Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

ΣΒΗΣΜΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ της Γιώτας Φώτου


ΣΒΗΣΜΕΝΑ
ΦΕΓΓΑΡΙΑ Της Γιώτας Φώτου
«... Η ζωή έχει τους νόμους της. Ο
καθένας όπως έστρωσε θα κοιμηθεί. Μπορεί να περάσουν χρόνια, μπορεί να πιστεύει
πως όλα τελείωσαν, ξεχάστηκαν και ξαφνικά... έρχονται τα πάνω κάτω. Όποιος
πιστεύει ότι μπορεί να κρατήσει επ’ άπειρον κρυμμένα μυστικά πλανάται. Θα έρθει
η στιγμή που θα ανοίξει το ντουλάπι και θα βγουν όλα τα άπλυτα στη φόρα. Γι’
αυτό πρέπει να είναι προετοιμασμένος. Αν και το πιο σωστό είναι να βάλει το
μυαλό του να δουλέψει πριν πάρει αποφάσεις. Μόνο τότε θα βγει καθαρός. Αλλά είπαμε, πολλές φορές το μυαλό του
ανθρώπου θολώνει. Και αιτία γι’ αυτή τη θολούρα είναι ο εγωισμός».
Πρωταγωνίστρια
αυτού του βιβλίου δεν είναι η Μηλίτσα Χαριτίδη όπως ίσως θα συμπεράνει εν
πρώτοις ο αναγνώστης. Ούτε ο Μενέλαος Παρίσης και ο Νάκος Παπαχρήστος που
διεκδικούν τα κάλλη της όμορφης μυστηριώδους άγνωστης που με μια βαλίτσα στο
χέρι καταφθάνει το Νοέμβρη του 1958 στο απομονωμένο χωριό τους . Πρωταγωνιστής
είναι ο ανθρώπινος εγωισμός που καθορίζει τις δράσεις των ηρώων και προκαλεί
ένα ντόμινο δυστυχίας καλά κρυμμένης μέσα σε ένα τρίπτυχο μυστικών.
Ιδιαίτερα επιδέξια η Γιώτα Φώτου στο
στήσιμο μυστηριωδών καταστάσεων όπως έχει αποδείξει και στο παρελθόν με τα
Βιολιά της Χαράδρας και το δάκρυ του κρίνου, σε ετούτο το βιβλίο καταφέρνει να
χειριστεί αριστοτεχνικά τις σιωπές και τις ενοχές των ηρώων της καθηλώνοντας τον αναγνώστη.
Το πλέγμα των μυστηριωδών καταστάσεων
εξελίσσεται σε τρία επίπεδα. Στο πρώτο επίπεδο ο αναγνώστης διερωτάται για την
προέλευση της ξένης που καταφθάνει στο
χωριό και πληροφορείται μέσα από τη διήγηση της ίδιας της Μηλίτσας Χαριτίδη στη
Φιλιώ Παπαχρήστου κόρης του ενός εκ των επίδοξων εραστών της στο χωριό και της
Ερμιόνης, που πέθανε πρόσφατα. Η Μηλίτσα αφηγείται τα παιδικά της χρόνια κοντά
στη Φανή και την Έλλη Χαριτίδη, δύο ιερόδουλες κατά τη διάρκεια της Γερμανικής
Κατοχής, καθώς και τη ζωή της ως ψυχοκόρη κοντά στην οικογένεια Κωστοπούλου.
Το δεύτερο επίπεδο αναπτύσσεται πάνω στη
βάση της μυστηριώδους εξαφάνισης της κόρης της Ερμιόνης Παπαχρήστου, στο πένθος
που αυτή ισοβίως βίωσε για το χαμένο παιδί της και την δυσαρμονική της σχέση με
τον μονόγνωτο σύζυγό της.
Στο τρίτο επίπεδο, υπάρχει η πεισματική
άρνηση της Ερμιόνης να δεχτεί ως σύζυγο του μεγάλου της γιου, του Δήμου, την
Ανθή Μπούρα, γεγονός που γεννάει ένα ακόμη ερωτηματικό στον αναγνώστη οδηγώντας
τον να αρπάξει το νήμα της πλοκής και να μην σταματήσει παρά μόνο όταν φτάσει στη
λύση του δράματος. Οι μυθιστορηματικοί πόλοι επομένως είναι τρεις και κινούνται
γύρω από τον ιδεολογικό άξονα της συγγραφέως, τον ανθρώπινο εγωισμό και την
καχυποψία και υποκρισία που ελλοχεύουν στις κλειστές κοινωνίες.
Μα ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Εξ ορισμού μυθιστόρημα είναι το είδος
του αφηγηματικού λόγου στο οποίο υπάρχουν καθορισμένοι απόλυτα ο χρόνος και ο
χώρος της δράσης, οι χαρακτήρες και η μυθιστορηματική πλοκή που εκτυλίσσεται
στηριζόμενη σε συγκεκριμένες μυθιστορηματικές συμβάσεις. Οι αρχές αυτές
τηρούνται απαρέγκλιτα από την λογοτεχνική πένα της Γιώτας Φώτου. Ο χρόνος όπου
διαδραματίζεται το έργο είναι ο Νοέμβριος του 1958, με επιτυχημένες αναδρομές
στο παρελθόν σε ξεχωριστά κεφάλαια ώστε δεν προκαλείται καμία σύγχυση στον
αναγνώστη που παρακολουθεί ακοπίαστα τις χωροχρονικές μεταβάσεις της
συγγραφέως. Το παιχνίδι παρελθόντος παρόντος ακολουθώντας την λογοτεχνική
τεχνική της φωτοσκίασης πετυχαίνει μέσω της πένας της συγγραφέως, να
διακλαδίζει την πλοκή και να φωτίζει την πορεία του μυθιστορήματος κάθε φορά
που μεταφερόμαστε στο παρελθόν ενώ να περιπλέκει και να εντείνει το ενδιαφέρον
του αναγνώστη όποτε υπάρχει δράση στον παρόντα χρόνο.
Όσον αφορά τους χαρακτήρες οφείλω να
σημειώσω ότι υπάρχει μια ποικιλομορφία προσωπικοτήτων, ανδρικών και γυναικείων
ρόλων με συναισθηματικές διακυμάνσεις τέτοιες που συμβάλλουν στην εξέλιξη της
μυθιστορηματικής πλοκής. Η πρωταγωνίστρια έρχεται αντιμέτωπη με ποικίλλες
μορφές συγκίνησης ενώ τα συναισθήματά της, καθώς φωτίζονται και αναλύονται μέσα
από τα λόγια και τις πράξεις της, κινούνται από το απόλυτο μίσος ως την απόλυτη
αγάπη, αφού πρόκειται για μια ηρωίδα απόλυτα φυσική, σαν πρόσωπο υπαρκτό που
ταλανίζεται από τα ευχάριστα και δυσάρεστα γεγονότα που δρουν παράλληλα σε μια
συγκεκριμένη χρονική στιγμή προκαλώντας τη συνισταμένη των πολλαπλών της
αντιδράσεων.
Το ίδιο πρόσωπο λατρεύει τον Ανδρέα
Σταθάτο, την ίδια στιγμή που θρηνεί για τη χαμένη μητέρα του και μισεί τους
ενόχους που την κράτησαν πολλά χρόνια μακριά από τη μητρική στοργή. Η Μηλίτσα
Χαριτίδη είναι μια πολυσχιδής προσωπικότητα που ξέρει επιδέξια να κινεί τα
συναισθήματα των άλλων δίχως να μπορεί απόλυτα να ελέγχει τα δικά της
συναισθήματα. Φυσικότητα χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά και των καταλυτικών ηρώων
Μπούρα, Παρίση και Παπαχρήστο. Ο Νάκος κινείται απερίσκεπτα εξαιτίας του
εγωισμού του και η Μηλίτσα λόγω μίσους και μιας πρωθύστερης διάθεσης για εκδίκηση
αναβάλλει για αργότερα ως και την πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής της
προκειμένου να απαλλαγεί από τα φαντάσματα του παρελθόντος.
Πέρα όμως από τη χωροχρονική διάσταση,
τους ήρωες και την ενδιαφέρουσα μυθιστορηματική πλοκή δεν περνούν διόλου απαρατήρητα
στοιχεία λαογραφικά, πραγματολογικά, ιστορικά, ψυχογραφικά και ηθογραφικά. Η
Γιώτα Φώτου έχει μια εμμονή στην τέλεια απόδοση της ατμόσφαιρας του χώρου και
της εποχής που επιλέγει κάθε φορά για να εντάξει το μύθο της. Το χωριό
μεταμορφώνεται σ’ ένα άψογο θεατρικό σκηνικό για τον αναγνώστη και οι ήρωες
μιλούν και δρουν όπως θα ενεργούσαν και θα κινούνταν υπαρκτά πρόσωπα, με τις
εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις που καθορίζουν τη ζωή και τη συμπεριφορά
τους, πράγμα που σημαίνει ότι τόσο η μυθοπλασία όσο και η ψυχογράφηση των ηρώων
συνθέτουν άψογα τη διαμόρφωση του εικονικού σύμπαντος που μαστόρεψε η
συγγραφέας.
Ωστόσο, τα στοιχεία που αποδεικνύουν τη
μυθιστορηματική μαεστρία της Γιώτας Φώτου και αποτελούν τα μεγάλα ατού ετούτου
του βιβλίου είναι αφενός τα εκφραστικά της μέσα και αφετέρου οι ανατροπές και
οι αντιθέσεις που χρησιμοποιεί.
Η γλώσσα είναι ρέουσα και λιτή. Δίχως
λογοτεχνικές εξάρσεις και λεκτικούς ακροβατισμούς κερδίζει τις εντυπώσεις και
την αμείωτη προσήλωση του αναγνώστη. Είναι διάχυτη η αίσθηση ότι παρακολουθεί
θεατρική παράσταση καθώς οι μακροσκελείς μονόλογοι αποτυπώνουν ρεαλιστικά τις
σκέψεις και τα συναισθήματα των ηρώων. Η εικονοπλασία πετυχαίνει αφενός άψογη
σκηνοθεσία του έργου αφετέρου επιτείνει καθοριστικά τη συγκίνηση. Με λιτές
περιγραφές η Γιώτα Φώτου καταφέρνει το μεγαλύτερο δυνατό αποτέλεσμα
συναισθηματικής έντασης του αναγνώστη. Η χρήση φράσεων και λέξεων της
καθομιλουμένης δίνει ζωντάνια, αμεσότητα και φυσικότητα στο κείμενο, καθώς η
αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο των ηρώων αποδεικνύει την ικανότητά της να υποδύεται
τους ήρωές της αλλάζοντας συνεχώς τρόπο έκφρασης και σκέψης ώστε μας προσφέρει
μ’ αυτό τον τρόπο μια ποικιλία χαρακτήρων, δράσεων και αντιδράσεων.
Το δεύτερο ατού του βιβλίου είναι η η
προβολή ηθικών αντίποδων μέσα στο έργο. Η Έλλη και η Φανή, οι ιερόδουλες που
μεγάλωσαν την Μηλίτσα είναι δυο γυναίκες που υποτίθεται ότι δεν έχουν κανέναν
ηθικό φραγμό λόγω του επαγγέλματός τους. Δεν είναι ευυπόληπτες κοινωνικά ωστόσο
την ώρα της κρίσης, τη στιγμή που κρινόταν η ζωή και η σωματική ακεραιότητα της
Μηλίτσας στην παιδική της ακόμη ηλικία, αποδεικνύουν ότι ακόμη υπήρχε μέσα τους
ζώσα η ανθρωπιά. Το ίδιο συμβαίνει και με το κατακάθι της κοινωνίας, τον Κανατά
ο οποίος αποδεικνύεται ανάξιος να εκτελέσει την ειδεχθή πράξη που του αναθέτουν
ευυπόλητα υποτίθεται άτομα.
Αντίθετα στην κλειστή κοινωνία των
κτηνοτρόφων Παπαχρήστου, Μπούρα και Παρίση, οι ευυπόληπτοι οικογενειάρχες
φιλοτεχνούνται με μελανά χρώματα καθώς καθένας εξ αυτών κρύβει νοσηρά μυστικά βυθισμένος
στο έλος της κοινωνικής υποκρισίας.
«Έφυγε η Ερμιόνη, πάει. Γιατί και πώς
μόνο ο ίδιος το ήξερε και ποτέ κανένας άλλος δεν έπρεπε να το μάθει. Έφυγε και
ήταν σαν να λύθηκε ο κόμπος μέσα του, αυτός που τον εμπόδιζε μια ζωή να
αισθανθεί αληθινός άντρας» θα μας πει η συγγραφέας χαρακτηριστικά.
Τα ανθρώπινα πάθη σε ολόκληρο το βιβλίο
προβάλλονται ως η απαρχή των ανθρώπινων δεινών και ταυτόχρονα τονίζεται ότι
στην Ελληνική επαρχία η ντροπή για πολλά χρόνια ήταν μόνο γένους θηλυκού ακόμη
κι όταν η γυναίκα έπεφτε θύμα κακοποίησης. Μήπως τέτοιες καταστάσεις που
αμαυρώνουν την ανθρώπινη οντότητα δεν συνεχίζουν να υφίστανται σε ορεινές
ασιατικές περιοχές ακόμη και στον 21ο αιώνα;
Οι κοινωνικοί προβληματισμοί που
τίθενται στο βιβλίο είναι πολλοί. Πρώτα απ’ όλα γίνεται μια μυθιστορηματική
καταγραφή της δευτερεύουσας θέσης της γυναίκας στην Ελληνική κοινωνία περίπου
μισό αιώνα πριν. Τονίζεται η πατριαρχική απολυταρχία και η τυραννική υποταγή
της γυναίκας στον άντρα αφέντη. Θεωρείτο αποδεκτή η μοιχεία από την πλευρά του
ανδρός εν αντιθέσει με τη γυναίκα που ακόμη κι όταν ο σύζυγος απεβίωνε δεν είχε
δικαίωμα να ξαναφτιάξει τη ζωή της, αλλά γινόταν εύκολη βορά για τα αρσενικά
αρπακτικά που προσελκύονταν μόνο για σαρκική ευχαρίστηση.
Ένας άντρας πρέπει να νοιάζεται μόνο για
δυο πράγματα: για τη δουλειά και την τιμή της οικογένειας. Να περπατάει με το
κούτελο καθαρό! Θα πει η Γιώτα Φώτου δια στόματος Νάκου Παπαχρήστου, αναφερόμενη
στην κατ’ επίφαση ηθική καθαρότητα που έχανε το νόημά της συχνά μέσα στις
μικρόνοες κλειστές κοινωνίες της ελληνικής επαρχίας.
Ωστόσο, δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ
σ’ ένα αφανή ήρωα του έργου, τον Ρήγα, το μικρό κουτάβι που επί είκοσι χρόνια
ψάχνει τη χαμένη κυρά του ακολουθώντας τη ως εκεί που μπορούσε τότε που κάποιοι
βάλθηκαν να της στερήσουν τη μητρική αγκαλιά, για να ξεψυχίσει τη μέρα της
επιστροφής της, θυμίζοντας έντονα τον Άργο, το θρυλικό σκύλο του ομηρικού
Οδυσσέα, πετυχαίνοντας να ανεβάσει τους τόνους της μυθιστορηματικής συγκίνησης.
Ο ρόλος των ψυχικών παιδικών τραυμάτων
για την ψυχοσυναισθηματική εξέλιξη των ανθρώπων προβάλλεται και αναλύεται πολύ
επιτυχημένα. Η συγγραφέας θίγει τα συναισθήματα μειονεξίας που δημιουργούνται
στην ηρωίδα της λόγω της νοσηρότητας του περιβάλλοντος στο οποίο μεγάλωσε,
ταυτόχρονα όμως η Μηλίτσα αποκαλύπτει κάποια άλλη στιγμή πως οι κακουχίες την
έκαναν δυνατή. Οι δύο όψεις αυτού του νομίσματος, δεν είναι άλλες από τις
δράσεις και τις αντιδράσεις της ίδιας της ζωής που τσαλακώνουν και συνάμα ατσαλώνουν την ανθρώπινη ύπαρξη με
τις δοκιμασίες της.
Θεωρώντας ότι η Γιώτα Φώτου μας
προσέφερε ένα ακόμη λογοτεχνικό διαμάντι θα ήθελα να κλείσω ετούτο το κείμενο
μ’ ένα απόσπασμα που με εντυπωσίασε με τη δυναμική του αποδεικνύοντας την
αρτιότητα των λογοτεχνικών περιγραφών της:
«Η πρώτη ξεκάθαρη ανάμνηση που είχε από
τη ζωή της η Μηλίτσα ήταν ένα ταξίδι σε μια καρότσα φορτηγού. Δεν κατάφερε να
ξεκαθαρίσει ποτέ αν ήταν χειμώνας ή καλοκαίρι. Ψιλόβρεχε όμως κι εκείνη κρύωνε.
Στην καρότσα υπήρχαν και άλλοι άνθρωποι. Κάποιος για να την προφυλάξει από τη
βροχή, την τύλιξε μ΄ένα τσουβάλι που μύριζε σαπίλα. Εκείνη την ανακατεμένη
βρώμα της σαπίλας τη βρίσκει εμπρός της κάθε φορά που βρίσκεται σε δύσκολη
κατάσταση».
Με ύλη την ηθική σήψη των κατ’ επίφασιν
ηθικών, η Γιώτα Φώτου κατάφερε να στήσει τον μυθιστορηματικό της ιστό και να
μας χαρίσει ένα έργο που γράφτηκε για να αποτυπωθεί με ανεξίτηλα γράμματα στις
συνειδήσεις μας.
Σας προτρέπω ανεπιφύλακτα να το
διαβάσετε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: