Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

Λευκή Ρεβάνς, της Αργυρώς Μαντόγλου από τις εκδόσεις Ψυχογιός

Λευκή Ρεβάνς της Αργυρώς Μαντόγλου


Αστυνομική περιπέπεια ή πορτρέτο ψυχής μιας πλειάδας ανθρώπινων τύπων που κυκλοφορούν ανάμεσά μας εγκλωβισμένοι στα προσωπικά τους σκότη; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι απόλυτη υπέρ της πρώτης ή της δεύτερης εκδοχής και αυτός ο προβληματισμός αποτελεί και το πρώτο τεχνικό/δομικό εύρημα της συγγραφέως που χαρίζει στο έργο της το χρίσμα της πρωτοτυπίας. Καθώς η γραφή της Αργυρώς Μαντόγλου είναι εμποτισμένη από τα διαβάσματα της Αγγικής λογοτεχνίας, σε αυτό το έργο το οποίο σαφώς αναφέρεται σε κοινωνικά και εσωτερικά/ατομικά δεινά όχι μόνο της Ελλάδας του σήμερα, αλλά κάθε σύγχρονης κοινωνίας, ζυμώνει το αγγλοσαξωνικό ύφος με την ελληνική απαισιοδοξία κατασκευάζοντας εκείνο το λογοτεχνικό πρίσμα που επιτρέπει να προσεγγίζεται η λογοτεχνία της με το βλέμμα του παγκόσμιου ανθρώπου, και όχι του περιχαρακωμένου σε στενά εθνικά σύνορα.

Αν η ποιότητα ενός έργου προσδιορίζεται όχι από την εποχή στην οποία ζει ο δημιουργός αλλά από την εποχή που υπηρετεί στα γραπτά του, κι αν οι κυνηγοί της ασφάλειας, αποτυπώνουν στο χαρτί τους «λογοτεχνικές λήψεις» του παρελθόντος, η Μαντόγλου ανήκει στη στόφα εκείνων των συγγραφέων που δεν δειλιάζουν να υπηρετήσουν θεματικά το σκοτεινό σύγχρονο παρόν, κάνοντας το μετέωρο βήμα να φανταστούν ένα ρεαλιστικό ανθρώπινο μέλλον.

Η σύζευξη μυθιστορήματος αστυνομικού μυστηρίου με την ψυχογραφία ανθρώπων και την ηθογραφία της εποχής δεν αποτελεί ωστόσο το μόνο εύρημα της δημιουργού. Και η πλοκή της απέχει πολύ από στερεότυπα θεματικά και εκφραστικά. Η προβολή όχι απλώς της εξωτερικής δράσης, -όπως περιμένει κατά κύριο λόγο ο αναγνώστης του αστυνομικού μυθιστορήματος- αλλά της εσωτερικής, η οποία εντέλει φωτοδοτεί όλη την εξέλιξη του έργου οδηγώντας τον αναγνώστη σε αποκαλύψεις που δεν έχουν να κάνουν με την πράξη αυτή καθεαυτή, αλλά με τους μοχλούς που την προκάλεσαν, νοηματοδοτεί τις ενέργειες των πρωταγωνιστών, μετατρέποντάς τους όχι σε μαριονέτες μιας μυθιστορηματικής πλοκής αλλά σε πρόσωπα αυθυπόστατα και αυτενεργά.

Η συγγραφέας είναι προφανές ότι αφουγκράστηκε τους πρωταγωνιστές της ίσως έπειτα από μεγάλη εσωτερική περιδείνιση σε ένα σύγχρονο παρόν που και την ίδια την πληγώνει, και τους άφησε να ανακαλύψουν οι ίδιοι τις παγίδες που στήνει αφενός ο περίγυρος και πιο συγκεκριμένα η οικογένεια στην παθογενή εκδοχή της, αφετέρου ο ίδιος τους ο εαυτός. Στην ατμόσφαιρα του βιβλίου τα άτομα μοιάζουν αρχικά με σκιές οι οποίες σταδιακά αποκτούν σάρκα και οστά τόσο από τη μυθιστορηματική εξέλιξη όσο και από την καταβύθιση του λογοτεχνικού νυστεριού στα «σάπια» σημεία της ψυχοσύνθεσής τους. Παρότι ο αναγνώστης δεν μπορεί να τοποθετηθεί συναισθηματικά απέναντί τους, δεδομένου ότι οι πληροφορίες που παρέχονται από τη δημιουργό ερμηνεύουν συμπεριφορές και πληγές των προσώπων, καταφέρνει να τους προσεγγίσει μέσα από μια διαδικασία που διαφέρει πολύ από την τυποποιημένη και εύκολη λύση της ταύτισης.

Παρά τη μεγάλη έκταση, το πολυσχιδές της πλοκής και την έντεχνη διαστρωμάτωση του έργου, το ύφος δεν χαλαρώνει στιγμή και η γλώσσα διατηρεί από την αρχή έως το τέλος το επίπεδό της στο ύψος των λογοτεχνικών περιστάσεων σε περισσότερες από τετρακόσιες σελίδες.

Όλοι οι ήρωες μοιάζουν στην αρχή να κινούνται σε οικείους εξωτερικούς χώρους – σε μια κλινική πλαστικής χειρουργικής, σε ακατάσταστα εργένικα διαμερίσματα, στα σκουπίδια της πόλης, μπροστά στο «Δρομέα» της Αθήνας, στο Μάτι του Λονδίνου και τη νότια Γαλλία η οποία διόλου δε θυμίζει την πάλαι ποτέ χλιαρή ρομαντικότητά της, – όμως οι εσωτερικές τους διαδρομές διόλου εύκολες και συνήθεις αποδεικνύονται, καθώς όλοι τους «ζουν από τύχη, αγαπούν κατ’ επιλογή, μεταμορφώνονται καθ’ έξιν», προσωποποιώντας στην ουσία κάθε σύγχρονο άνθρωπο που έχει πάψει προ πολλού να υπάρχει μες στη ρομαντική ρέμβη και τα προκάτ ήθη που παραδίδονταν σα σκυτάλη από γενιά σε γενιά, σε ένα πρόσφατο σχετικά παρελθόν όπου ακόμη και η άγνοια αποτελούσε προσωπείο.

Είναι προφανής η πρόθεση της συγγραφέως να καταδείξει ότι τα στερεότυπα του παρελθόντος αποδομούνται – όπως ενδεικτικά η οικογένεια, τα έμφυλα όρια και η παραδοσιακή δικαιοσύνη – και η νέα αλήθεια δεν έχει πάρει ακόμη την τελική της μορφή, αφήνοντας το σύγχρονο άτομο να παραπαίει στα ζικ ζακ της μοναξιάς του. Όλοι τους είναι οπλισμένοι με τρέλα και συνάμα όλοι τους είναι άοπλοι μπρος στην ψυχική τους αναπηρία να αντισταθούν στην εποχή τους και στις αλλαγές που τους κάνουν να αισθάνονται εκτός...

Οι ήρωες της Μαντόγλου διεκδικούν εξάλλου αυτό ακριβώς το γαλόνι: του εκτός, μοναδικό προνόμιο στη λογοτεχνία. Είναι απρόσμενοι μες στις γνώριμες μορφές τους, είναι όχι ελκυστικοί αλλά γοητευτικοί, είναι μυστήριοι, γιαυτό ερωτεύσιμοι, είναι μοναδικοί γι’ αυτό απαιτούν ιδιαίτερο σεβασμό και προσοχή στην ανάγνωση, καθώς η χαρτογράφηση των ψυχικών τους τοπίων είναι αποτέλεσμα βαθιάς μελέτης και ο αναγνώστης πρέπει να ακολουθεί με προσοχή τα χνάρια που αφήνει με τις λέξεις της η συγγραφέας για να ανταμωθεί με τα «πρόσωπα» της τέχνης της και τους ήρωές της.

Η φράση εξάλλου του βιβλίου «με ένα πρόσωπο αποκτάται μια νέα ζωή»η οποία μοιάζει να είναι η νοηματική κατακλείδα του έργου, δεν αναδεικνύεται μόνο από τις μυθιστο-ρηματικές δράσεις των ηρώων αλλά και από τις λογοτεχνικές επιλογές της δημιουργού. Η ίδια μέσα στο έργο μοιάζει να αλλάζει τόσα πολλά προσωπεία, επειδή ακριβώς βιώνει όλες αυτές τις νέες για κείνη ζωές, κατακτώντας μια ανέφικτη ειδάλλως αθανασία.

Κάπου θα πει για τον πρώτο ήρωα που κυριεύει την περιέργεια του αναγνώστη: άτρωτος, ήταν η πρώτη σκέψη, σταρ του σινεμά η δεύτερη και φυγάς η τρίτη, υπογραμμίζοντας όχι απλώς τα πολλά πρόσωπα κάθε ανθρώπου και το βάθος στο οποίο πρέπει να φτάσει κανείς έπειτα από την πρώτη εικόνα για να κατακτήσει την αλήθεια ως όλον, αλλά και το εύρος της επιφυλακτικότητας που πρέπει να διαθέτει ακόμη και η πρώτη προσέγγιση μέσα στις ανθρώπινες σχέσεις.

Το ίδιο αισθάνεται και ο αναγνώστης αυτού του βιβλίου για τη δημιουργό του, που η εκφορά του απόλυτα σαφούς και δουλεμένου της λόγου προκαλεί αισθητικά την εντύπωση ενός άτρωτου λογοτεχνικού έργου, ικανού να αποτυπώσει την πιο λεπτή ψυχολογική παρατήρηση με δυναμική στοχαστικότητα, πιστοποιώντας ότι η Μαντόγλου είναι φυγάς από κάθε τι τετριμμένο. Γι’ αυτό λογοτέχνις. Και γι’ αυτό αξίζει στο έργο μια προσεκτική προσέγγιση και μελέτη με βάθος και ευρύτητα σκέψης.

Διαβάστε το.

Δεν υπάρχουν σχόλια: