτόπουλου στις σωστές δόσεις, υπογραμμίζει το απέραντα άδειο σπίτι της σύγχρονης ανθρώπινης ψυχής που βιώνει την ψυχρότητα του καθωσπρεπισμού βαθιά εσωτερικευμένη και όχι απλώς ως κατάσταση που εκπέμπεται από το περιβάλλον.

Παρόμοιο είναι το μήνυμα και στο διήγημα «Ο κύριος Μάρκου», ο οποίος δεν είναι ούτε πετυχημένος τρομοκράτης, ούτε πετυχημένη περσόνα της τηλεόρασης αλλά ένας απλός, καθημερινός συνταξιούχος που βιώνει την επίθεση των μίζερων συναισθημάτων όσων αποκτούν ξαφνικά ελεύθερο χρόνο που δεν ξέρουν πώς να τον διαθέσουν, σε μια στιγμή της ζωής τους που στοιχειοθετείται γοργά το συναίσθημα της φυσικής φθοράς και η υπόνοια του επερχόμενου θανάτου, προκαλώντας πανικό για τις λίγες δυναμικές εμπειρίες ζωής που ίσως έχει αποκομίσει ο άνθρωπος. Η ανάγκη για έντονη ζωή τη στιγμή που αυτό πια δεν είναι εφικτό τονίζει τον πανικό καθενός μπροστά στο τέλος.

Ο κύριος Μάρκου ανακαλύπτει ωστόσο τυχαία μια τέτοιου είδους συγκίνηση μέσα σ’ ένα σινεμά, παρακολουθώντας μια διόλου ακατάλληλη ταινία. Ένας εντελώς φιλήσυχος, άκακος, νομοταγής, εκ πεποιθήσεως εργένης που ζει με την ομοίως γεροντοκόρη αδερφή του μια νοσηρή καθημερινότητα αλληλεξάρτησης που μοιάζει περισσότερο με βαρετό γάμο παρά με υγιή αδερφική σχέση, μετατρέπεται στην εκδοχή του εαυτού του που σίγουρα δεν θα ήθελε να γνωρίζει. Όταν πια αυτή η ... ανακάλυψη της σκοτεινής πτυχής της ψυχής του κυρίου Μάρκου καταλήγει σε ένα μοιραίο γεγονός, γίνεται αιτία να βυθιστεί και η αδερφή του στη δική της τραγική ανακάλυψη για τα υποδόρια συναισθήματα που έτρεφε για τον αδερφό της. Με αυτές τις ανορθόδοξες και αιχμηρές παραδοχές, ο συγγραφέας για άλλη μια φορά υπενθυμίζει τα σκοτεινά και αόρατα κανάλια της αγίας ελληνικής οικογένειας.

Σε όλα τα διηγήματα του Ραπτόπουλου διαπιστώνει κανείς λεπτεπίλεπτους συναισθηματικούς χειρισμούς των ηρώων και ζηλευτές ψυχικές ακτινοσκοπήσεις με τις οποίες καταφέρνει να εισχωρήσει στους πιο απόκρυφους ψυχολογικούς μηχανισμούς. Χαρακτηριστικό αυτής της τεχνικής του συγγραφέα, το διήγημα «Κλείσε τα μάτια» όπου μια γυναίκα μοιράζεται ανάμεσα σε δυο δίδυμους άντρες, ένα διάσημο κι έναν άσημο άνθρωπο που συνειδητά βιώνουν αυτή την κατάσταση σαν να πρόκειται όχι για δυο αλλά για έναν ενιαίο, ομοούσιο άνθρωπο. Σκάβοντας το παρελθόν της ηρωίδας του και τα τραύματα που κουβαλάει απ’ την παιδική της ηλικία, ο Ραπτόπουλος καταφέρνει εντυπωσιακά να ψυχαναλύσει και να αιτιολογήσει αυτή τη μάλλον ανήκουστη ερωτική συνύπαρξη, αποδεικνύοντας πως τα πάντα είναι εφικτά στις ανθρώπινες σχέσεις, αν ιδωθούν υπό το πρίσμα των ανθρώπινων αδυναμιών και πληγών. Στο ομώνυμο με το βιβλίο διήγημα «Απέραντα άδειο σπίτι», ο Ραπτόπουλος επιχειρεί όχι μόνο να παρουσιάσει μια ηρωίδα απομονωμένη από έναν κόσμο που την τρομάζει και βυθισμένη στην ανωνυμία του Διαδικτύου όπου καλύπτει εικονικά τις συναισθηματικές και σεξουαλικές της ανάγκες, αλλά και το χάσμα ανάμεσα στη ρομαντική και τη σκληρή, ανερμάτιστη οπτική του έρωτα και της ζωής που υπάρχει ανάμεσα στην πρώτη νιότη και στη μέση ηλικία.

Η ηρωίδα, πληγωμένη από τις ερωτικές σχέσεις που εν τοις πράγμασι έχει βιώσει, προτιμά να «ζει» διαδικτυακά επιλέγοντας εντέλει να μετουσιώνεται στον εικονικό της εαυτό παρά στο είδωλο του καθρέφτη της το οποίο οικτίρει. Χαμένη στην ανωνυμία του διαδικτυακού χάους, ούτε που μπορεί να διανοηθεί πως διαδικτυακά είναι ερωτευμένη και ιδιαίτερα δοτική σε πρόσωπα που στην καθημερινότητά της απεχθάνεται. Εξαιρετική η αντιπαράθεση των διαλόγων των ηρώων στο Διαδίκτυο, όπου ο ρομαντισμός, η ποιητικότητα και η αθωότητα εναλλάσσονται με την κυνικότητα και την ωμότητα των κυνηγών του σεξ. Άφησα σκόπιμα για το τέλος το διήγημα «Μέδουσα». Νιώθοντας πάντα ιδιαίτερη έλξη για τη φαντασιακή λογοτεχνία, στο εν λόγω διήγημα ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η λογοτεχνική αλληλουχία που πέτυχε ο Ραπτόπουλος με τη μυθική Μέδουσα και μια ιδιάζουσα ηρωίδα με ιδιαίτερες δυνάμεις που κατορθώνει αλληγορικά να μαγέψει ερωτικά έναν άντρα οδηγώντας τον ακόμη και στο έγκλημα. Ακόμη και σε μια τέτοια μοιραία σχέση που αγγίζει τα όρια του μύθου ή μάλλον του θρύλου, ο Ραπτόπουλος επιλέγει να ισοσταθμίσει το υπερρεαλιστικό με το ρεαλιστικό στοιχείο παρουσιάζοντας τους ήρωές του να επιδιώκουν, παρά τη μοναδικότητα και την ιδιαιτερότητά τους, την ανωνυμία και την ατρικύμιστη ευτυχία της ασημαντότητας.

Το απλό και απέριττο ύφος του Ραπτόπουλου εγγυάται μια χειμαρρώδη ανάγνωση που, παρά τα βαθιά νοήματα που κρύβει σαν μαργαριτάρια επτασφράγιστα μες στις λέξεις του, προσφέρει ευκαιρίες για στοχαστικότητα παράλληλα με μια απολαυστική αναγνωστική εμπειρία. Παρότι θεωρώ κορωνίδες του συγγραφικού του έργου τη «Λούλα» και το «Μαύρο γάμο», το «Απέραντα άδειο σπίτι» διαθέτει όλα τα εχέγγυα που απαιτούνται για μια σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία απαιτήσεων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: