Τετάρτη 16 Ιουνίου 2010

Το δάκρυ του κρίνου της Γιώτας Φώτου

Το δάκρυ του κρίνου της Γιώτας Φώτου
Λένε ότι χρειάζεται να περάσουν τουλάχιστον πενήντα χρόνια από ένα γεγονός για να μπορέσει η ιστορία να το αντικρίσει αντικειμενικά. Κι αν το συμβάν αποτελεί μια μελανή κηλίδα για έναν τόπο ή για έναν λαό, αν συγκαταλέγεται στα «οικεία κακά» για τα οποία οι άνθρωποι κατεβάζουν τα μάτια στο χώμα και δεν θέλουν να το θυμούνται, τότε μπορεί η ενατένιση της γυμνής αλήθειας ν’ αργήσει κι άλλο επειδή οι πρωταγωνιστές αυτών των ιστορικών στιγμών ή οι απόγονοί τους δεν βρίσκουν εύκολα τη δύναμη να αγγίξουν τις πληγές τους από το φόβο μην ξαναματώσουν ή επειδή επιθυμούν να διαγράψουν από τη μνήμη, θάβοντας βαθιά στον τάφο της λήθης, τις σκιές που τους πονούν.
Υπάρχουν όμως κάποιοι άνθρωποι που τη λήθη τη θεωρούν ως μια λύτρωση που δεν τους αξίζει.
Άνθρωποι που παραδίνονται οι ίδιοι στα χέρια των Ερινυών ψάχνοντας από τη Θεία Δίκη την τιμωρία που δεν τους επιβλήθηκε από τους ανθρώπους.
Άνθρωποι που αδικήθηκαν, πόνεσαν και αδίκησαν στη συνέχεια αναζητώντας την απάλυνση του πόνου στη γεύση της εκδίκησης και τελικά διαπίστωσαν ότι αληθεύει εκείνη η φράση του Χριστού πώς όταν δώσεις μαχαιριά, μαχαιριά θα λάβεις, έστω κι αν πρώτος δέχτηκες την επίθεση του κακού.
Άνθρωποι που δεν παραδίδονται στη ζωή και όσα εκείνη προστάζει, αλλά για να ισορροπήσουν, παιδεύονται να αλλάξουν με κάποιο τρόπο την αίσθηση του τετελεσμένου αντί να τραβήξουν μπροστά.
Είναι εκείνοι που στη ζήση τους αναγκάζονται να παλεύουν με την ίδια τη Λήθη επειδή τη θεωρούν ύβρι για όσους πλήγωσαν ή έχασαν. Εκείνοι που αντί να ξεχάσουν, προτιμούν να εκδικηθούν και πολιτογραφούνται κάτοικοι της κόλασης.

Ένα τέτοιο πλάσμα είναι η βασική ηρωίδα του βιβλίου, η Μερόπη Ζήγρα. Τη γνωρίζουμε στις πρώτες σελίδες ως μια ιδιότροπη, μυστικοπαθή, ενενηντάχρονη γυναίκα που η εκκεντρικότητά της φτάνει στο σημείο να σκηνοθετήσει ως και το θάνατό της. Ορίζει το μέρος της ταφής της, ένα απόμερο, ξεχασμένο εγκαταλελειμμένο χωριό, ορίζει ακόμη και τον τάφο της, ανάμεσα σε δυο άλλους τάφους που φέρουν τα ονόματα των θανόντων Αντώνη Πάσχου και Γεσθημανής Μακρή, χωρίς να είναι διαφανείς οι λόγοι όλης αυτής της μακάβριας σκηνοθεσίας. Και το σημαντικότερο όλων, στο ξόδι της, φροντίζει με επιστολή μέσω του δικηγόρου της να έχει μονάχα δύο ανθρώπους να την ξεπροβοδίσουν: Τον Αντώνη Πάσχο και την Γεσθημανή Μακρή, συνονόματους με τους ομόρους της θανόντες.
Αυτή η εκκεντρικότητα της ηρωίδας αποτελεί και το πρώτο εξαίρετο λογοτεχνικό εύρημα της συγγραφέως με το οποίο εξάπτει την περιέργεια του αναγνώστη και κεντρίζει το ενδιαφέρον του για να διαβάσει την πολύ «πρωτότυπα» συγκλονιστική ιστορία που επακολουθεί.

Ο Αντώνης Πάσχος και η Γεσθημανή Μακρή, Μένη όπως τη φωνάζουν – συναντώνται για πρώτη φορά στη ζωή τους χάρι σ’ αυτό το μυστηριώδες κάλεσμα της εκκεντρικής κυρίας που τους συμπαραστάθηκε σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους χωρίς να έχει καμία απολύτως συγγενική υποχρέωση. Εξαρχής νιώθουν ιδιαίτερη έλξη μεταξύ τους και όταν συγκλονίζονται από τους δύο τάφους που φέρουν τα ονόματά τους, καθώς αναζητούν το ξετύλιγμα του κουβαριού του παρελθόντος και των μυστικών της Μερόπης, αναπτύσσεται ραγδαία μεταξύ τους ένα ασυγκράτητο ερωτικό συναίσθημα.

Όταν καταφθάνει δε στο σπίτι της Μερόπης και ο δικηγόρος της αποθανούσης δίνοντάς τους κάποιες πληροφορίες για το παρελθόν της ευεργέτιδάς τους, τότε το μυστήριο αρχίζει να φωτίζεται μέσω της δυναμικά λιτής στα πρώτα δυο κεφάλαια πένας της Γιώτας.
Στα κεφάλαια αυτά, η συγγραφέας που παίζει περίτεχνα με το γλωσσικό της ύφος ανάλογα με τις απαιτήσεις της αφήγησης και των όσων κάθε φορά πρέπει να φωτίσει, πιστεύω σκόπιμα επέλεξε ένα σχεδόν δημοσιογραφικό ύφος στο οποίο προέχει ο διάλογος και η κυριολεκτική, περιγραφική αφήγηση. Στόχος της, να σκιαγραφήσει το σκίτσο της ζωής της Μερόπης όπως το αντίκριζε ο περίγυρός της και να προσφέρει στον αναγνώστη με τρόπο γρήγορο, εύληπτο και απτό, τις απαραίτητες λεπτομέρειες για να ακολουθήσει τους δύο ήρωες στο ξετύλιγμα του μυστηρίου. Βήμα το βήμα ο αναγνώστης παρασύρεται στη γοητεία των μυστικών της Μερόπης και αδημονεί να μάθει τα όσα έκρυβε πίσω από τη σιωπή και την εκκεντρικότητά της.
Έτσι, από το διάλογο των δύο νέων και τις πληροφορίες του δικηγόρου πληροφορούμαστε ότι η Μερόπη επιστρέφει στην Ελλάδα από τη Βοστόνη μαζί με τον γιατρό σύζυγό της Μέμο Ζήγρα τριάντα χρόνια πριν και εγκαθίσταται στη Θεσσαλονίκη όπου γνωρίζει δύο οικογένειες την οικογένεια Πάσχου και την οικογένεια Μακρή προκαλώντας έκπληξη και επιφυλακτικότητα στην αρχή και στις δύο οικογένειες καθώς ζητά να αναλάβει όλα τα έξοδα των παιδιών τους Αντώνη Πάσχου και Γεσθημανής Μακρή αντίστοιχα.
Έκτοτε ισοβίως παραστέκεται στο πλευρό τους ως φύλακας άγγελος. Μάλιστα το κοριτσάκι της οικογένειας Μακρή το βαπτίζει η ίδια επιλέγοντας το σπάνιο και κάπως άκομψο όνομα Γεσθημανή. Στο κοριτσάκι αυτό πέρα από χρήματα δωρίζει και μια πανάκριβη συλλογή κοσμημάτων με κύριο διακοσμητικό στοιχείο έναν περίτεχνο σκαλισμένο κρίνο με κάποιο έμβλημα χαραγμένο πάνω στα κοσμήματα αυτά που εμπεριείχε τα γράμματα ν, ο, γ και α. Όταν όμως πεθαίνει ο Μέμος Ζήγρας κλείνεται στον εαυτό της και απομακρύνεται από τα δύο παιδιά εκ των οποίων η Μένη θυμώνει μαζί της γι’ αυτή την εγκατάλειψη. Αρνήθηκε πάντα να την αντιμετωπίσει σαν μια άρρωστη ψυχικά γηραιά κυρία.
Η Μερόπη πρόσφερε γενναιόδωρα την ψυχή και τα πλούτη της χωρίς να περιμένει καμία ανταπόδοση, νιώθοντας ίσως αυτή τη διαδικασία, σαν ένα είδος εξιλέωσης και κάθαρσης για το παρελθόν που η έμπειρη και ταλαντούχα πένα της Γιώτας Φώτου μας αποκαλύπτει στο τέλος, διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον έως τις τελευταίες σελίδες του έργου της.
Στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου που τιτλοφορείται «Αναζητώντας τη λύτρωση», η συγγραφέας μας ξεναγεί στο παρελθόν της Μερόπης Στεργιοπούλου και στο πώς εκείνη έγινε κυρία Μέμου Ζήγρα μέσα από μια μακρόχρονη και σπαρμένη πάλι με μυστικά και μυστήρια σχέση.
Η Μερόπη Στεργιοπούλου ούσα δασκάλα στην Ελλάδα, μεταβαίνει στη Βοστόνη όπου εργάζεται σε ελληνικό σχολείο και εξαιτίας της λιποθυμίας της κάποια μέρα στην τάξη, γνωρίζει τον γιατρό Μέμο Ζήγρα, γόνο πλούσιας οικογένειας και καρδιοκατακτητή ο οποίος για πρώτη φορά κατακτιέται ερωτικά από γυναίκα μόλις την αντικρίζει. Η Μερόπη Στεργιοπούλου όμως είναι προφανές ότι βασανίζεται από κάποια ψυχολογικής υφής προβλήματα τα οποία έχουν να κάνουν μ’ ένα παρελθόν που διατηρεί κρυφό. Ο Μέμος δεν επιχειρεί να διαρρήξει τα μυστικά της Μερόπης αλλά ενδιαφέρεται μόνο να της χαρίσει διεξόδους από τα βασανιστικά της συναισθήματα. Και τα καταφέρνει όταν σε μια έκθεση κοσμημάτων που παρακολούθησαν μαζί, η ίδια του δίνει εν αγνοία της τη λύση, αποκαλύπτοντάς του ότι θα την ενδιέφερε να φτιάχνει λουλούδια που δεν μαραίνονται και δεν αλλοιώνονται από το χρόνο.
Όταν ο Μέμος της χαρίζει τα απαραίτητα υλικά και σύνεργα, η Μερόπη μεγαλουργεί και δεν αργεί να αναδειχτεί σε εξαιρετική σχεδιάστρια κοσμημάτων. Τα έργα της γίνονται ανάρπαστα καθώς οι συλλογές της έχουν ως αποκλειστικό διακοσμητικό στοιχείο το λουλούδι του κρίνου, ωστόσο ποτέ και σε κανέναν δεν αποκαλύπτει το λόγο αυτής της εμμονής της. Της χρεώνουν με τον καιρό διάφορα σενάρια τα οποία η ίδια δεν μπαίνει στον κόπο να τα ανασκευάσει και μέσα από τη φιλική της έως τότε σχέση με τον Μέμο – έτσι πίστευε η ίδια παρότι εκείνος σιγόβραζε στο καμίνι του έρωτά του για την όμορφη γυναίκα – προσπαθεί να ανασυγκροτήσει τις ψυχικές της δυνάμεις.
Όταν ο Μέμος κάποια στιγμή εκδηλώνει τον έρωτά του, εκείνη συγκλονίζεται και αντιδρά σαν να αισθάνεται ενοχές για τα αισθήματα που ξεφυτρώνουν και στην δική της ψυχή. Καταφεύγει σε ψυχαναλυτή και έπειτα από αρκετές συνεδρίες καταφέρνει να βρει ένα κώδικα αποδοχής των αισθημάτων και του εαυτού της και να προβεί η ίδια στην πρόταση γάμου που ο Ζήγρας δίσταζε να της κάνει. Έκτοτε ζουν μαζί και κάθε επιθυμία της Μερόπης είναι για κείνον πρόσταγμα, αφού προηγουμένως η γυναίκα τού αποκάλυψε το μεγαλύτερο μέρος του μυστικού της παρελθόντος. Γίνεται έκτοτε συμπαραστάτης της και δέχεται περιχαρής την απόφασή της να επιστρέψουν στην Ελλάδα και να αναλάβει τη στήριξη των δύο παιδιών, του Αντώνη και της Γεσθημανής.
Ωστόσο, τα χρόνια πριν το ταξίδι και την εγκατάσταση της Μερόπης στη Βοστόνη συνεχίζουν να παραμένουν άγνωστα. Σε μια απόπειρα να φωτίσουν το σκοτάδι, η Μένη ανεβαίνει στην κάμαρα της νονάς της και σκαλίζει τα προσωπικά της αντικείμενα. Ανάμεσα σ’ αυτά βρίσκει μια φωτογραφία όπου απεικονίζονται δύο όμοιες γυναίκες εκ των οποίων είναι σαφώς η Μερόπη, ένας άντρας, και δύο παιδιά, ένα κορίτσι και ένα αγόρι. Βρίσκει επίσης ένα βάζο στο οποίο υπάρχουν ξεραμένα πέταλα κάποιου λουλουδιού.

«Όσα δεν ειπώθηκαν ποτέ» τιτλοφορείται το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, όπως ακριβώς τιτλοφορείται και η επιστολή την οποία άφησε η Μερόπη λίγο πριν από το θάνατό της σε κάποια θυρίδα. Κλειδωμένα σ’ αυτή τη θυρίδα ήταν τα μυστικά της που έως τότε έμειναν καλά φυλαγμένα στην επτασφράγιστη σιωπή της.
Σ’ αυτή την επιστολή η Γιώτα Φώτου κάνει μια συγκλονιστική ανατροπή τόσο μυθιστορηματικά όσο και υφολογικά εκπλήσσοντας τον αναγνώστη και εντυπωσιάζοντας όποιον ασχολείται με την τέχνη και τις τεχνικές του λόγου. Σ’ αυτή την επιστολή οι αποκαλύψεις διαδέχονται η μια την άλλη από την αρχή έως το τέλος, παίζοντας μοναδικά με μυθολογικά στοιχεία και κυρίως με τις Ερινύες.
Γράφει:
Τα μάτια τους, αστραφτερά, η όψη μαύρη , η αναπνοή τους φλόγινη.
«Η νύχτα όσο μεγάλη κι αν είναι, γεννά κάποια στιγμή το ξημέρωμα» ξύνει την πληγή μου η πρώτη.
«Εσύ όμως δεν έμεινες στη νύχτα. Επέλεξες την κόλαση. Η κόλαση δεν έχει δρόμο επιστροφής», χαίρεται η δεύτερη.
«Μας ανήκεις τώρα, είσαι δική μας. Εσύ μας κρατάς στην παλάμη σου, μην το ξεχνάς», ξεφυσά η Τρίτη και από μέσα της βγαίνουν φίδια που με ζώνουν.
Μέσα από αυτή την ανατρεπτική σύλληψη για να μιλήσει για το παρελθόν, η Γιώτα δια χειρός και ψυχής Μερόπης δίνει απαντήσεις σε όλες τις απορίες του αναγνώστη. Πλέκει μια αναδρομή στο παρελθόν όχι μόνο των γεγονότων αλλά και των συναισθημάτων της ηρωίδας ενόψει συμβάντων που της ρήμαξαν ό,τι ονειρεύτηκε. Μέσα από τον μυθιστορηματικό της ιστό βρίσκει την ευκαιρία να κρίνει την πιο μελανή σελίδα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, τον Εμφύλιο, τότε που ο αδερφός σκότωνε τον αδερφό και να αποδείξει με την ιστορία της ηρωίδας της πόσο εξωφρενικό και αυτοκαταστροφικό συναίσθημα μπορεί να αποδειχτεί η εκδίκηση οδηγώντας στο φαύλο κύκλο του μίσους και στην παράδοση της ψυχής στο σκοτάδι των Ερινυών.
Σ’ αυτή την ενότητα ο αναγνώστης μαθαίνει για ποιο λόγο η Μερόπη έχει παραδοθεί τόσο απόλυτα στις ενοχές της, ποια φαντάσματα την καταδιώκουν, για ποιο λόγο οραματίζεται στην παλάμη της ένα κόκκινο δακρυσμένο κρίνο, τι συμβολίζουν τα γράμματα που χαράσσει πάνω στα κοσμήματά της, για ποιο λόγο επέλεξε να συμπαρασταθεί στον Αντώνη και τη Μένη, για ποιο λόγο διάλεξε ο τάφος της να βρίσκεται ανάμεσα σε δυο νεκρούς με τα ίδια ονόματα, για ποιο λόγο έζησε όλη της στη ζωή περιστοιχισμένη από σκοτάδι και μυστικά.
Εντυπωσιακό είναι σ’ αυτό το τρίτο κεφάλαιο το γεγονός ότι οι αποκαλύψεις χτυπούν την καρδιά του αναγνώστη κατά κύματα. Πάνω που νομίζει ότι τα μυστικά της Μερόπης αποκαλύπτονται μόλις πληροφορείται για την εικονική πραγματικότητα που η ίδια έστησε και μέσα στην οποία θωρακίστηκε για να αντέξει τη ζωή και τις ενοχές της, διαπιστώνει ότι έρχεται δεύτερο ισχυρότερο κύμα μυστικών να τον συγκλονίσει.
Κι αυτό συμβαίνει όχι μόνο γιατί τα περιγραφόμενα γεγονότα είναι συνταρακτικά και απρόσμενα αλλά για τον επιπλέον λόγο ότι η Γιώτα κάνει μια υφολογική ανατροπή όπως ταιριάζει στην υπόθεσή της. Από την τριτοπρόσωπη αφήγηση μεταβαίνει στην πρωτοπρόσωπη, «φορώντας» την υπόσταση της ίδιας της ηρωίδας και κουβαλώντας όλες τις συναισθηματικές αποχρώσεις και τον ψυχισμό της Μερόπης. Γίνεται η ίδια Μερόπη και μας αποκαλύπτει άμεσα, όπως θα περιέγραφε σε μια εξομολόγηση τα μυστικά και τις αμαρτίες της για να εξιλεωθεί.
Η γλώσσα της Γιώτας στο τελευταίο κεφάλαιο έχει την συγκινησιακή φόρτιση και την γκάμα των αισθημάτων εκείνων που κάνουν τον αναγνώστη χωρίς ανάσα να αναζητήσει τη λύτρωση ταυτόχρονα με την ηρωίδα βιώνοντας την τέχνη του λόγου με την ένταση και την έξαρση του θεατή μιας αρχαίας τραγωδίας.
Φυσικά δεν πρόκειται να αποκαλύψω τη συνέχεια. Σας καλώ να αναζητήσετε τα μυστικά της Μερόπης Στεργιοπούλου κατακτώντας τα σελίδα σελίδα μέσα από αυτό το εξαίρετο βιβλίο που μας χάρισε η συγγραφέας επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά ότι είναι μια δημιουργός που δεν την αφορούν οι εύκολες και εύπεπτες λύσεις αλλά αναζητά πάντα το διαφορετικό, ό,τι ουσιαστικά απαιτεί η πηγαία και αυθεντική λογοτεχνία! Στην άποψη αυτή είχα καταλήξει από τη στιγμή που διάβασα τα Βιολιά της Χαράδρας και να που τώρα, για δεύτερη φορά η Γιώτα Φώτου επιβεβαιώνει την κρίση μου.
Καλοτάξιδο!

4 σχόλια:

Γιώτα Φώτου είπε...

Ευχαριστώ πολύ Πασχαλία.

Smaragdenia είπε...

ναναι καλοτάξιδο κι ευλογημένο.

Sofia Voikou είπε...

Συγκλονιστικό βιβλίο!!!
Μόνο αυτό μπορώ να πω...
ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ!!!!

θεοπάλαβος είπε...

Τελειώνοντας ένα βιβλίο και προσπαθώντας να το αξιολογήσεις έρχονται στο μυαλό σου οι προσδοκίες με τις οποίες το ξεκίνησες. Ένα πάρα πού καλό βιβλίο!!!Μα γιατί; Με μια γραφή που τρέχει αν και σε πολλά σημεία θα τολμούσα να την καρακτηρίσω αστυνομικής νουβέλας, με μια ιστορία που ξετυλίγεται με βαθμίδες έντασης. που σε κρατά δεμένο πάνω της με τις ώρες, θα τολμούσες να πέσεις στην παγίδα και να χαρακτηρίσεις αυτό το βιβλίο "εύκολο" με την ένοια του εύπεπτου; Ένα βιβλίο που πιστεύω πολλοί θα είχαν την επιθυμία να είναι αυτοί οι συγγραφείς του. Ένα πάρα πολύ καλό βιβλίο, με μια μυθιστορία πρωτότυπη, με βήματα που σε συναρπάζουν και που αξίζει να το διαβάσουμε όλοι!