Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΜΟΥ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΠΑΣΚΟΖΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

«Η λογοτεχνία είναι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης τριών κόσμων: Α. Του εσωτερικού κόσμου του συγγραφέα με ό,τι αυτό συνεπάγεται, (ψυχολογικά και συναισθηματικά χαρακτηριστικά, παιδικά τραύματα, χαρακτηριστικά προσωπικότητας) Β. Του εξωτερικού κόσμου: κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, συγκυρίες τόπου και χρόνου και Γ. Του λογοτεχνικού κόσμου, αυτού του εικονικού σύμπαντος που καλείται να διαμορφώσει ο συγγραφέας λογοτεχνίας κάθε φορά. Το πώς αλληλεπιδρούν, εναρμονιζονται ή αλληλοσυγκρούονται ετούτοι οι τρεις κόσμοι καθορίζουν αφενός την προσωπικότητα του ατόμου, αφετέρου τη συγγραφική συνείδηση, της οποίας οι εκδηλώσεις και οι καταγραφές αντικατοπτρίζονται στο παραγόμενο λογοτεχνικό δημιούργημα. Γιατί ξεκίνησα ετούτο το κείμενο κάπως βαρύγδουπα; Επειδή πολύ απλά και σχηματικά ήθελα να επισημάνω ότι το γράψιμο δεν είναι τίποτε άλλο από τον καθρέφτη της προσωπικότητάς μας, των ενδιαφερόντων και των ανησυχιών μας και πρωτίστως της κοσμοθεωρίας μας. Η κοσμοθεωρία ενός δεν είναι πιο «ποιοτική» από μια άλλη ούτε πιο σεβαστή. Η αντίληψή μου για την τέχνη διαμορφώθηκε από εμπνευσμένους δασκάλους τόσο στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών όσο και από τα προσωπικά μου διαβάσματα όπου η τέχνη εμπνεόταν και απευθυνόταν στον άνθρωπο και στις ψυχοσυναισθηματικές και νοητικές του ανάγκες. Γι’ αυτό και από χαρακτήρα μα και από πεποίθηση υπηρετώ έντεκα χρόνια τώρα το κοινωνικό-ερωτικό (και όχι αισθηματικό) μυθιστόρημα όπως αναφέρθηκε στο άρθρο της στήλης «Πίσω από τη βιτρίνα» στο Βήμα της Κυριακής, με συχνή χρήση ιστορικής ατμόσφαιρας. Νομίζω ότι έχει γίνει μια πολύ σοβαρή παρανόηση από την πλευρά της επίσημης προσέγγισης της έννοιας συγγραφέως. Συγγραφέας είναι εκείνος που αποτυπώνει με ένα προσωπικό, ιδιαίτερο τρόπο την οπτική του για το εσωτερικό και εξωτερικό γίγνεσθαι, που στην περίπτωση της μυθιστοριογραφίας, συμβολοποιούνται μέσω του μύθου με ήρωες και δράσεις χάρη στην εικονική πραγματικότητα-μύθο που δημιουργεί ο συγγραφέας. Λογοκρισία στην κοσμοθεωρία του δημιουργού δεν είναι εφικτό να γίνει, γιατί τότε καταστρατηγείται η καλλιτεχνική ελευθερία. Το έργο το κρίνουμε αυτό καθεαυτό για το λογοτεχνικό αποτέλεσμα και όχι μόνο για τη θεματολογία του ούτε φυσικά για την ευπωλητότητά του. Εκτός κι αν, έπειτα από έντεκα χρόνια ενασχόλησης με τη θεωρία και την πράξη της λογοτεχνίας θεωρούμαι ότι δεν γνωρίζω να χειρίζομαι την Ελληνική γλώσσα. Ένας συγγραφέας μπορεί να επιθυμεί να διερευνήσει μέσω ενός μύθου ποικίλες ψυχολογικές, κοινωνικές, ιδεολογικές κλπ εκφάνσεις της ανθρώπινης ψυχής ή της ανθρώπινης κοινωνίας. ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ ΤΡΟΠΟ. Ποιοι είναι οι ειδικοί που θα αποφανθούν ποιος είναι αυτός ο τρόπος; Σχηματικά μοντέλα έκφρασης δεν υπάρχουν απόλυτα ούτε στις επιστημονικές εργασίες πόσο μάλλον στην τέχνη. Ωστόσο, να μου επιτρέψετε να πω ότι δεν αποτελεί περισσότερο τέχνη από τη δική μου ένα μυθιστόρημα με πολιτικό προσανατολισμό και με εκφραστικά μέσα στα οποία οπωσδήποτε θα πρέπει σε να υπάρχει συγκεκριμένη προσέγγιση και μάλιστα από τη σεξουαλική σκοπιά του ερωτικού πεδίου. Αιώνες επίσης απασχόλησε την κριτική αυτό το είδος που με τόσο χλευασμό διασύρεται ως κατώτερο είδος της λογοτεχνίας, το «κοινωνικό ερωτικό» μυθιστόρημα το οποίο έχει αποδείξει ότι είναι το μόνο που διαχρονικά επιβιώνει και αναδεικνύεται σε κλασικό. Θα απαντήσω λοιπόν επιχειρηματολογημένα ότι είμαι συγγραφέας έντεκα χρόνια τώρα αφενός επειδή δουλεύω πάρα πολύ τα εκφραστικά μου μέσα έτσι ώστε να είναι παράγωγα λογοτεχνικής συναίσθησης και αφετέρου επειδή η θεματολογία μου κινείται γύρω από δύο καθοριστικούς πόλους, τον έρωτα και την κοινωνία αλληλεπιδρώντας. Ο έρωτας δεν είναι παρά το πεδίο μέσα στο οποίο εντάσσω τις κοινωνικές δράσεις και συμπεριφορές των ηρώων μου ώστε να τους παρατηρήσω και εγώ και ο αναγνώστης όσο γίνεται ανετότερα και βαθύτερα. Η ερωτική μοναξιά ή η ερωτική οδύνη μετατρέπονται σε αποκωδικοποιητές των ανθρώπινων προσωπικοτήτων και συμπεριφορών. Σημαντικό για έναν συγγραφέα είναι να γνωρίζει τους στόχους του και πώς θα τους επιτύχει. Εξ ού και τα έργα μου ανήκουν στα best seller στα ευπώλητα δηλαδή μυθιστορήματα χωρίς να διεκδικώ την κορυφή των στηλών, επειδή ο κύριος προβληματισμός και στόχος μου είναι η επικοινωνία με τον αποδέκτη και η μετάδοση των μηνυμάτων μου. Εκείνο που κατεξοχήν με ενόχλησε είναι η διάκριση των όρων μπεστσελερίστα και συγγραφέα. Δεν πρόκειται για δύο διαφορετικές έννοιες. Ένας συγγραφέας μπορεί να είναι μπεστεσελερίστας ή όχι, ένας μπεστσελερίστας είναι σίγουρα συγγραφέας είτε αυτό είναι αρεστό είτε όχι. Το γεγονός της ευπωλητότητας των βιβλίων θεωρώ άδικο να λειτουργεί ταπεινωτικά από κάποιους που ταυτίζουν το λαΪκό με το λαΪκίστικο, το εύληπτο με του ανούσιο, το γυναικείο με το κατώτερο. Για να χρησιμοποιήσω έκφραση του αρθρογράφου, φρίαξα όταν διάβασα στο κείμενο ότι τα παλαιά μέλη «φρίαξαν» με την υποβολή της αίτησής μου, όπως επίσης ενίσταμαι στη μη χρησιμοποίηση για το πρόσωπό μου του όρου : συγγραφέας. Ο όρος μπεστσελερίστα για ολόκληρο τον κόσμο είναι τιμητικός και ευσεβής πόθος κάθε δημιουργού ως δείκτης απήχησης του έργου του, εκτός από την επίσημη κριτική της Ελλάδας. Και ρωτώ το λόγο: Δεν είναι δημοκρατικό και αναφαίρετο δικαίωμά μου να υποβάλλω μία αίτηση για να ενταχθώ σε ένα συνδικαλιστικό όργανο; Η Εταιρεία συγγραφέων διεκδικεί το αλάθητο της κρίσης και της αξιολόγησης των συγγραφέων; Ποια πρόσωπα είναι οι «πάπες» της σύγχρονης λογοτεχνίας και κριτικής; Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, για ποιο λόγο δεν αναφέρουν σαφή κριτήρια στις προϋποθέσεις της αίτησης για την εταιρεία τους; Γιατί δεν αναγράφουν ότι όσοι πουλούν πάνω από τόσα αντίτυπα δεν γίνονται μέλη να μην μπουν στον κόπο και κουβαλήσουν τα βιβλία τους; Είμαι έντεκα χρόνια στο χώρο, έχω εκδώσει εννέα βιβλία (8 μυθιστορήματα και 1 δοκίμιο), εκδίδομαι από έγκριτο εκδότη. Αποσπάσματα έργου μου έχουν ενταχθεί σε φιλολογική ανθολογία (Κοροβίνη), έχουν πωληθεί δικαιώματα έργου μου για μετάφραση Διαθέτω θεωρητικό υπόβαθρο πάνω στη λογοτεχνία και συνεχίζω να ασχολούμαι με την θεωρητική εξειδίκευσή μου στον τομέα αυτό. Υπέβαλα αίτηση σε ένα συνδικαλιστικό φορέα που θεωρώ ότι μπορώ να τον βοηθήσω και να με βοηθήσει για κάποιες προσωπικές και κοινωνικές διεκδικήσεις που αφορούν στη συγγραφική μου ιδιότητα (διεκδίκηση σύνταξης, διαμόρφωση ασφαλιστικού Ταμείου, μεταφράσεις στο εξωτερικό, συνέδρια αλλά και οργανωμένη κοινωνική δράση, παρουσιάσεις σε σχολεία, στήριξη του εκπαιδευτικού μοντέλου ως προς το κομμάτι της λογοτεχνίας, φιλαναγνωσία κλπ). Θεωρώ το λιγότερο άκομψο να γίνονται αυτές οι σχηματικές διακρίσεις ανάμεσα στο ευπώλητο και μη βιβλίο και στον παραγκωνισμό του κοινωνικού ερωτικού μυθιστορήματος όταν κάποιος το υπηρετεί με σεβασμό και ευσυνειδησία. Καλό είναι να υπερβούμε αυτές τις μικρότητες και τις ανούσιες αοριστολογίες και να ασχοληθούμε με την κοινωνία και τον άνθρωπο που τον έχουμε αφήσει δίχως πνευματικούς καθοδηγητές σε τούτους τους χαλεπούς καιρούς, καθώς η εγωκεντρικότητα και η μισαλοδοξία έχουν εισχωρήσει επικίνδυνα και στην τέχνη. Σας ευχαριστώ. Πασχαλία Τραυλού. ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΠΑΣΚΟΖΟΥ(23 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ) ΤΟ ΒΗΜΑ Ποιος θεωρείται συγγραφέας; Η Εταιρεία Συγγραφέων στα 30 χρόνια λειτουργίας της βρίσκεται πάλι µπροστά σε ένα τέτοιο ερώτηµα: ποιος θεωρείται συγγραφέας; Το ερώτηµα επιδέχεται δύο απαντήσεις. Η πρώτη: αν ο ίδιος ο συγγραφέας δηλώσει ότι θεωρεί τον εαυτό του συγγραφέα (αρκεί βεβαίως να έχει εκδώσει τουλάχιστον ένα βιβλίο). Η δεύτερη: αν σε παραδεχτεί το σινάφι ως συγγραφέα. Η Πασχαλία Τραυλού, συγγραφέας ευπώλητων κοινωνικο-αισθηµατικών βιβλίων, υπέβαλε αίτηση να γίνει µέλος στην Εταιρεία Συγγραφέων. Την υποστήριξη της υποψηφιότητάς της ανέλαβε το µέλος της Εταιρείας, συγγραφέας Μάνος Κοντολέων, µε τη συνυποστήριξη νεαρότερων µελών της Εταιρείας που συγγραφικά ακολουθούν ασύµπτωτες πορείες µε την κυρία Τραυλού (κατά τεκµήριο και κατά δήλωσή τους). Είναι ο Κώστας Ακρίβος, ο Αλέξης Σταµάτης, ο ∆ηµήτρης Σωτάκης, ο Κωνσταντίνος Τζαµιώτης, ο Αρης Σφακιανάκης και ο Γιώργος Μανιώτης. Εννοείται ότι οι παλιότεροι φρύαξαν µε την ιδέα ότι µια µπεστελερίστα θα µπει στις τάξεις των ποιοτικών (λιγότερο ή περισσότερο) µελών της Εταιρείας. Βεβαίως η Εταιρεία Συγγραφέων έχει κανόνες εισδοχής των υποψήφιων µελών: υποβάλλεις αίτηση, κάποιοι σε στηρίζουν εγγράφως και κατόπιν η υποψηφιότητα τίθεται σε ψηφοφορία στο σύνολο των µελών της Εταιρείας. Τα µέλη αποφασίζουν τελικά ποιος είναι άξιος να µπει στις τάξεις τους. Η Εταιρεία Συγγραφέων συστάθηκε το 1981 ως «αντίπαλο δέος» στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, στην οποίαν εισέρρεαν, τότε, µε κοµµατική γραµµή πλήθος αυτοονοµαζόµενων λογοτεχνών. Σήµερα, αν η Εταιρεία αυτοπροσδιοριστεί ως αµιγώς επαγγελµατικό σωµατείο, πρέπει να δεχτεί οποιονδήποτε συγγραφέα του οποίου τα βιβλία πωλούνται στην αγορά. Αν πάλι θέλει να δώσει έµφαση στην πολιτιστική της διάσταση και στην «ποιότητα», τότε θα συνεχίσει να κάνει επιλογές. Σε κάθε περίπτωση τα µέλη της Εταιρείας Συγγραφέων έχουν τον λόγο. Και κάτι τελευταίο. Σήµερα οι συγγραφείς στην Ελλάδα, οι οποίοι έχουν εκδώσει τουλάχιστον τρία βιβλία σε εκδότη, είναι γύρω στους 2.000 (στοιχεία ΕΚΕΒΙ). Μια δύναµη σηµαντική, που όµως δεν έχει βρει τον λόγο της. Και εδώ υπάρχει ο ρόλος της Εταιρείας Συγγραφέων να παρέµβει πιο ουσιαστικά στην κοινωνικο-πολιτιστική µας ζωή και να τιµήσει έτσι µε τον καλύτερο τρόπο τα τριαντάχρονα ενός σωµατείου που η ιδρυτική του διακήρυξη φέρει τις υπογραφές κορυφαίων λογοτεχνών, µεταξύ των οποίων οι Αλ. Κοτζιάς, Π. Ζάννας, Μ. Πλωρίτης, Κ. Ταχτσής, Ελένη Βακαλό, Τατιάνα-Γκρίτση Μιλιέξ, Τίτος Πατρίκιος και άλλοι πολλοί. Τα σχόλια δικά σας!

Δεν υπάρχουν σχόλια: