Τρίτη 27 Μαΐου 2014

Σεπτέμβρης2013. Στο θέατρο Βράχων δεν πέφτει ούτε καρφίτσα. Ο χώρος ιδανικός
για  μια  επιστροφή.  Την  επιστροφή  στο  πάτριο  έδαφος  της  αρχέγονης  ελληνικής
δημιουργίας. Πιάνω την κλωστή της αρχαίας σκέψης και ξετυλίγω το κουβάρι ως
σήμερα. Ενιαίο το νήμα... Γερό και αιώνιο. Η θεματολογία κοινή όχι μόνο στους
κύκλους του δράματος αλλά πάντοτε. «Τα θέματα ίδια» συλλογίζομαι. Η μητρότητα,
ο έρωτας, η προδοσία, τα πάθη, τα λάθη, τα τραύματα που κουβαλάμε όλοι και
καθορίζουν το είναι μας αποκαθηλώνοντας ως και την ίδια μας τη λογική. Αυτό είναι
εντέλει το νόημα της τέχνης... Η κόντρα της λογικής με την παράνοια. Η άρνηση που
οδηγεί στην ανατροπή. Το έγκλημα πάθους. Το χάος των ανθρώπινων πράξεων υπό
την επήρεια των τραυμάτων τους.
Ο Σπύρος Ευαγγελάτος στην ενορχήστρωση του ευριπίδειου λόγου ανάστησε για
άλλη μια φορά την αρχαία σκέψη. Η Μήδεια βγήκε ντυμένη στα κατακόκκινα, μια
φλόγα καμωμένη από την ύλη της γυναίκας. Μια γυναίκα άλλοτε δυνατή που έχει
γονατίσει από την οδύνη της προδοσίας. Ο εξαίσιος Γιώργος Κιμούλης δάνεισε το
κορμί  του  στη  Μήδεια  του  Ευαγγελάτου,  ετούτη  την  πανύψηλη,  κουρασμένη,
μεσόκοπη βασίλισσα που οραματίστηκε ο σκηνοθέτης. Γέμιζε τη σκηνή το κόκκινο
ρούχο της προκαλώντας στον θεατή τον συνειρμό μιας πληγής. Η Μήδεια ενσάρκωνε
την πληγή της. Δεν φλυαρούσε απλώς γι’ αυτή.
Ήταν η τέταρτη ή πέμπτη φορά που παρακολουθούσα το αρχαίο δράμα. Πρώτα από
την Κάλλας(ευτυχώς που υπάρχει τοyoutube που επιτρέπει σε εμάς τους πιο νέους
να«διαβάσουμε» τις οπτικές άλλων εποχών για αθάνατα έργα τέχνης), έπειτα από τη
Λυδία  Κονιόρδου  στην  πολυσυζητημένη  σκηνοθεσία  του  Ανατόλι  Βασίλιεφ,  πιο
πρόσφατα από την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη σε μια άλλη Μήδεια του Δημήτρη
Δημητριάδη στο θέατρο Μιχάλης Κακογιάννης, όπου η Γλαύκη, η νέα σύζυγος του
Ιάσονα, σε μια σύγχρονη προσέγγιση και μια ανατρεπτική διασκευή της αρχαίας
τραγωδίας δεν βρίσκει το θάνατο από τη Μήδεια αλλά από ένα άλλο χέρι.
Πρώτη  φορά  ωστόσο  είδα  τη  Μήδεια  ενσαρκωμένη  από  άντρα  και  πήγα
προκατειλημμένη θεωρώντας πως θα ήταν αδύνατο σε ένα αρσενικό της εποχής μας
να σταθεί στο ύψος της ηρωίδας και πως θα ακροβατούσε επικίνδυνα τολμώντας να
αγγίξει τις θυμικές μεταπτώσεις της σκοτεινής θηλυκότητας.
Γελάστηκα  όμως.  Ήταν  πειστικότατος  και  με  έβαλε  πρώτη  φορά  σε  σκέψεις.
Αλλόκοτες  σκέψεις… Μ’  έπιανα  να  αμφισβητώ  την  ερμηνεία  της  πράξης  της
Μήδειας όπως την έστησε ο δημιουργός της.
«Βλασφημία» σκεφτόμουν όσο οδηγούσα για το σπίτι. «Πώς τολμάς;»
  1
Κι  όμως,  όσο  ο  Κιμούλης  μιλούσε  για  τα  λάθη,  τα  παράπονα  και  τα  πάθη  της
Ευριπίδειας  Μήδειας,  τόσο  αναρωτιόμουν  κατά  πόσο  ο  ποιητής  ερμήνευσε
ικανοποιητικά την πράξη της ηρωίδας του. Ολοένα και περισσότερο αρνιόμουν να
δεχτώ  πως  ετούτη  η  γυναίκα,  που  παρά  τα  εγκλήματά  της  πάντοτε  μου  ήταν
συμπαθής,  με  την  έννοια  του  ελέου  και  του  φόβου  που  αναδύεται  από  κάθε
πετυχημένο αρχαίο δράμα, ήταν έρμαιο ενός πάθους ανεξέλεγκτου που την όπλισε να
σκοτώσει τα παιδιά της.
«Δεν με πείθει. Υπάρχει σίγουρα κάτι βαθύτερο. Ήταν μια μάγισσα στο κάτω κάτω.
Που σημαίνει αν μη τι άλλο γυναίκα αμείλικτη και ισχυρή που έχει το σθένος να
επιβληθεί στα συναισθήματά της. Πώς είναι δυνατό να μάγεψε τόσο ένας έρωτας μια
μάγισσα; Ούτε στα παραμύθια οι μάγισσες δεν παραφρονούν απ’ την αγάπη. Κι έπειτα,
η  Μήδεια  ήταν  μια  χειραφετημένη  γυναίκα  της  εποχής  της.  Μια  καλλιεργημένη
βάρβαρη βασιλοπούλα με τη δύναμη των φίλτρων και των μαγικών στη διάθεσή της.
Πώς δεν έκανε ένα μαγικό για να επιστρέψει ο Ιάσονας στην αγκαλιά της; Πώς είναι
δυνατό  να  διάλεξε  ετούτη  την  αλλόκοτη,  αιμοσταγή  λύση  στο  δράμα  της;»
συλλογιζόμουν σε όλη τη διάρκεια του έργου.
Γύρισα στο σπίτι ψάχνοντας απαντήσεις στα ερωτήματα που μου γεννήθηκαν. Οι
ερωτήσεις βούιζαν στο μυαλό μου ασταμάτητα.
«Είναι δυνατόν ένα πάθος να παροπλίσει το ένστικτο της μητρότητας;
Είναι άραγε μύθος η ακλόνητη μητρική αγάπη;
Πόσες Μήδειες υπάρχουν ανάμεσά μας;
Πόσες Μήδειες γεννούν άλλες Μήδειες;»
Άρχισα να μουτζουρώνω τα χαρτιά μου ως το ξημέρωμα. Για ύπνο ούτε λόγος. Μόλις
άρχισε να χαράζει, ξεπρόβαλε στο προσκήνιο του μυαλού μου η Αιμιλία Στρατάκη, η
κεντρική ηρωίδα μου. Η ενσάρκωση του γρίφου που θα με οδηγούσε στη λύση του.
Μαζί της ξεπήδησε στην πέμπτη κιόλας σελίδα του βιβλίου η φιγούρα της μάνας της,
της Ιουλίας Στρατάκη, και η Έλλη, η ερωμένη του άντρα της δικής μου Μήδειας, η
οποία ενώ στο έργο του Ευριπίδη ως Γλαύκη παραμένει στο περιθώριο μέχρι το
τέλος, στο δικό μου αποκτά ισότιμο ρόλο σχεδόν–ίσως και μεγαλύτερο– από τη
βασική ηρωίδα. Θα ήθελα να δω αυτές τις γυναίκες να συνομιλούν και να ακούσω
αυτά που θα έλεγε η μία στην άλλη.
Κι έπειτα, σαν στρατιωτάκια στη σκακιέρα της ιστορίας που άρχισε να σχηματίζεται
στο  μυαλό  μου,  ξεπρόβαλαν  και  οι  άλλοι  ήρωες.  Η  Σεβαστή,  ο  Αλέξανδρος,  ο
Ανέστης, η Έλλη, ο Μίνωας, η Ροδή, ο Νικήτας, η Μαργαρίτα, η Χαρίκλεια. Και
 αρκετά παιδιά, αυτοί οι αφανείς, βουβοί, τραγικοί ήρωες, όπως είναι πάντοτε στις
ιστορίες που πρωταγωνιστούν οι μεγάλοι. Κι ένας σκύλος που τον έλεγαν Αχιλλέα
όπως τον εραστή της Έλλης. Κι ένα σπίτι με κήπο γεμάτο με τριαντάφυλλα. Κι έτσι
το αρχαίο δράμα ξαναστήθηκε στο παρόν με στοιχεία παρμένα από το πλήθος των
παθών που ταλανίζουν πάντα τους ανθρώπους.
Έγραφα για μήνες. Για πρώτη φορά στη ζωή μου δεν χρειάστηκε να σκίσω ούτε μία
σελίδα. Το βιβλίο πλημμύρισε μανάδες και έρωτες, έρωτες που ουδεμία σχέση έχουν
με  τα  στρουμπουλά  αγγελάκια  στις  χαλκομανίες.  Έρωτες  χωλούς,  επικίνδυνους,
καταστροφικούς και φουριόζους που φαρμακώνουν τις ψυχές και ακρωτηριάζουν τη
λογική. Σύγχρονες Μήδειες ή πανάγιες Μητέρες έρχονται σε αντιπαράθεση μεταξύ
τους αποδεικνύοντας πως η μητρότητα δεν είναι μια αφηρημένη διαχρονική αξία
αλλά μια πράξη που απαιτεί άσκηση, καταπόνηση, απόδειξη και πειθαρχία. Όλες
χώρεσαν  στις  σελίδες  αυτού  του  βιβλίου.  Λογιών  λογιών  μανάδες,  έρωτες  και
προδοσίες  διαπλέχτηκαν  σε  αυτό  το  βιβλίο  κι  αισθάνομαι  αληθινά  ευτυχής  που
άγγιξα  με  έναν  δικό  μου  τρόπο  μια  ηρωίδα  που  συνεχίζει  να  διατηρεί  την
πρωτοκαθεδρία της στην παγκόσμια λογοτεχνία. Κι ευγνωμονώ τον αρχαίο τραγικό
ποιητή που χάρη στη δική του Μήδεια, μπόρεσα να φτιάξω τη δική μου.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: