http://www.diavasame.gr/page.aspx?itemID=PPG1388_1363
Εκδοτικός Οίκος MOMENTUM
Συγγραφέας Αγγέλα Γαβρίλη
Κατηγορία Ποίηση
ISBN 978-960-9796-11-8
Σελίδες 56
Έπειτα από την ποιητική συλλογή ΑΡΚ, ποιήματα σε πέντε πράξεις που εκδόθηκε το 2009, με έναν τίτλο που σημαίνει «κουλουριάζομαι σαν φίδι» υπό την έννοια ότι κλείνει ερμητικά ένας κύκλος, και συνεπώς προστατεύει ή φυλακίζει ό,τι περικλείει εντός του –εξ ου και ark στα αγγλικά σημαίνει κιβωτός–, η Αγγέλα Γαβρίλη επανέρχεται με την έκδοση μιας νέας ποιητικής συλλογής με το συμβολικό τίτλο Iridium, δανεισμένο από το ομώνυμο μέταλλο που είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό σε υψηλές θερμοκρασίες επειδή, όπως η ίδια μας εξηγεί στην εισαγωγή της, «η ποίηση από τέτοιο υλικό είναι φτιαγμένη. Υλικό προορισμένο να αντέχει, να γεννά χρώματα και να ταξιδεύει, μεταφέροντας μηνύματα».
Η συλλογή χωρίζεται σε τέσσερα μέρη με τους τίτλους: Από το Νερό ως το Χιόνι, Από το Χώμα ως τα Τριαντάφυλλα, Από το Ξύλο ως το Μέταλλο, Από το Τέλος ως την Αρχή. Οι τίτλοι αυτοί παραπέμπουν στην έννοια της μεταστοιχείωσης, στη θεωρία της συνεχούς εξέλιξης των υλικών έως την τελείωσή τους, υπονοώντας προφανώς και την ψυχοσυναισθηματική εξέλιξη του ανθρώπου που επιδιώκει να φτάσει στην απόλυτη ανθεκτικότητα. Εν προκειμένω, η τελείωση επιτυγχάνεται μέσα στα όρια της φύσης και η φύση είναι αυτή που μπορεί να οδηγήσει από το τέλος –με την έννοια του τέλματος–, σε μια δυναμική αρχή. Και στην πρώτη και στη δεύτερη συλλογή της, έχω την υπόνοια ότι δανείζεται και χειρίζεται ποιητικά αλχημιστικά σύμβολα και θεωρίες που αναφέρονται στη σωτηρία του ανθρώπινου είδους. Τόσο ο ουροβόλος όφις (στο ΑΡΚ) όσο και η αναφορά της σε στοιχεία της φύσης όπως στο νερό, στο μέταλλο, στο ξύλο και στο χώμα, δηλαδή στην πρώτη ύλη του ανθρώπινου σώματος, παραπέμπουν στους στοχαστές εκείνους που πιστεύουν σε μια αέναη εξέλιξη των πραγμάτων χάρη στην παρέμβαση της ανθρώπινης δράσης.
Στην πρώτη ενότητα, κυριαρχούν οι αντιθέσεις μέσα από τις οποίες η Γαβρίλη υπογραμμίζει την αντιφατικότητα και το ουτοπικό περίβλημα του απόλυτου έρωτα. Το φως μας ψέματα λέει, θα πει χαρακτηριστικά στην «Ακτή», στοχεύοντας στην αποκάλυψη της ψευδαίσθησης και των πληγών που προκαλεί η ερωτική ευτυχία, ιδεολογικός πυρήνας που κυριαρχεί και στην «Ανδρομέδα»: Μίλα μου για τη βυθισμένη Ατλαντίδα όπου θα βασιλέψουμε μαζί, αναφέρει με στοχαστική συμπύκνωση, επισημαίνοντας την ερωτική ματαιότητα την οποία, ωστόσο, κανείς δεν θέλει να απαρνηθεί. Το ποιητικό νυστέρι προχωρεί ακόμη βαθύτερα στο ποίημα «The story of my death», όπου με αριστοτεχνικές διελκυστίνδες οδηγείται ο αναγνώστης στη σαρκοβόρα έννοια της ερωτικής ή ευρύτερα της κοινωνικής συνύπαρξης, υπογραμμίζοντας τη νοσηρότητα των ανθρώπινων σχέσεων.
Στο «Survival kit», o ποιητικός γρίφος γίνεται λίγο πιο δυσδιάκριτος. Εκφράζεται η ανάγκη της λύτρωσης από τη δυναστεία της ερωτικής λέξης, πράγμα που εξασφαλίζεται από την απόλαυση και την επιβεβαίωση των αισθήσεων. Στην «Ερώτηση», με λυρική δυναμική η Γαβρίλη επιχειρεί τον ορισμό της αγάπης, εμπνευσμένη από τον Μικρό Πρίγκιπα του Αντουάν ντε Σεντ Εξιπερί για τη συμπαντική μοναδικότητα και τη ρομαντική απόχρωση της αγάπης, για να ανατρέψει αυτή την εκδοχή στο «Love is» όπου αποκαθηλώνει την ουτοπική προσέγγιση ετούτης της έννοιας, ορίζοντάς την ως καθημερινή, ρεαλιστική δράση μέσα στην οποία καταξιώνεται. Με άψογη διαχείριση ενός αυστηρά πειθαρχημένου εσωτερικού ρυθμού, θα ολοκληρώσει το συλλογισμό της με τους στίχους ο κόσμος είχε πεθάνει και δεν μας ένοιαζε, αποδίδοντας με δωρική ευστοχία τα συναισθήματα εκείνων που βιώνουν τη σωτηρία τους από έναν κόσμο σαθρό και απόλυτα κατεστραμμένο, μέσα στην κιβωτό του αλληλέγγυου πάθους τους, αποκαλύπτοντας ότι η αγάπη εντέλει είναι το χαμένο βασίλειο τής Εγώ και του Εσύ όπου αγνοείται η τύχη αυτών που αγαπιούνται...
Στη δεύτερη ενότητα, Από το Χώμα ως τα Τριαντάφυλλα, η Γαβρίλη δανείζεται τα σύμβολά της από τη βιβλική σημειολογία της κιβωτού (που αποδεικνύει ότι η παρούσα συλλογή είναι η αναπόσπαστη συνέχεια της προηγούμενης στο υποσυνείδητο της ποιήτριας) και της ανάστασης των νεκρών αλλά και από έναν πίνακα ζωγραφικής που ζωντανεύει για χάρη της ποίησής της, ώστε το έργο τέχνης να εξελίσσεται και να προσφέρει λύσεις στο ανθρώπινο δράμα, ακόμη και έπειτα από την τελείωσή του. Με το ποίημα αυτό, η Αγγέλα Γαβρίλη κάνει τομή στην ποιητική σκέψη υπογραμμίζοντας πως η εξέλιξη δεν αφορά μόνο την κάθε είδους δράση του μέλλοντος αλλά ακόμη και τη δράση του παρελθόντος, αντιμετωπίζοντας το χρόνο ως έννοια αδιάσπαστη, δυναμική και ενιαία. Μέσα από αυτά τα σύμβολα, η ποιήτρια ξεφεύγει από το αρχικό ερωτικό περίβλημα της πρώτης ενότητας και φιλοτεχνεί ποιήματα με στιβαρό, κοινωνικό προβληματισμό που ανατρέπει τα στερεότυπα και τη μεμψίμοιρη οπτική της σύγχρονης πραγματικότητας και της ποίησης του παρελθόντος. Στο «The slave ship», υποδεικνύει την ανατροπή της πεσιμιστικής οπτικής με την οποία ο άνθρωπος και οι ποιητές αντικρίζουν τη ζωή, προκειμένου να καλλιεργήσει η νέα γενιά το χώμα του εαυτού και να φτάσει ως το τριαντάφυλλο, να ανθίσει δηλαδή η νέα ιδέα που θα οδηγήσει στο νέο κόσμο.
Στη δεύτερη ενότητα, τα ποιήματα υπονοούν την αναγκαιότητα ενός θαύματος που δεν έρχεται. Οι άνθρωποι είναι μόνοι, παραιτημένοι και βουβοί απέναντι σε αυτά τα απειλητικά ψυχικά τοπία που τα κουβαλούν όπως το άγριο ζώο κουβαλάει το μικρό του πάνω στο σώμα του, με παθητικότητα και μεμψιμοιρία. Βιώνουν το τέλμα που καταστρέφει την αθωότητα αμετάκλητα και μετατρέπει τα κοριτσάκια με τα σπίρτα σε κοριτσάκια με αναπτήρες, που περιμένουν την ενηλικίωση για να βάλουν φωτιά στις βιτρίνες με τα παιχνίδια που μισούν επειδή ποτέ τους δεν τα χάρηκαν. Η πεσιμιστική διατύπωση «είμαστε νεκροί», δεν επιδιώκει τη διαμόρφωση μιας απαισιόδοξης ατμόσφαιρας, αλλά στοχεύει στην αφύπνιση των συνειδήσεων από τη νάρκωση που επιφέρει η νέα μορφή κοινωνίας με την εικονικότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Η θέση αυτή αποδεικνύεται εξάλλου από το «Λεξικόν εννοιών», όπου η Γαβρίλη δίνει τον ορισμό της εκδίκησης, όπως στην πρώτη ενότητα έδωσε τον ορισμό της αγάπης: Εκδίκηση είναι να στέκεσαι αντίκρυ τους και να υπάρχεις όπως οι αρχαίοι ναοί, όπως τα τριαντάφυλλα, όπως οι λύκοι... Κι έτσι απ’ το χώμα, απ’ το θάνατο, ανασταίνεσαι πάλι. Μεταμορφώνεσαι σε τριαντάφυλλο και ξαναζείς.
Στην ενότητα Από το Ξύλο ως το Μέταλλο, η ποιήτρια συνεχίζοντας την απόπειρά της να ορίσει τις καταλυτικές έννοιες του κόσμου, προσδιορίζει ευφυώς την ποίηση ως τη στιγμή εκείνη που για πρώτη φορά αντικρίζει κάποιος σαν το όγδοο θαύμα τα δέντρα που υπάρχουν πάντοτε δίπλα του και δεν τα έχει προσέξει ποτέ, επισημαίνοντας αυτή την ιδιαιτερότητα της οπτικής που διαθέτουν οι ποιητές για να ψηλαφούν με ευαισθησία και οξυδέρκεια τον κόσμο, νιώθοντας μέσα τους τον παλμό της φύσης. Ενώ επανέρχεται στο δανεισμό βιβλικών συμβόλων, που στην προκειμένη περίπτωση επικεντρώνονται στην έννοια των θαυμάτων. Στα ποιήματα είναι κυρίαρχη η θλιβερή διαπίστωση της ασημαντότητας του ανθρώπου και της τραγικότητας των αδύναμων ποιητών, μπροστά στην παντοδυναμία της ρεαλιστικής πραγματικότητας που τους συνθλίβει. Στο ποίημα «Παρανόηση», δηλώνεται ευκρινώς ότι η ποίηση δεν είναι ο θαυματοποιός του κόσμου αλλά το ταπεινό ξύλο πάνω στο οποίο μαρτυράει όποιος τολμά να ανεβαίνει τον Γολγοθά της διαφορετικότητας. Γι’ αυτό η ποιήτρια προτείνει να αποφεύγονται πια τα κλισέ και εξυμνεί τα χέρια που δεν είναι απλώς δυο εξαρτήματα του θνητού ανθρώπινου σώματος, αλλά δυο όπλα στον αγώνα της ζωής και της ποίησης, που ως τέτοια, ακόμη κι αν αδυνατούν να θαυματουργήσουν, αξίζουν την αναγνώριση του μεγαλείου τους, αφού αυτά εξασφαλίζουν την αληθινή παρουσία του ανθρώπου στο χρόνο και στον κόσμο. Στις «Ιστορίες από την ομίχλη», επαναφέροντας το μέτρο του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου, η Γαβρίλη με τη φράση της γι’ αυτό, είπες, δεν κάθομαι να με ρημάξει η νύχτα, δίνει στους στίχους της έναν εμβληματικό χαρακτήρα μέσα από μια κλασική φόρμα, με κυρίαρχο μήνυμα της ποίησής της την άρνηση του πεσιμισμού.
Στην τέταρτη και τελευταία ενότητα, Από το Τέλος ως την Αρχή, σηματοδοτείται η ανάγκη για τη γέννηση μιας νέας ποιητικής γλώσσας, καθώς όλα έχουν ειπωθεί και όλα έχουν χαθεί απ’ τον ευτελισμό του λόγου, την άνοη φλυαρία και τη λεξιπενία. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να διαμορφωθεί ένας νέος κώδικας απ’ το ζευγάρωμα των λέξεων που απέμειναν ακόμη άφθαρτες και ουσιαστικές, θυμίζοντας σε τούτο το σημείο φράσεις της Ελένης Γκίκα στην «Αιώνια Επιστροφή», όπου ομοίως αναφέρεται η ανάγκη «να εφεύρουμε καινούριες λέξεις γιατί οι άλλες πάλιωσαν». Και η λύση είναι να στραφούμε στις λέξεις εκείνες που παραδόθηκαν αναλλοίωτες από το πέρασμα των αιώνων, φτάνοντας σ’ έναν κόσμο που παλεύει να σωθεί στην κιβωτό μιας ποίησης που παραδέρνει μες στον πρωτόγνωρο κοινωνικό και ψυχικό κατακλυσμό της εποχής. Αυτές οι αιώνιες λέξεις πρέπει να ζευγαρώσουν σαν άλλοι Δευκαλίωνας και Πύρρα, για να προσφέρουν τη νέα γενιά του λόγου.
Υψηλός βαθμός συμπύκνωσης, ευφυή λεκτικά ευρήματα δανεισμένα από τη φιλοσοφία, τη μυθολογία και την παρακαταθήκη των θρησκευτικών συμβολισμών, το Iridium αποτελεί ένα βήμα στην εξέλιξη της ποιητικής παρουσίας της Αγγέλας Γαβρίλη και στην πορεία της ελληνικής ποίησης: ο υπόκωφος, εσωτερικός ρυθμός, η καταλυτική αποτύπωση του μύθου και του επιμύθιου της σύγχρονης πραγματικότητας, η αντιπαράθεση του παλιού και του νέου στοιχείου που χαρακτηρίζει το ανθρώπινο ον και τις πράξεις του και η δυναμικότητα της ποιητικής σκέψης που καταλύει τα κλισέ σε στοχασμό και έκφραση, αποδεικνύουν ότι όσο υπάρχει ανθρώπινη σκέψη θα υπάρχει και η ποιητική δράση που υπαγορεύεται από τους κραδασμούς που προκαλεί κάθε εποχή για να εξαγνίζει, να αφυπνίζει και να καθοδηγεί στο αύριο κάθε θνησιγενή εποχή αναγεννώντας την – μέσα από νέους ορισμούς της ποίησης, της αγάπης, της εκδίκησης και εντέλει, της ζωής.
Η συλλογή χωρίζεται σε τέσσερα μέρη με τους τίτλους: Από το Νερό ως το Χιόνι, Από το Χώμα ως τα Τριαντάφυλλα, Από το Ξύλο ως το Μέταλλο, Από το Τέλος ως την Αρχή. Οι τίτλοι αυτοί παραπέμπουν στην έννοια της μεταστοιχείωσης, στη θεωρία της συνεχούς εξέλιξης των υλικών έως την τελείωσή τους, υπονοώντας προφανώς και την ψυχοσυναισθηματική εξέλιξη του ανθρώπου που επιδιώκει να φτάσει στην απόλυτη ανθεκτικότητα. Εν προκειμένω, η τελείωση επιτυγχάνεται μέσα στα όρια της φύσης και η φύση είναι αυτή που μπορεί να οδηγήσει από το τέλος –με την έννοια του τέλματος–, σε μια δυναμική αρχή. Και στην πρώτη και στη δεύτερη συλλογή της, έχω την υπόνοια ότι δανείζεται και χειρίζεται ποιητικά αλχημιστικά σύμβολα και θεωρίες που αναφέρονται στη σωτηρία του ανθρώπινου είδους. Τόσο ο ουροβόλος όφις (στο ΑΡΚ) όσο και η αναφορά της σε στοιχεία της φύσης όπως στο νερό, στο μέταλλο, στο ξύλο και στο χώμα, δηλαδή στην πρώτη ύλη του ανθρώπινου σώματος, παραπέμπουν στους στοχαστές εκείνους που πιστεύουν σε μια αέναη εξέλιξη των πραγμάτων χάρη στην παρέμβαση της ανθρώπινης δράσης.
Στην πρώτη ενότητα, κυριαρχούν οι αντιθέσεις μέσα από τις οποίες η Γαβρίλη υπογραμμίζει την αντιφατικότητα και το ουτοπικό περίβλημα του απόλυτου έρωτα. Το φως μας ψέματα λέει, θα πει χαρακτηριστικά στην «Ακτή», στοχεύοντας στην αποκάλυψη της ψευδαίσθησης και των πληγών που προκαλεί η ερωτική ευτυχία, ιδεολογικός πυρήνας που κυριαρχεί και στην «Ανδρομέδα»: Μίλα μου για τη βυθισμένη Ατλαντίδα όπου θα βασιλέψουμε μαζί, αναφέρει με στοχαστική συμπύκνωση, επισημαίνοντας την ερωτική ματαιότητα την οποία, ωστόσο, κανείς δεν θέλει να απαρνηθεί. Το ποιητικό νυστέρι προχωρεί ακόμη βαθύτερα στο ποίημα «The story of my death», όπου με αριστοτεχνικές διελκυστίνδες οδηγείται ο αναγνώστης στη σαρκοβόρα έννοια της ερωτικής ή ευρύτερα της κοινωνικής συνύπαρξης, υπογραμμίζοντας τη νοσηρότητα των ανθρώπινων σχέσεων.
Στο «Survival kit», o ποιητικός γρίφος γίνεται λίγο πιο δυσδιάκριτος. Εκφράζεται η ανάγκη της λύτρωσης από τη δυναστεία της ερωτικής λέξης, πράγμα που εξασφαλίζεται από την απόλαυση και την επιβεβαίωση των αισθήσεων. Στην «Ερώτηση», με λυρική δυναμική η Γαβρίλη επιχειρεί τον ορισμό της αγάπης, εμπνευσμένη από τον Μικρό Πρίγκιπα του Αντουάν ντε Σεντ Εξιπερί για τη συμπαντική μοναδικότητα και τη ρομαντική απόχρωση της αγάπης, για να ανατρέψει αυτή την εκδοχή στο «Love is» όπου αποκαθηλώνει την ουτοπική προσέγγιση ετούτης της έννοιας, ορίζοντάς την ως καθημερινή, ρεαλιστική δράση μέσα στην οποία καταξιώνεται. Με άψογη διαχείριση ενός αυστηρά πειθαρχημένου εσωτερικού ρυθμού, θα ολοκληρώσει το συλλογισμό της με τους στίχους ο κόσμος είχε πεθάνει και δεν μας ένοιαζε, αποδίδοντας με δωρική ευστοχία τα συναισθήματα εκείνων που βιώνουν τη σωτηρία τους από έναν κόσμο σαθρό και απόλυτα κατεστραμμένο, μέσα στην κιβωτό του αλληλέγγυου πάθους τους, αποκαλύπτοντας ότι η αγάπη εντέλει είναι το χαμένο βασίλειο τής Εγώ και του Εσύ όπου αγνοείται η τύχη αυτών που αγαπιούνται...
Στη δεύτερη ενότητα, Από το Χώμα ως τα Τριαντάφυλλα, η Γαβρίλη δανείζεται τα σύμβολά της από τη βιβλική σημειολογία της κιβωτού (που αποδεικνύει ότι η παρούσα συλλογή είναι η αναπόσπαστη συνέχεια της προηγούμενης στο υποσυνείδητο της ποιήτριας) και της ανάστασης των νεκρών αλλά και από έναν πίνακα ζωγραφικής που ζωντανεύει για χάρη της ποίησής της, ώστε το έργο τέχνης να εξελίσσεται και να προσφέρει λύσεις στο ανθρώπινο δράμα, ακόμη και έπειτα από την τελείωσή του. Με το ποίημα αυτό, η Αγγέλα Γαβρίλη κάνει τομή στην ποιητική σκέψη υπογραμμίζοντας πως η εξέλιξη δεν αφορά μόνο την κάθε είδους δράση του μέλλοντος αλλά ακόμη και τη δράση του παρελθόντος, αντιμετωπίζοντας το χρόνο ως έννοια αδιάσπαστη, δυναμική και ενιαία. Μέσα από αυτά τα σύμβολα, η ποιήτρια ξεφεύγει από το αρχικό ερωτικό περίβλημα της πρώτης ενότητας και φιλοτεχνεί ποιήματα με στιβαρό, κοινωνικό προβληματισμό που ανατρέπει τα στερεότυπα και τη μεμψίμοιρη οπτική της σύγχρονης πραγματικότητας και της ποίησης του παρελθόντος. Στο «The slave ship», υποδεικνύει την ανατροπή της πεσιμιστικής οπτικής με την οποία ο άνθρωπος και οι ποιητές αντικρίζουν τη ζωή, προκειμένου να καλλιεργήσει η νέα γενιά το χώμα του εαυτού και να φτάσει ως το τριαντάφυλλο, να ανθίσει δηλαδή η νέα ιδέα που θα οδηγήσει στο νέο κόσμο.
Στη δεύτερη ενότητα, τα ποιήματα υπονοούν την αναγκαιότητα ενός θαύματος που δεν έρχεται. Οι άνθρωποι είναι μόνοι, παραιτημένοι και βουβοί απέναντι σε αυτά τα απειλητικά ψυχικά τοπία που τα κουβαλούν όπως το άγριο ζώο κουβαλάει το μικρό του πάνω στο σώμα του, με παθητικότητα και μεμψιμοιρία. Βιώνουν το τέλμα που καταστρέφει την αθωότητα αμετάκλητα και μετατρέπει τα κοριτσάκια με τα σπίρτα σε κοριτσάκια με αναπτήρες, που περιμένουν την ενηλικίωση για να βάλουν φωτιά στις βιτρίνες με τα παιχνίδια που μισούν επειδή ποτέ τους δεν τα χάρηκαν. Η πεσιμιστική διατύπωση «είμαστε νεκροί», δεν επιδιώκει τη διαμόρφωση μιας απαισιόδοξης ατμόσφαιρας, αλλά στοχεύει στην αφύπνιση των συνειδήσεων από τη νάρκωση που επιφέρει η νέα μορφή κοινωνίας με την εικονικότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Η θέση αυτή αποδεικνύεται εξάλλου από το «Λεξικόν εννοιών», όπου η Γαβρίλη δίνει τον ορισμό της εκδίκησης, όπως στην πρώτη ενότητα έδωσε τον ορισμό της αγάπης: Εκδίκηση είναι να στέκεσαι αντίκρυ τους και να υπάρχεις όπως οι αρχαίοι ναοί, όπως τα τριαντάφυλλα, όπως οι λύκοι... Κι έτσι απ’ το χώμα, απ’ το θάνατο, ανασταίνεσαι πάλι. Μεταμορφώνεσαι σε τριαντάφυλλο και ξαναζείς.
Στην ενότητα Από το Ξύλο ως το Μέταλλο, η ποιήτρια συνεχίζοντας την απόπειρά της να ορίσει τις καταλυτικές έννοιες του κόσμου, προσδιορίζει ευφυώς την ποίηση ως τη στιγμή εκείνη που για πρώτη φορά αντικρίζει κάποιος σαν το όγδοο θαύμα τα δέντρα που υπάρχουν πάντοτε δίπλα του και δεν τα έχει προσέξει ποτέ, επισημαίνοντας αυτή την ιδιαιτερότητα της οπτικής που διαθέτουν οι ποιητές για να ψηλαφούν με ευαισθησία και οξυδέρκεια τον κόσμο, νιώθοντας μέσα τους τον παλμό της φύσης. Ενώ επανέρχεται στο δανεισμό βιβλικών συμβόλων, που στην προκειμένη περίπτωση επικεντρώνονται στην έννοια των θαυμάτων. Στα ποιήματα είναι κυρίαρχη η θλιβερή διαπίστωση της ασημαντότητας του ανθρώπου και της τραγικότητας των αδύναμων ποιητών, μπροστά στην παντοδυναμία της ρεαλιστικής πραγματικότητας που τους συνθλίβει. Στο ποίημα «Παρανόηση», δηλώνεται ευκρινώς ότι η ποίηση δεν είναι ο θαυματοποιός του κόσμου αλλά το ταπεινό ξύλο πάνω στο οποίο μαρτυράει όποιος τολμά να ανεβαίνει τον Γολγοθά της διαφορετικότητας. Γι’ αυτό η ποιήτρια προτείνει να αποφεύγονται πια τα κλισέ και εξυμνεί τα χέρια που δεν είναι απλώς δυο εξαρτήματα του θνητού ανθρώπινου σώματος, αλλά δυο όπλα στον αγώνα της ζωής και της ποίησης, που ως τέτοια, ακόμη κι αν αδυνατούν να θαυματουργήσουν, αξίζουν την αναγνώριση του μεγαλείου τους, αφού αυτά εξασφαλίζουν την αληθινή παρουσία του ανθρώπου στο χρόνο και στον κόσμο. Στις «Ιστορίες από την ομίχλη», επαναφέροντας το μέτρο του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου, η Γαβρίλη με τη φράση της γι’ αυτό, είπες, δεν κάθομαι να με ρημάξει η νύχτα, δίνει στους στίχους της έναν εμβληματικό χαρακτήρα μέσα από μια κλασική φόρμα, με κυρίαρχο μήνυμα της ποίησής της την άρνηση του πεσιμισμού.
Στην τέταρτη και τελευταία ενότητα, Από το Τέλος ως την Αρχή, σηματοδοτείται η ανάγκη για τη γέννηση μιας νέας ποιητικής γλώσσας, καθώς όλα έχουν ειπωθεί και όλα έχουν χαθεί απ’ τον ευτελισμό του λόγου, την άνοη φλυαρία και τη λεξιπενία. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να διαμορφωθεί ένας νέος κώδικας απ’ το ζευγάρωμα των λέξεων που απέμειναν ακόμη άφθαρτες και ουσιαστικές, θυμίζοντας σε τούτο το σημείο φράσεις της Ελένης Γκίκα στην «Αιώνια Επιστροφή», όπου ομοίως αναφέρεται η ανάγκη «να εφεύρουμε καινούριες λέξεις γιατί οι άλλες πάλιωσαν». Και η λύση είναι να στραφούμε στις λέξεις εκείνες που παραδόθηκαν αναλλοίωτες από το πέρασμα των αιώνων, φτάνοντας σ’ έναν κόσμο που παλεύει να σωθεί στην κιβωτό μιας ποίησης που παραδέρνει μες στον πρωτόγνωρο κοινωνικό και ψυχικό κατακλυσμό της εποχής. Αυτές οι αιώνιες λέξεις πρέπει να ζευγαρώσουν σαν άλλοι Δευκαλίωνας και Πύρρα, για να προσφέρουν τη νέα γενιά του λόγου.
Υψηλός βαθμός συμπύκνωσης, ευφυή λεκτικά ευρήματα δανεισμένα από τη φιλοσοφία, τη μυθολογία και την παρακαταθήκη των θρησκευτικών συμβολισμών, το Iridium αποτελεί ένα βήμα στην εξέλιξη της ποιητικής παρουσίας της Αγγέλας Γαβρίλη και στην πορεία της ελληνικής ποίησης: ο υπόκωφος, εσωτερικός ρυθμός, η καταλυτική αποτύπωση του μύθου και του επιμύθιου της σύγχρονης πραγματικότητας, η αντιπαράθεση του παλιού και του νέου στοιχείου που χαρακτηρίζει το ανθρώπινο ον και τις πράξεις του και η δυναμικότητα της ποιητικής σκέψης που καταλύει τα κλισέ σε στοχασμό και έκφραση, αποδεικνύουν ότι όσο υπάρχει ανθρώπινη σκέψη θα υπάρχει και η ποιητική δράση που υπαγορεύεται από τους κραδασμούς που προκαλεί κάθε εποχή για να εξαγνίζει, να αφυπνίζει και να καθοδηγεί στο αύριο κάθε θνησιγενή εποχή αναγεννώντας την – μέσα από νέους ορισμούς της ποίησης, της αγάπης, της εκδίκησης και εντέλει, της ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου