Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Γραφή και νέα τεχνολογία

।">http://http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=20917। Άρθρο του Γιώργου Κιούση:
«Δεν ξέρω ποιος υπέροχος νους ανακάλυψε το μολύβι. Ας είναι ευλογημένος. Μ' αρέσει η μυρωδιά του μολυβιού. Το ελικοειδές άνθος που βγάζει η ξύστρα. Το χρατς χρατς πάνω στο χαρτί, αν είναι σκληρό το μολύβι, η γομολάστιχα για να σβήνει τα λάθη».Τρυφερές σκέψεις του ποιητή Μάνου Ελευθερίου στην εποχή της ψηφιακής επανάστασης, των σύγχρονων διαδικτυακών e-mails και sms επι-κοινωνιών. Το χαρτί φθίνει, το γραπτό κείμενο απειλείται, κάποιοι εραστές του χειρογράφου, όμως, δεν απομακρύνονται από την υλικότητα και την καταγωγική ηδονή της παραδοσιακής τεχνικής. Σε αρκετά ταχυδρομεία ο όγκος επιστολών σημείωσε πτώση από 5% έως και 10%. «Σύμφωνα μάλιστα με αναλυτές, ίσως χαθεί έως και το 50% του όγκου των διακινούμενων επιστολών μέσα στην επόμενη δεκαετία», μας λέει ο διευθύνων σύμβουλος των ΕΛΤΑ, Χρήστος Βαρσάμης. Ο Κώστας Σκανδαλίδης, υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ο οποίος από τις τελευταίες τάξεις του εξατάξιου Γυμνασίου γράφει με ατονικό σύστημα, μας λέει: «Τα γράμματα μικρά, πυκνά, στρογγυλά, καλλιγραφικά। Τι να το κάνω το κομπιούτερ; Δεν έχει ψυχή, μολύβι, γομολάστιχα, έμπνευση, προσωπική σφραγίδα. Το χρησιμοποιούν άλλοι για μένα, και καλά μάλιστα. Το χρησιμοποιώ κι εγώ για θέματα τεχνικά ή ρουτίνας. Να ξυπνώ χαράματα, να φτιάχνω ελληνικό καφέ με ταχίνι, να κάθομαι πάνω από το καρέ χαρτί με το μαρκαδοράκι μου. Πετάει ο νους μου και γεμίζει η ψυχή μου ιδέες που γεννιούνται. Αν είμαι και στο νησί μου αντικρίζοντας το πέλαγος, υπέρτατη χαρά, που κάποια στιγμή φθάνει και στο όριο της δημιουργίας».
Χειρωνακτική τέχνη
Εξαρτημένος από τον τρόπο γραφής με πένα και μελάνι, δηλώνει ο ποιητής και δοκιμιογράφος Δημήτρης Κοσμόπουλος। Με μάνα δασκάλα, από νωρίς ασκήθηκε στην καλλιγραφία «με κονδυλοφόρο και καλαμάρια βαθέος μπλε, αλλά και μαύρου μελανιού, κομψότατα της φίρμας "Μενούνος". Η σκέψη καταργείται μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή. Αντιλαμβάνομαι τη γραφή ως χειρωνακτική τέχνη. Το μελάνι δίνει άλλη θερμοκρασία και υγρασία στις λέξεις. Ο Σεφέρης κάποτε γύριζε μανιωδώς νύχτα για να βρει μελάνι σέπια, γιατί του 'χε τελειώσει».
Για τον εκδότη Θανάση Καστανιώτη, το να γράφεις με μολύβι καλοξυσμένο ή με στυλό διαρκείας, ή ακόμα με πένα, είναι μια διαδικασία τόσο δημιουργική όσο και απολαυστική। «Το χαρτί, το χέρι και το μολύβι συναποτελούν μια τριάδα που μετουσιώνει οποιαδήποτε σκέψη σε γράμματα, σε μαγικά σύμβολα, που συγκινούν τους μυημένους στη γραφή, στην ανάγνωση, στη λογοτεχνία και στο βιβλίο γενικότερα. Πρόκειται για μια διαδρομή του μυαλού και του αισθήματος, που ο δρόμος προς τη γραφή μόνο με το χέρι και το χαρτί την κάνει μοναδική».
«Η νεολαία έχει άλλες συνήθειες επικοινωνίας», μας λέει ο Πέτρος Φραγκίσκος, που διατηρεί κατάστημα με είδη γραφής. «Εμείς έχουμε σταθερό κοινό, που αγοράζει χαρτιά, μελάνια, στυλό, πένες, είδη αλληλογραφίας». «Η αφετηρία μου είναι πάντοτε το κείμενο, η γραφή», έλεγε ο συγγραφέας-ποιητής και καθηγητής Φιλοσοφίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης, Δημοσθένης Δαββέτας. «Με αυτήν ανακάλυψα τον κόσμο, όχι με την εικόνα. Οταν γράφουμε, αφήνουμε τα χαραγμένα ίχνη του πολιτισμού». Η ακαδημαϊκός, ποιήτρια Κική Δημουλά και ο ποιητής, δοκιμιογράφος Δημήτρης Κοσμόπουλος γράφουν αποκλειστικά για την «Ε» για τον «κρυφό ιερό τόπο όπου συναντιούνται η πένα και το χέρι» :
«Επιστροφή στο ένστικτο»
Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ένα μολύβι που όταν αντίκρισε την πρώτη γραφομηχανή ένιωσε το χλοερό έδαφος της γραφής να σείεται κάτω από τα πόδια του, σαν προαίσθημα ότι η απόλυτη, αποκλειστική, η ιδεώδης σχέση του με το χέρι που ήταν «ο κολλητός του» προορισμός, κλονίζεται। Αθελά μου, έγινα υπέρμαχος αυτού του κλονισμού। Απέκτησα γραφομηχανή στα 18 μου, μόλις διορίστηκα στην Τράπεζα। Απαραίτητη γνώση। Ομως σιγά σιγά το άγγιγμα αυτών των πλήκτρων, διαπέρασε και γοήτευσε και την ζωή των ιδιωτικών μου έσω ήχων। Με το πλεονέκτημα ότι τους εξωτερίκευε ευανάγνωστους। Ενώ το μολύβι, αυτός ο μάμος που ξεγένναγε κάποτε το πρώτο αστραπιαίο, φευγαλέο κλάμα μιας ιδέας, ενός στίχου, προ του πανικού, να προλάβει να το καταγράψει, και προ της παραπλανητικής ευχέρειας που δίνει το προχειρογραμμένο, μετέτρεπε τις νότες και τις συλλαβές αυτού του νεογέννητου κλάματος σε τρομ0κρατημένο αίνιγμα। Τόσο επιζήμια επηρέαζε τον καλό, κατά τα άλλα, γραφικό μου χαρακτήρα। Δεν έβγαινε τίποτα απολύτως απ' όσα σημείωνα। Κατ' ευθείαν λοιπόν στη γραφομηχανή। Χρόνια. Ωσπου, μια πιο προηγμένη απιστία λησμόνησε τη γραφομηχανή. Το λαπ τοπ. Ως γραφομηχανή και μόνο. Αλλά με τι ευκρίνεια γράφονταν οι αποτυχίες. Και τι νοικοκυρεμένα. Ούτε σκόρπια χαρτιά, ούτε να χάνω τις σελίδες, ούτε να σκίζω τα σωστά αντί για τα λάθη, μη ξεχωρίζοντας ποιο το σωστό και ποιο το λάθος -ούτως ή άλλως δύσκολη πάντα δουλειά. Ομως, τα γράμματα που έγραψα, που έστειλα ή δεν έστειλα, που ελήφθησαν ή δεν ελήφθησαν... υπ' όψιν, ήταν και παραμένουν, ο κρυφός ιερός τόπος, όπου συναντήθηκαν συναντιούνται, το χέρι με το μολύβι ή την πένα, για να τελέσουν το μυστήριο της εκ γενετής άρρηκτης σχέσης τους με ένα προσκύνημα στην χειροποίητη εικόνα της γραφής. Ναι, καυχιέμαι, ότι τα πιο επιτυχημένα παράπονα που έγραψα είναι χειρόγραφα. Η γραφή, πώς να κάνουμε, όσο κι αν ταξιδέψει και αν ζήσει στα ξένα... μέσα, κάθε τόσο, εκεί που γεννήθηκε θα επιστρέφει: στο ένστικτό της. «Το μελάνι δίνει άλλη θερμοκρασία»του Δημήτρη Κοσμόπουλου: ποιητή, δοκιμιογράφουΣτην ηλικία των εννέα περίπου ετών, η Μάνα μου -δημοδιδασκάλισσα σε ορεινό χωριό της Μεσσηνίας- μας ασκούσε στην καλλιγραφία.
Με κονδυλοφόρο και καλαμάρια βαθέος μπλε, αλλά και μαύρου μελανιού. Κομψότατα, της φίρμας «Μενούνος». Τα επαρχιακά χαρτοβιβλιοπωλεία διέθεταν το είδος σε αφθονία. Είταν ο καιρός που μας μάθαινε την γλώσσα του Παπαδιαμάντη και την Γραμματική του Τζαρτζάνου. Η πρόοδός μου στην καλλιγραφία, νοστίμιζε τον άχαρο, για κάθε παιδί, σχολικό καταναγκασμό. Δώρο των γονιών μου, η πρώτη πένα. Parker, με αντλία -αμπούλες τότε, αρχές του '72, δεν υπήρχαν. Εκτοτε διαμορφώθηκε ο γραφικός μου χαρακτήρας και η αγάπη στο καλό χαρτί, δίχως γραμμώσεις. «Σε κάθε τι υπάρχει μια σωματική στάση», μας είπε ο Σεφέρης. Πολλώ δε μάλλον στην γραφή. Και στην ανάγνωση. Η πάλη με τις λέξεις, σημαίνει προσπάθεια. Σωματική. «Αδελφέ Ιωάννη, ο λιχανός της δεξιάς μου έχει δαρμούς και πόνους, η μέση μου πονεί» έγραφε, με τον σεσυρμένο από μυστικούς ανέμους γραφικό του χαρακτήρα, ο Παπαδιαμάντης στον Βλαχογιάννη, στα 1908. Οι συνέπειες είναι, ίσως, οδυνηρές. Αλλά τι φταις, όταν η σκέψη σου καταργείται μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή. Αντιλαμβάνομαι την γραφή ως χειρωνακτική τέχνη. Χειρώναξ: Ο άναξ, ο βασιλιάς των χεριών. Το μελάνι δίνει άλλη θερμοκρασία και υγρασία στις λέξεις. Που γυρεύουν το αίμα της ψυχής σου. Εξακολουθώ να επικαλούμαι τους χαλκέντερους της χειρωναξίας: Τον Παλαμά και τον Ρίτσο, τον Σεφέρη -που κάποτε γύριζε μανιωδώς νύχτα, για να βρει μελάνι σέπια, γιατί του 'χε τελειώσει. «Το μελάνι δίνει άλλη θερμοκρασία» του Δημήτρη Κοσμόπουλου: ποιητή, δοκιμιογράφουΣτην ηλικία των εννέα περίπου ετών, η Μάνα μου -δημοδιδασκάλισσα σε ορεινό χωριό της Μεσσηνίας- μας ασκούσε στην καλλιγραφία. Με κονδυλοφόρο και καλαμάρια βαθέος μπλε, αλλά και μαύρου μελανιού. Κομψότατα, της φίρμας «Μενούνος». Τα επαρχιακά χαρτοβιβλιοπωλεία διέθεταν το είδος σε αφθονία. Είταν ο καιρός που μας μάθαινε την γλώσσα του Παπαδιαμάντη και την Γραμματική του Τζαρτζάνου. Η πρόοδός μου στην καλλιγραφία, νοστίμιζε τον άχαρο, για κάθε παιδί, σχολικό καταναγκασμό. Δώρο των γονιών μου, η πρώτη πένα. Parker, με αντλία -αμπούλες τότε, αρχές του '72, δεν υπήρχαν. Εκτοτε διαμορφώθηκε ο γραφικός μου χαρακτήρας και η αγάπη στο καλό χαρτί, δίχως γραμμώσεις. «Σε κάθε τι υπάρχει μια σωματική στάση», μας είπε ο Σεφέρης. Πολλώ δε μάλλον στην γραφή. Και στην ανάγνωση. Η πάλη με τις λέξεις, σημαίνει προσπάθεια. Σωματική. «Αδελφέ Ιωάννη, ο λιχανός της δεξιάς μου έχει δαρμούς και πόνους, η μέση μου πονεί» έγραφε, με τον σεσυρμένο από μυστικούς ανέμους γραφικό του χαρακτήρα, ο Παπαδιαμάντης στον Βλαχογιάννη, στα 1908. Οι συνέπειες είναι, ίσως, οδυνηρές. Αλλά τι φταις, όταν η σκέψη σου καταργείται μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή. Αντιλαμβάνομαι την γραφή ως χειρωνακτική τέχνη. Χειρώναξ: Ο άναξ, ο βασιλιάς των χεριών. Το μελάνι δίνει άλλη θερμοκρασία και υγρασία στις λέξεις. Που γυρεύουν το αίμα της ψυχής σου. Εξακολουθώ να επικαλούμαι τους χαλκέντερους της χειρωναξίας: Τον Παλαμά και τον Ρίτσο, τον Σεφέρη -που κάποτε γύριζε μανιωδώς νύχτα, για να βρει μελάνι σέπια, γιατί του 'χε τελειώσει. Και τις επάλληλες γραφές και αντιγραφές στα έργα του Μπαλζάκ ή του Ντοστογιέφσκι. Οι μικροί μου γιοι με δουλεύουν. Με προτρέπουν να προσαρμοσθώ. Ομως η γυναίκα μου καταλαβαίνει και μου πληκτρολογεί τα οριστικά κείμενα για τον εκδότη. Αλλωστε, οι φιλόσοφοι ισχυρίζονται πως ζούμε στην εποχή της «αυτοπραγμάτωσης». Αλλοι -υποβοηθούντων των υπολογιστών- με μυθιστορήματα 750 σελίδων (το minimum). Αλλοι με τις πένες, τα μελάνια και τα εύλαλα χαρτιά. Που ζητούν να βουτήξεις.

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2008




Τα αμέτρητα κοστούμια μιας ιδέας


«Οι μήνες που περνούν ας ρίχνουν φτυαριές χώμα τη λήθη ανάμεσα στα φιλιά μας…Πώς να υπομείνω τους πόνους τους αβάσταχτους από το σύνδρομο της στέρησής σου;»
«Η μοναξιά είναι από χώμα»
σελίδα 44, Μάρω Βαμβουνάκη

Η ζωή μετά, μόνο νοσταλγία
Δάκρυα καυτά, στάχτη και καπνός
Ψάχνεις τη φωτιά αλλά δεν υπάρχει
Θέλεις να καείς όμως δεν μπορείς.
Το φιλί, βιολί παίζει λυπημένα
Το όνειρο κλαδί, θέλεις να πιαστείς.
Με το που βραδιάζει, μια σκιά θυμάσαι
Άδεια η ψυχή. Το όνειρο βυθός
Χάνεσαι θαρρείς κι όλο περιμένεις
Κάποιος να σε βρει, ένα φως να δεις
Η ζωή μετά, θάλασσα θλιμμένη
Όλο κολυμπάς. Άραγε θα βγεις;
«Φτερά από μετάξι»
Πασχαλία Τραυλού




Xαίρομαι ιδιαίτερα που στο ιστολόγιο μου έκανε «ποδαρικό» η αγαπημένη μου κ. Τσαμαδού η οποία με μάγεψε με το βιβλίο της «οι θεοί πέθαναν στη Ρώμη». Και χαίρομαι περισσότερο επειδή στο άρθρο που δημοσίευσα με τίτλο «το αέναο κυνήγι της ιδέας» το οποίο αφορά την έμπνευση, έκανε κάποιες πολύτιμες παρατηρήσεις σχετικά με τη δημιουργία ενός λογοτεχνικού έργου. Ρωτάει χαρακτηριστικά: «μήπως για να… παίξουμε μπάλα» χρειάζονται κι άλλα εφόδια όπως δουλειά, πειθαρχία, ταλέντο; Και επίσης: για ποιο λόγο γράφουμε; Για τον εαυτό μας; Για το κοινό; Για την υστεροφημία;
Θα προσπαθήσω να προσεγγίσω το θέμα και ευχαριστώ ιδιαίτερα που μου δόθηκε το έναυσμα για έναν τέτοιο προβληματισμό στο άρθρο που ακολουθεί.


Τα αμέτρητα κοστούμια της ιδέας
Η δημιουργία είναι μαγεία. Είναι μυστήριο ασύλληπτο και μοναδικό. Το βάπτισμα μες στην πυρά της δημιουργίας ολοκληρώνεται σε δύο φάσεις, αν μπορούμε τόσο σχηματικά και απλά να αποδώσουμε μια τόσο πολύπλοκη διαδικασία για να πάρει κάποιος το χρίσμα του δημιουργού. Η μία πτυχή της είναι η σύλληψη της ιδέας. Το θέμα. Η έμπνευση. Η αναλαμπή. Το άλλο είναι η ενσάρκωση της ιδέας αυτής, ο λόγος, το ύφος, το ρούχο και συνάμα το όχημα για το ταξίδι σ’ αυτή τη μαγεία, η αναζήτηση του τρόπου με στόχο την ανατροπή στο πώς αντιλαμβάνεται και εκφράζει κάποιος την επαφή του με τον κόσμο.
Ίσως να μην είναι διόλου τυχαίοι οι τίτλοι που έδωσε ο μαιτρ του μυθιστορήματος Νίκος Θέμελης στην τριλογία του. Αναλαμπή… Αναζήτηση… Ανατροπή… Ίσως να είχε κατά νου τα βασικά βήματα της δημιουργίας. Αν προσέθετε και τον όρο «αμφισβήτηση», ίσως θα ήταν απόλυτα δοσμένη με τρόπο σχηματικό η περιγραφή της πιο πολύπλοκης ίσως νοητικής και συναισθηματικής διαδικασίας.
ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ-ΑΝΑΛΑΜΠΗ-ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ-ΑΝΑΤΡΟΠΗ-ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ-ΑΥΤΟΑΝΑΙΡΕΣΗ
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ

Και οι στίχοι που αναφέρονται σε κάποια σελίδα του νέου μου βιβλίου «Φτερά από μετάξι» που κυκλοφορεί σε λίγες μέρες και το απόσπασμα από το βιβλίο «Η μοναξιά είναι από χώμα» μιας από τις πιο αγαπημένες μου νεοελληνίδες συγγραφείς, κ. Μάρως Βαμβουνάκη (και ομολογουμένως νιώθω ιδιαίτερη συγκίνηση που τα νέα μας βιβλία, ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΑΞΟΔΕΥΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ – Μάρω Βαμβουνάκη και το δικό μου θα κυκλοφορήσουν την ίδια μέρα, 18/2/2008)- πραγματεύονται το ίδιο ακριβώς θέμα. Το τέλος μιας αγάπης. Και μάλιστα από μια μόνο οπτική. Την απαισιόδοξη. Σίγουρα, αν ψάξουμε, ακόμη και για ένα τέτοιο θέμα, μπορούμε να βρούμε και την αντίρροπη θέση μέσα στη λογοτεχνία. Ένα τέλος είναι συνάμα μια αρχή. Μια ελπίδα επανεκκίνησης και αναδημιουργίας. Τα πάντα τελικά στην τέχνη είναι θέμα οπτικής. Οπτικής απέναντι στην τέχνη, που στην ουσία αντικατοπτρίζει και τη θέση του συγγραφέα απέναντι στο περιβάλλον του, το κατεστημένο, τον έρωτα, τη ζωή.
Μεγάλο ζήτημα η οπτική του συγγραφέα, η οποία αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα του ύφους του, των εκφραστικών επιλογών του, του ιδεολογικού περιβάλλοντος όπου διαδραματίζεται το έργο του. Πρόκειται στην ουσία για τον ιδιαίτερο τρόπο που έχει ο κάθε συγγραφέας για να προσεγγίζει τον κόσμο του. Από πού καθορίζεται η οπτική δεν είναι επί του παρόντος να το αναλύσουμε όμως.
Το θέμα εδώ είναι άλλο. Αν η έμπνευση δεν αφορά μόνο τη θεματολογία, που αποδεδειγμένα είναι συγκεκριμένη στις πρωτογενείς της μορφές (έρωτας, θάνατος, υπαρξιακά προβλήματα, ανθρώπινες σχέσεις, ανησυχίες για τη μετά θάνατο ζωή κλπ) τότε, ,με βεβαιότητα μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αφορά σε μεγαλύτερο φάσμα τον τρόπο της έκφρασης.
Είναι κοινό μυστικό στην τέχνη ότι η θεματολογία είναι πεπερασμένη. Το επισημαίνουν όλες οι Γραμματολογίες του κόσμου. Αντίθετα όμως είναι άπειροι οι τρόποι που μπορούμε να εκφράσουμε τα συναισθήματα και τις σκέψεις μας για την ίδια ακριβώς ιδέα, επειδή ίσως άπειροι είναι και οι συναισθηματικοί και ψυχικοί μοχλοί που προκαλούν ανατροπές στις ψυχολογίες των ανθρώπων.
Κυνηγώντας την πρωτοτυπία, διαπιστώνουμε ότι μπορούμε να την επιτύχουμε μόνο στη σύνθεση των ιδεών, στην έκφραση και το ύφος και όχι στην πρωτογενή σύλληψη της ιδέας. Η όποια ιδέα είναι ένα κύτταρο, ένα στοιχείο βασικό που δεν προσδιορίζει την προσωπικότητα ενός έργου. Χρειάζεται η…μίτωσή του, η εξέλιξη αυτού του κυττάρου, για να δούμε το φως της δημιουργίας.
Εντέλει ο συγγραφέας παρεμβαίνει μόνο στο… ρούχο με το οποίο θα ντύσει την ιδέα που θα επιλέξει. Η ιδέα μόνη της δεν είναι δημιουργία. Θα γίνει μόνο αν εκφραστεί, αν ντυθεί με τρόπο που να γίνει ερωτεύσιμη και αγαπητή ή έστω αξιοπρόσεκτη στα μάτια του αναγνώστη. Κι εδώ είναι που υπεισέρχεται η προϋπόθεση του ταλέντου. Η ανεξήγητη εκείνη επιφοίτηση που κάνει κάποιους να μετατρέπουν ένα μολύβι σε μαγικό ραβδάκι μάγισσας που εξασφαλίζει τα υπέροχα ταξίδια στους άπειρους ορίζοντες της γραφής.
Εξάλλου, τον ίδιο … μπελά αντιμετώπιζαν και οι μεγάλοι δραματουργοί της αρχαιότητας οι οποίοι υποτάχθηκαν νωρίς στον πεπερασμένο χαρακτήρα της ιδέας και αφοσιώθηκαν όχι στο τι αλλά στο πώς, στο ύφος δηλαδή, τη γλώσσα και την πλοκή της ιστορίας. Παρά την όμοια θεματολογία ωστόσο των έργων του Σοφοκλή, του Ευριπίδη και του Αισχύλου, ποιος θα τολμούσε ποτέ να μιλήσει για αντιγραφή του ενός από τον άλλο, όταν πρόκειται για τόσο μεγαλόπνοα και διαφορετικά μεταξύ τους έργα;
Χρειάζεται λοιπόν η ιδέα αλλά η ιδέα δεν είναι το παν για να αναγάγει κάποιον που γράφει, σε δημιουργό. Μοιάζει κάπως με τη σύλληψη ενός εμβρύου η όλη διαδικασία. Η σύλληψη από μόνη της είναι σημαντική αλλά αν δεν τελεσφορήσει με την κύηση και τον τοκετό ενός ολοκληρωμένου καλλιτεχνικού έργου δεν σημαίνει ίσως τίποτε.
Και η κυοφορία ενός έργου τέχνης συνήθως τσακίζει νεύρα, αδειάζει πακέτα τσιγάρα, ταπεινώνει, απογοητεύει, κουράζει. Με μια λέξη απαιτεί. Κι άλλοτε επιβάλλει. Ποινές, στερήσεις, θυσίες. Χρειάζεται εφόδια που άλλα είναι έμφυτα και άλλα αποκτούνται με τον καιρό και ανάλογα με το πάθος που διακατέχει τον άνθρωπο που θέλει να γράψει, να τα αναπτύξει για να φανεί αντάξιος της επιθυμίας του.
Πρώτα πρώτα, ο συγγραφέας διαβάζει. Διαβάζοντας, αυτό που κερδίζει είναι η επαφή με τους εκφραστικούς τρόπους άλλων συγγραφέων και τον εμπλουτισμό της εκφραστικής του εμπειρίας. Με κάποιους θα έχει κοινά, με κάποιους άλλους θα υπάρξει αγεφύρωτη απόσταση. Το σίγουρο όμως είναι ότι θα διευρύνει τους υφολογικούς και εκφραστικούς του ορίζοντες και θα σμιλεύσει το προσωπικό του στυλ. Έτσι ζυμώνεται το συγγραφικό του προφίλ και διαμορφώνεται η ταυτότητα της γραφής του παράλληλα με την καθοριστική επίδραση της ψυχοσύνθεσής του.
Εκείνο που δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάει όποιος σκοπεύει πραγματικά να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία, είναι ότι το γράψιμο είναι άσκηση και ασκητισμός κατά κάποιον τρόπο. Άσκηση επίπονη και εξοντωτική. Απομόνωση τυραννική κάποιες φορές και άρνηση των εγκοσμίων προκειμένου να ολοκληρώσει ο καλλιτέχνης τον οίστρο του για μια ιδέα. Και άλλοτε γίνεται ο ίδιος πειραματόζωο μέσα στον κόσμο, δέχεται τους κραδασμούς κάποιου πάθους, γίνεται ο κυματοθραύστης κοινωνικών εξελίξεων και μόνο τότε αισθάνεται άξιος να δοκιμάσει να εκφραστεί μέσω της γραφής. Γιατί ο συγγραφέας, όπως προείπα και στο άρθρο για το αέναο κυνήγι της ιδέας, λειτουργεί σε δύο διαστάσεις ταυτόχρονα. Ως παρατηρητής της ζωής και ως πρωταγωνιστής της στην ίδια χρονική στιγμή.
Πέραν αυτού καλείται να είναι πάντα έτοιμος να υποστεί τον κόπο από μια μακροχρόνια αναζήτηση λόγου και ιδέας και απόλυτα συνειδητοποιημένος ότι υπάρχει το ενδεχόμενο στο τέλος της αναζήτησης, να βρεθεί αντιμέτωπος με το απόλυτο τίποτε. Και συνάμα βιώνει τη συνεχή αγωνία να προετοιμάζεται για την απόρριψη. Κάθε καινούργιο βιβλίο είναι και μια δοκιμασία για τον εγωισμό του συγγραφέα που η ψυχή του ζαρώνει αναμένοντας την κριτική και φαίνεται πίσω από μιαν επίφαση αδιαφορίας ότι είναι ατσάλινος και δεν τον αγγίζουν τα σχόλια. Και πρώτα πρώτα εκείνο που τον τσακίζει είναι η αμείλικτη κριτική που ασκεί ο ίδιος στον εαυτό του.
Θυμάμαι, όταν έγραψα τη Ματζίκα της αγάπης, μετά από ενάμισι χρόνο δουλειάς έκανα την ανάγνωση του βιβλίου και έσκισα 250 σελίδες! και πιστέψτε με, δεν ήταν καθόλου εύκολη μια τέτοια απόφαση.
Ίσως το σκληρότερο πράγμα στο γράψιμο να είναι ακριβώς αυτή η διαδικασία, δηλαδή η αυτοαναίρεση. Η αμφισβήτηση ίσως και η απόρριψη της ίδιας σου της οπτικής απέναντι στα γεγονότα και τα πράγματα, η προδοσία της ίδιας σου της έκφρασης ή της άποψης που μια δεδομένη στιγμή έχεις για ό,τι σε περιβάλλει! Αν αναλογιστεί κανείς ότι μέχρι να ολοκληρωθεί ένα μυθιστόρημα, μπορεί να περάσουν χρόνια, μπορεί και να συλλάβει πόσες συναισθηματικές καταστάσεις ενδέχεται να έχει βιώσει ο συγγραφέας του και πόσα γεγονότα μπορούν να μορφοποιήσουν μια ιδέα, οδηγώντας τον στην πλήρη αναθεώρηση της στάσης του απέναντι στα πράγματα, στη ζωή, στον έρωτα, σο θάνατο, στον κόσμο.
. Δύσκολο πραγματικά να διαβάζεις τα γραπτά σου και να θεωρείς ξεπερασμένα και ανόητα προτού καν προφτάσεις να έχεις τη γνώμη ενός αναγνώστη. Ίσως είναι η πιο σκληρή δοκιμασία να απορρίπτεις το ίδιο σου το δημιούργημα, να αποποιείσαι το παιδί σου. Δεν είναι μόνο οι οπτικές διαφορετικών συγγραφέων αλλιώτικες. Αλλιώτικες οπτικές μπορεί να έχει για το ίδιο θέμα το ίδιο πρόσωπο ανάλογα με τις επιρροές που θα δεχτεί και τις συγκυρίες που θα βιώσει. Και αυτό είναι βάσανο που γίνεται θυμός, αγανάκτηση, αυτοσυντριβή, άρνηση να καθίσεις να γράψεις πολλές φορές, πάλη με τον εαυτό σου και τις θνητές, απλές ανάγκες του.
Παρ’ όλα αυτά, τόσοι και τόσοι – καλώς ή κακώς κι εγώ - συνεχίζουν να παραμένουν πιστοί στο μετερίζι της γραφής, κι ας τους εξοντώνει αυτός ο πόλεμος με τις λέξεις ώρες ώρες, ας τους θυμώνει, ας τους απορροφά από άλλα πιο ανώδυνα και ευχάριστα πράγματα. Και είναι όσοι έχουν την αντοχή να υπομένουν αυτή τη διαδικασία της εσωτερικής αναζήτησης και της αυτό-αναίρεσης.
Ο δρόμος της λογοτεχνίας δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Το γράψιμο δεν είναι ένα χόμπι σαν τη συλλογή από πεταλούδες ή από γραμματόσημα, χωρίς να υποτιμήσω το βαθμό δυσκολίας που αντιμετω-πίζουν οι συλλέκτες. Το γράψιμο όμως είναι κάτι διαφορετικό που σου βάζει πολύ ψηλά τον πήχη, αν το δεις σοβαρά προκαλώντας σε να ξεπεράσεις τις ψυχικές και τις σωματικές σου δυνάμεις. Σε υποχρεώνει να ματώσεις, να υποδυθείς ξένες προσωπικότητες, να ζήσεις ξένες ζωές, όλες τις ζωές των ηρώων σου και μάλιστα την ίδια χρονική στιγμή καθώς τους ζωνταντεύεις πάνω στο χαρτί σου. Και επιπροσθέτως, σε υποχρεώνει να αποστα-σιοποιείσαι για να μπορείς να κρίνεις αν φαίνονται υπερβολικοί, αν έχουν τη ζωντάνια και την αμεσότητα που πρέπει, για να είναι προσεγγίσιμοι από τον αναγνώστη. Δεν είναι εύκολη δουλειά αυτή. Γι’ αυτό ίσως να πονάει η κριτική τόσο πολύ και να γίνονται οι συγγραφείς κάποτε-κάποτε αμφισβητίες προς όσους δεν έχουν δοκιμάσει την οδύνη της γραφής και προβαίνουν σε κάποια σκληρή κρίση για το έργο τους.
Και πονάει κάθε φορά που θα διαβάσεις τη μεγαλειώδη δουλειά κάποιου άλλου συγγραφέα και θα υποστείς το συναίσθημα της ασημαντότητας σε όλο του το μεγαλείο και συνάμα το μεγαλείο του φόβου απέναντι στη μαγεία της γραφής. Όμως αυτός ο πόνος και αυτή η επιμονή είναι η απόδειξη αυτού του γλυκού «μαζοχισμού» των συγγραφέων που τους κάνει πολλές φορές παράξενους και εκκεντρικούς, ώστε να μην εγκαταλείπουν την καρέκλα του γραφείου τους για μια βόλτα στον ήλιο, για ένα φιλί ή για ένα αληθινό ηλιοβασίλεμα ή να γυρνούν με περισσή λαχτάρα στην περισυλλογή του γραφείου τους, μόλις τελειώσει μια ανθρώπινη ευτυχισμένη στιγμή. Πιστοί στις επάλξεις του ονείρου τους, της αναλαμπής τους, παλεύουν με τις λέξεις, παίζουν κρυφτό με την έμπνευση, τυραννιούνται από την απουσία της ιδέας, υποφέρουν απ’ τη ζοφερότητα της σιωπής όταν δεν έχουν τίποτε να πουν.

Είναι πολλές οι φορές που με ρωτούν αναγνώστες γιατί γράφω – σ’ αυτή την φρέσκια σχετικά ηλικία – και πώς μπορούν κάποιοι να κάνουν μιαν απόπειρα να ασχοληθούν με το γράψιμο. Δεν αρκεί μόνο ένα χαρτί κι ένα μολύβι. Χρειάζεται εσωτερική προετοιμασία και ετοιμότητα να βρεθείς αντιμέτωπος με τους φόβους και τις αδυναμίες σου, να πιστεύεις στα παραμύθια και συγχρόνως να βιώνεις στην πραγματικότητα, να αυτοπει-θαρχείσαι σαν πεζοναύτης και να ζεις ταυτόχρονα μέσα και έξω από τα πράγματα για να είσαι παρατηρητής και πρωταγωνιστής μαζί. Χρειάζεται να είσαι ανασφαλής και να ψάχνεις για λίγη αγάπη μέσα απ’ αυτή την αλλοπρόσαλλη επικοινωνία. Να είσαι ριψοκίνδυνος και τυχοδιώκτης για να διψάς ν’ ακούσεις μια κριτική που ίσως σε πονέσει σαν ριπή σφαίρας, μιας και ό,τι κι αν φτιάξεις – καλό ή κακό – δικό σου είναι και το αγαπάς. Χρειάζεται να είσαι ηθοποιός και κριτικός ταυτόχρονα. Πρέπει να είσαι λάτρης της ελευθερίας σου και συνάμα εθελοντής δεσμώτης στην τέχνη σου. Πρέπει να μάθεις απ’ τα λάθη σου και να τα υπερβαίνεις για να προχωρήσεις. Χρειάζεται να είσαι παιδί και ενήλικας συγχρόνως.
Δεν είναι εύκολο, ούτε παιχνίδι η δημιουργία. Ούτε μια αβασάνιστη ελευθερία. Στη λογοτεχνία περνάς από πολλά σκοτάδια για να δεις μια στάλα φως. Και η τελική απάντησή μου μάλλον στο ερώτημα γιατί γράφουν όσοι γράφουν ίσως φανεί απλοϊκή αλλά δεν έχω άλλη: Επειδή αγαπούν πολύ το γράψιμο. Γιατί η οδύνη γίνεται στο τέλος ηδονή. Γιατί καμιά υστεροφημία δεν αξίζει τόσο ώστε να τυραννιέται και να στερείται τόσα πολλά όποιος καταπιάνεται με αυτή την περιπέτεια. Μόνο ο έρωτας προς την ιδέα της γραφής μπορεί να οδηγήσει σε τέτοιο ζήλο, και να που και πάλι οδηγούμαστε στην αλησμόνητη «Πολιτεία» του Πλάτωνα και τον κόσμο των ιδεών του!
Μόνο ο έρωτας τυφλώνει και εξωραϊζει ταυτόχρονα. Τυραννάει και ελευθερώνει την ίδια στιγμή. Για να ράψεις ένα κοστούμι σε μια ιδέα, πρέπει να τρυπήσεις και να ματώσεις πολλές φορές τα δάχτυλα της ψυχής σου! Αλλά πρέπει να αψηφάς και τις πληγές ακόμη έχοντας το όραμα να δεις την ιδέα σου ντυμένη με το κοστούμι που ονειρεύτηκες μόνο εσύ γι’ αυτήν!

Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

Η πρόκληση της έμπνευσης και το αέναο κυνήγι της ιδέας

Άκουσα πρόσφατα μια συνέντευξη της αγαπημένης μου ηθοποιού, Πέμης Ζούνη η οποία ρωτήθηκε με τι τρόπο αντιμετωπίζει μια ερωτική απογοήτευση. Απάντησε λοιπόν ότι κάποτε έκανε να ξεπεράσει μια απόρριψη έναν ολόκληρο χρόνο. Έκλαιγε κάθε μέρα, σκεφτόταν τυραννικά το πρόσωπο που αγαπούσε, και έζησε τη συντριβή αυτού του «μικρού θανάτου» όπως αποκάλεσε το τέλος εκείνης της σχέσης.
«Οι άνθρωποι της τέχνης» είπε στο τέλος, «ζούμε βαθιά τα συναισθήματά μας, με ιδιαίτερη αθωότητα και ειλικρίνεια. Δεν γίνεται όμως αλλιώς. Γιατί τα συναισθήματα και κυρίως ο πόνος είναι υλικά για τη δουλειά μας. Χωρίς αυτά δεν γίνεται να παίξουμε σωστά τίποτα».
Ούτε να γράψουμε, θα συμπληρώσω με όλη την συναίσθηση της δήλωσής μου. Γιατί η εμπειρία, άμεση ή έμμεση είναι ανεξάντλητη παρακαταθήκη ιδεών. Και η ιδέα είναι η πηγή της έμπνευσης. Tο σώμα της δημιουργίας, για το οποίο στη συνέχεια ο δημιουργός καλείται να γίνει ο κατά κάποιον τρόπο … στυλίστας του, να το ντύσει δηλαδή όσο πιο πρωτότυπα γίνεται για να το αναδείξει.
Αλλά τι είναι αυτό το πράγμα που λέγεται έμπνευση; Ποια είναι η ουσία του; Πώς ενεργοποιείται; Είναι θέμα ταλέντου μόνο ή συγκυριών; Είναι θέμα πηγαίο και αυτοφυές ή καλλιεργείται και αναπτύσσεται ανάλογα με το βαθμό εσωτερίκευσης και τηn προσπάθεια του επίδοξου δημιουργού; Είναι δύσκολη πράγματι η απάντηση και άπτεται όλων των επιπέδων της νόησης και της ψυχολογίας όποιου τολμά να διεισδύσει στο άδυτο της γραφής.
Ο Όμηρος αντικατοπτρίζοντας την ιδεολογία της εποχής για την αιτία της έμπνευσης, υποστηρίζει ότι η έμπνευση είναι θεόσταλτη, θείο δώρο προς τους εκλεκτούς, μάντεις και ποιητές, υπογραμμίζοντας έτσι την ανεξήγητη και μυστηριακή φύση της έμπνευσης. Αλλά και αργότερα, τα πρώτα μεταχριστιανικά χρόνια η Θεία Χάρη ή το Άγιο Πνεύμα φέρεται ως η γενεσιουργός αιτία των μεγαλόπνοων Πατερικών Κειμένων.
Όμως όπως κι αν έχει το πράγμα, απ' όπου κι αν προέρχεται η έμπνευση, εκείνο που έχει σημασία είναι ότι έρχεται απρόσκλητη σαν λάμψη αιφνίδια μες στο σκοτάδι της σκέψης και όλα φωτίζονται με τρόπο μυστηριακό, ενεργοποιώντας τους εγκεφαλικούς μηχανισμούς που παράγουν εικόνες, συναισθήματα, ιστορίες, ζωές ηρώων τόσο όμοιες με αυτές της καθημερινότητας αλλά και τόσο μοναδικές στα μάτια του αναγνώστη χάρη στην πένα του δημιουργού.
Ζώντας και παρατηρώντας τις ζωές των άλλων γύρω μας, πλημμυρίζουμε με δεδομένα και στοιχεία που άλλοτε μόνα τους, και άλλοτε συνθέτοντάς τα πρωτότυπα σαν έμπειροι δημιουργοί περίτεχνων ψηφιδωτών μπορούμε να οδηγηθούμε σε μια καλλιτεχνική δημιουργία. Αρκεί να μην μπλοκάρουμε τα συναισθήματα που βιώνουμε, να μην θελήσουμε να ανα-στείλουμε τη δράση τους μέσα στη φλέβα της σκέψης, για να αποφύγουμε την οδύνη. Το όποιο συναίσθημα βιώνει, ο καλλιτέχνης το ενισχύει, το αφήνει να απλωθεί μέσα του, να ριζώσει, να θεριέψει, να τον απειλήσει ώστε να καταλήξει να αναμετρηθεί μαζί του. Μέσα από αυτή την πάλη γεννιέται η ιδέα, άρα η έμπνευση. Η έμπνευση δηλαδή για τον δημιουργό είναι η θάλασσα όπου καταλήγει το ορμητικό ποτάμι των συναισθημάτων του. Είναι η εκτόνωση για τον πόνο του, η ηδονή στον έρωτά του για τη δημιουργία, η σαρκαστική απάντησή του στο πεπερασμένο της ύπαρξης. Δημιουργώ σημαίνει ζω μέσα από το δημιούργημά μου και μετά από τη βιολογική μου παρουσία σ’ αυτόν τον κόσμο. Σημαίνει φιλτράρω την ύπαρξή μου μέσα από το στοχασμό, την αυτοαπόρριψη και τη συναισθηματική προσέγγιση του κόσμου μου. Σημαίνει φλερτάρω με ό,τι φοβάμαι. Το αγγίζω, το δοκιμάζω, το τολμώ. Κι αυτό σημαίνει τέλος ότι βγάζω τη γλώσσα περιπαικτικά στη ματαιότητα που προκαλεί ο φόβος του θανάτου. Μήπως αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για να γράψει κάποιος;

Σ’ ένα βιβλίο ανατολικής φιλοσοφίας, - δεν θυμάμαι δυστυχώς ποιος το είχε γράψει – είχα διαβάσει ότι η έμπνευση, αυτή η ξαφνική λάμψη στο σύμπαν του μυαλού μας δεν είναι παρά μνήμες εμπειριών και γεγονότων που έχουμε ζήσει σε προγενέστερες ζωές μας οι οποίες σε κάποιους ανθρώπους καταφέρνουν να δραπετεύουν από το ασυνείδητο και σε κάποιους όχι. Δεν ξέρω βέβαια να πω αν ισχύει ή όχι κάτι τέτοιο αλλά μου αρέσει σαν εκδοχή. Αλλά κι αν ακόμη είναι αλήθεια κάτι τέτοιο, τι είναι εκείνο το ιδιαίτερο κάτι, που μπορεί να αφυπνίσει αυτές τις αποθηκευμένες και διπλοκλειδωμένες μνήμες του ασυνειδήτου;
Μπορεί να είναι ένας πόνος, όπως είπε η Πέμη Ζούνη. Ένας θάνατος αγαπημένου προσώπου ή ένας χωρισμός. Αλλά μπορεί να είναι και το πέταγμα μιας πεταλούδας μια στιγμή που τα μάτια της ψυχής του συγγραφέα έχουν τη διάθεση να το αντικρύσουν με αλλιώτικο τρόπο. Γιατί μπορεί άπειρες φορές να δεις πεταλούδα να πετάει και μόνο μία, να νιώσεις την ανάγκη να γράψεις κάτι γι’ αυτό.
Μπορεί ακόμη να είναι ένας ήχος. Ένα τραγούδι. Μια εικόνα που καδράρεται μες στο μυαλό, κολλάει σαν στάμπα και δεν λέει να φύγει μετά από ώρες, μέρες ή χρόνια.
Μπορεί ακόμη να είναι ένα αντικείμενο, που αρχίζει μαγικά να σου μιλάει και εσύ να του ανταποκρίνεσαι κάνοντας διάλογο μαζί του με τον κίνδυνο να θεωρηθείς τρελός. Όπως στο «Κλειδωμένο συρτάρι», το παλιό κλειδωμένο σεκρετέρ του παππού μου, ή στο «Φτερά από μετάξι», η αναπηρική καρέκλα μιας φίλης που δεν υπάρχει πια.
Έμπνευση μπορεί επίσης να είναι ένα φιλί που πήρες ή ένα φιλί που λαχτάρισες και δεν τόλμησες ποτέ, μια απουσία, μια κουβέντα ή μια σιωπή την ώρα που το βλέμμα σου σκοντάφτει πάνω στο τσιμέντο του ακάλυπτου.
Μπορεί να είναι ένα περιστατικό της επικαιρότητας που συγκλονίζει και σε προκαλεί να ατενίσεις τη ζωή σου ή τον κόσμο σου με άλλη ματιά. Θυμάμαι όταν έγραψα το «Ήθελα μόνο ένα αντίο», είχα συγκινηθεί από τη συμπαράσταση της Τουρκίας στο πρόβλημα του εγκλωβισμού ανθρώπων που αντιμετωπίσαμε στην Ελλάδα κατά τους σεισμούς του 1999. Αυτό υπήρξε το φυτίλι, που έγινε φλόγα κι έπειτα πυρκαγιά μέσα μου ώσπου να καταφέρω την ιστορία που δεν με άφηνε νύχτα μέρα να ησυχάσω, να την αποτυπώσω στο χαρτί.
Αλλά έμπνευση μπορεί να μην είναι κάτι τόσο σημαντικό, κραυγαλέο και αξιοπρόσεκτο. Μπορεί απλά να είναι μια σκέψη που θα περάσει βολίδα απ’ το μυαλό την ώρα του σιδερώματος ή του πλυσίματος των πιάτων όπως ομολογώ ότι γεννήθηκε μέσα μου η ιδέα του βιβλίου που τώρα αρχίζω να στήνω. Και λέω «στήνω» γιατί ο συγγραφέας δεν λειτουργεί μόνο με τη σκέψη αλλά με όλο το πλέγμα των αισθήσεων και των συναισθημάτων του. Πρέπει να φαντάζεται την εικόνα και όχι μόνο να την περιγράφει. Πρέπει να βρίσκεται πλάι στους ήρωές του, να τους κατασκοπεύει και να τους αφουγκράζεται. Τι ρούχα φορούν, ποιο άρωμα αναδίνει το κορμί τους, πώς αλλάζουν οι εκφράσεις των ματιών τους ανάλογα με το φως του φεγγαριού που πέφτει πάνω τους ή με τις αποχρώσεις που τα βάφει η οργή, η χαρά ή η θλίψη τους! Πρέπει να νιώσει νοερά το άγγιγμα των ηρώων του για να το περιγράψει, να αισθανθεί το φιλί τους, να υποστεί το θυμό τους. Ο συγγραφέας για να απολαύσει το δώρο της έμπνευσης, πρέπει να είναι έτοιμος να ταπεινωθεί από το ίδιο του το δημιούργημα. Δεν θα έχει την τιμή αλλιώτικα να δει αυτή τη λάμψη. Ούτε να εισπράξει αγάπη απ’ αυτό που έφτιαξε. Γιατί ένας ακόμη λόγος που γράφει, είναι επειδή γυρεύει να εισπράξει αγάπη μ’ αυτόν τον ανορθόδοξο κάπως τρόπο. Θέλει να αγαπηθεί χωρίς να δει κανείς το αληθινό του πρόσωπο. Θέλει να αγαπηθεί φορώντας μόνιμα τη μάσκα του ήρωά του. Ζητιανεύει την προσοχή των άλλων, κρύβοντας τις αλήθειες και τα συναισθήματά του μες στις ψυχές των χάρτινων ηρώων του. Γι’ αυτό και στη γνήσια λογοτεχνία τα πάντα φαίνονται και είναι αληθινά. Ακόμη και σε έργα που το θέμα τους είναι πέρα για πέρα έργο της φαντασίας, όπως το Άρωμα του Πάτρικ Ζίσκιντ.
Έμπνευση εν ολίγοις είναι μια λάμψη σαν εκείνη που αστράφτει μέσα σου όταν ερωτεύεσαι κεραυνοβόλα και μπαίνεις στην επικίνδυνη περιπέτεια της αγάπης χωρίς να ξέρεις πού θα καταλήξει. Να λοιπόν άλλος ένας λόγος που αυτοί που λέγονται συγγραφείς μπαίνουν και ξαναμπαίνουν στη διαδικασία να γράψουν λογοτεχνία: Γιατί ζουν ασταμάτητα έναν καινούριο έρωτα, όχι απαραίτητα και μόνο ταυτιζόμενοι με τους ήρωές τους, αλλά επειδή κάθε δημιουργία είναι έρωτας, μιας και μόνο μέσα από τον έρωτα προς μια ιδέα μπορείς να οδηγηθείς στην ευτυχία της δημιουργίας όπως έλεγε και ο Πλάτωνας στην Πολιτεία του. Αλλά για να αιστανθείς την ευτυχία, πρέπει πρώτα να δοκιμάσεις τον κάματο και την οδύνη της αλήθειας…