Σάββατο 15 Μαΐου 2010

ΔΕΡΜΑ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΕ ΤΟ ΑΛΑΤΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ ΓΡΙΒΑ

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΡΙΒΑΣ

Δέρμα που γνώρισε το αλάτι...

Αλάτι... πρώτη ύλη της μαγειρικής, συστατικό του αίματος, μέσο βασανιστηρίου όταν πέφτει πάνω σε μια ανοιχτή πληγή... Μέσο συντήρησης τροφής και συνάμα βασική ουσία του θαλασσινού νερού...
Δέρμα που γνώρισε το αλάτι... Δέρμα που ψήθηκε, αφού πόνεσε, αφού υπέφερε, αφού πρώτα υπέμεινε το βασανισμό της άρμης...
Και ο τίτλος της συλλογής διηγημάτων του Περικλή Γρίβα δανεισμένος από την ιταλίδα σεναριογράφο Vanna de Angelis, σηματοδοτεί κυριολεκτικά και μεταφορικά αυτή τη συλλογή των διηγημάτων του κουμπώνοντας άψογα με τον ψυχισμό και τα δεινά των ηρώων του αλλά και με τον ερωτικό τρόπο που ο συγγραφέας αντιμετωπίζει τη γραφή, άλλοτε σαν ίαση μιας παλιάς πληγής κι άλλοτε σαν επώδυνο μαρτύριο...
«Με οδύνη και πάθος, συναισθήματα αταίριαστα, ανθίζει σε σελίδες λευκές αποτελώντας ίαση σε όσα μας πονούν, φανερά ή κρυφά, γλυκά ή οδυνηρά» παρατηρεί ο ίδιος στον έξοχο πρόλογό του.
Γιατί και στα τρία διηγήματα του συγγραφέα οι ήρωες πρώτα νιώθουν τις πληγές τους ν’ ανοίγουν και να ψάχνουν απεγνωσμένα τη λύτρωση κι έπειτα «ψήνονται», καθώς βρίσκουν τις απαντήσεις που καταφέρνουν να καλμάρουν τον πόνο.

Τον Περικλή Γρίβα τον γνώρισα τυχαία μέσα από το ιστολόγιό μου όπου τοποθετείτο σε θέματα που κατά καιρούς αναρτούσα και μέσω της ιστοσελίδας του εκδότη μου όπου κατέγραφε τις απόψεις του για διάφορα βιβλία. Διέκρινα εξαρχής έναν πολύ απαιτητικό και ψαγμένο αναγνώστη λογοτεχνίας που γύρευε μέσα στο χείμαρρο της σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής το κάτι διαφορετικό, θεματολογικά, υφολογικά και γλωσσικά. Δεν άργησα να καταλάβω ότι δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά τα πράγματα αφού και ο ίδιος είναι τόσο διαφορετικός, μοναδικός και ευαίσθητος ως προσωπικότητα. Όταν τον γνώρισα από κοντά, τότε ήταν που στοιχημάτισα με τον εαυτό μου ότι αυτός ο άνθρωπος πρέπει να γράφει το ίδιο μοναδικά και όταν μου εμπιστεύτηκε δυο από τα τρία διηγήματα που εμπεριέχονται σ’ αυτή τη συλλογή, επιβεβαιώθηκε αυτή μου η υποψία.
Μιλήσαμε νομίζω τότε και του είπα μόνο μια λέξη : Το ‘χεις. Και το πιστεύω. Έχεις το χάρισμα και καλλιέργησέ το. Ξενύχτισε πάνω απ’ τις λέξεις κι αυτές θα σε ανταμείψουν. Η φλόγα άναψε και αυτό που κρατώ σήμερα στα χέρια μου με κάνει ιδιαίτερα περήφανη για κείνον. Όταν μάλιστα ανακάλυψα και την ποιητική του φλέβα, το παζλ της λογοτεχνικής πτυχής της προσωπικότητάς του ολοκληρώθηκε. Ήξερα και ξέρω φυσικά πολύ καλά ότι έχουμε να περιμένουμε πολλά από κείνον. Γιατί η οπτική με την οποία ο Περικλής αντιμετωπίζει τη λογοτεχνία έχει ως βάση της το δέος και τη σοβαρότητα απέναντι στο έργο που αναλαμβάνει η πένα του να παίξει. Τον γνωρίζω αρκετά ώστε να ξέρω πως είναι απόλυτα ειλικρινής όταν γράφει ότι η γραφή είναι ίαση, και ότι λυτρώνεται μέσα από την έκφρασή του. Γι’ αυτό ετούτα τα διηγήματα ακόμη και για τον πιο έμπειρο αναγνώστη είναι γραμμένα με ιδιαίτερη προσοχή και είναι αργασμένα όπως το δέρμα που ψήνεται απ’ το αλάτι. Τα κείμενα και τα τρία είναι κεντήματα εικόνων, συναισθημάτων και στοχασμών. Ρούχα εξαίσια υφασμένα για τις μοναδικές ιδέες που είναι καλά κρυμμένες από κάτω χωρίς να αφήνουν να φανεί. ούτε τη φόδρα του άχρηστου στη λογοτεχνία δογματισμού. Όμως η ιδέα υπάρχει, πρωτοστατεί και υποβάλλει προβληματισμούς. Αλλά και ο λόγος, όμορφα χτενισμένος, με έναν αρμονικό εσωτερικό ρυθμό που σε παρασύρει στην ανάγνωση, χωρίς πλουμίδια περιττά στοχεύει στην καρδιά του αναγνώστη και τον κάνει να νιώσει πρώτα στην ψυχή του τα νοήματα κι έπειτα να οδηγηθεί στην νοητική τους επεξεργασία. Πρωταγωνιστής και στα τρία διηγήματα – Θέ μου τι εύρημα – το ανθρώπινο δέρμα! Στο πρώτο ως καταπιεσμένη σάρκα μιας γυναίκας η οποία έπρεπε να τιθασευτεί και ν’ αλλάξει τη φύση της, στο δεύτερο ως σημαδεμένη επιδερμίδα μ’ ένα τατουάζ που συμβόλιζε το πένθος μιας μάνας, και στο τρίτο, ως σάρκα άρρωστη, τρυπημένη και σημαδεμένη από τη μάστιγα των ναρκωτικών. Μαέστρος ο Περικλής Γρίβας όχι μόνο στη συγγραφή ενός διηγήματος αλλά ακόμη και στη σύλληψη της έννοιας της συλλογής διηγημάτων εφόσον βρήκε αυτό τον ευρηματικό τρόπο να δέσει τις τρεις φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους ιστορίες!

Το πρώτο ομώνυμο διήγημα είναι η κραυγή απελπισίας των πλασμάτων που έζησαν τη ζωή που άλλοι τους όρισαν. Το διήγημα σε πρώτο επίπεδο αναφέρεται στις καταπιεσμένες γυναίκες της Αλβανίας, ευρύτερα όμως μου έφερε στη σκέψη τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη κι ένα κοινό πεπρωμένο που οι γυναίκες φορτώθηκαν στις αδύναμες ράχες τους για αιώνες. Η διατύπωσή του είναι ένας δυναμίτης που ανατινάζει το σκοτάδι ενός ρατσισμού που μακροχρόνια σκέπασε το γυναικείο φύλο στερώντας του το δικαίωμα να αναπνεύσει το οξυγόνο του αυτοκαθορισμού και της αυτοδιάθεσης. Η Λένα, η επονομαζόμενη Λένος γιατί έτσι το θέλησε απλά η μάνα, κάτω από την πίεση των ηθών και την νοητική και συναισθηματική υπανάπτυξη ανθρώπων που απόμειναν κι αυτοί νοητικά και ψυχικά ανάπηροι από ξένες αποφάσεις, υποβάλλεται στην πιο αλλόκοτη μεταμόρφωση: Από θηλυκό βιώνει οδυνηρά την άρνηση της φύσης της γιατί έμεινε η οικογένεια χωρίς αρσενικό προστάτη κι έπρεπε κάποιος να αναλάβει τούτο το ρόλο. Κλήρωσε να τον αναλάβει η Λένη. Της κόβουν τα μαλλιά, την ντύνουν αντρικά, με τον καιρό αποκτά μούσκουλα και πλάτες, τη μαθαίνουν να χειρίζεται το ντουφέκι, να νιώθει ντροπή και φόβο όταν νιώθει τη «γλύκα» που γυρεύει το κορμί κάθε γυναίκας, μαθαίνει να ντρέπεται για τα γυναικεία χαρακτηριστικά του σώματός της και να το κρύβει. Το στήθος πιέζεται κάτω από λωρίδες ύφασμα που εξαφανίζουν με το χρόνο την γυναικεία της υπόσταση. Κι έτσι, γίνεται ο προστάτης του μισερού, της ανάπηρης αδερφής του, με όλη την έννοια της προστασίας όμως που ένα αρσενικό δίνει στη λέξη αυτή. Η πλοκή στη συνέχεια κόβει την ανάσα. Μια σειρά γεγονότων έρχεται να αποδείξει ότι η μεταμόρφωση του Λένου είναι και συναισθηματική καθώς δεν ανέχεται το γεγονός ότι η αδερφή του ερωτεύεται και αυτοκαθορίζεται. Όταν αργότερα θα συνειδητοποιήσει αυτή τη μεταμόρφωση και το ανεπίστρεπτο λάθος που έχει διαπράξει, καθώς η αλλαγή της την οδήγησε να γίνει το πλάσμα που άλλοτε μισούσε, τότε είναι που γυρεύει την επιστροφή της ψυχής της σε ό,τι πιο αγνό θυμάται απ’ τον αλλοτινό της εαυτό. Στο άρωμα της λεβάντας που σφράγισε την αγνή εποχή της ζωής της, προτού την αλλοιώσουν οι ανθρώπινες ανόητες ιδέες... Σε απόλυτη αρμονία η σκληρότητα και η ευαισθησία, καλά ζυγισμένες στην παλάντζα μιας προσεκτικής προσέγγισης ενός εύθραυστου και ευαίσθητου θέματος που ούτε στιγμή από την πένα του Περικλή δεν ολισθαίνει προς το μελόδραμα....

Μια εξομολόγηση αποτελεί και το κύριο σώμα του δεύτερου διηγήματος η Τοντόρα. Πρωταγωνίστρια και πάλι μια βασανισμένη γυναίκα, μια γυναίκα που στην τρυφερή πρώτη νιότη της παντρεύεται με ένα δύστροπο και ανίκανο μεγάλης ηλικίας άντρα, μόνο και μόνο για να ξαλαφρώσει ο πατέρας της από ένα στόμα. Η μοίρα της γυναίκας πάλι σε πρώτο πλάνο, αποδίδεται άψογα από τον Περικλή. Λέξεις λιτές αλλά με τον τρόπο που τοποθετούνται σχηματίζουν έναν κώδικα τόσο ισχυρό που ξεπερνά τα όρια της αφήγησης και γίνεται γροθιά στο στομάχι του αναγνώστη και συνάμα μια βουβή διαμαρτυρία κι ένα γιατί για τα γυναικεία δεινά αιώνες τώρα. Σ’ αυτό το διήγημα ωστόσο εκείνο που καθαγιάζεται είναι η μητρότητα και ο καταλυτικός της ρόλος στην ψυχική ισορροπία. Το πεπρωμένο για την ηρωίδα είχε επιφυλάξει μια κατάρα και ένα ισόβιο πένθος. Ένα σκυλί αλυχτάει άγρια μες στο διήγημα προοικονομώντας τη λήξη μιας ευτυχίας που έρχεται αργά για να γλυκάνει τα βάσαν του κοριτσιού. Το πεπρωμένο ορίζει να κατατρύχεται από την κατάρα του μαυρόψυχου συζύγου της όταν εκείνος φεύγει πια απ’ τη ζωή και από το πένθος για το παιδί της αγάπης το οποίο αποκτά με τον τρυφερό γιο του συζύγου της. Το πένθος το βιώνει σαν ποινή και σαν χρέος. Ακόμη κι όταν επιτέλους η ζωή της χαμογελάει εκείνη έχει ξεχάσει πώς σχηματίζεται το χαμόγελο στα χείλη, νιώθοντας όνειδος και αμαρτία να λησμονήσει το πένθος.
Έτσι χαράζει ανεξίτηλα στο δέρμα της ένα όνομα και στην ψυχή της ένα τάμα... Και γίνεται μάνα δυο ξένων παιδιών που κατορθώνουν ν’ αντισταθμίσουν το κενό του δικού της. Αυτό είναι και το μήνυμα του βιβλίου. Η μνήμη του πόνου μιας μάνας δεν σβήνει. Απαλύνεται μόνο όταν η μάνα χαρίσει τη στοργή της αλλού. Μόνο τότε γλιτώνει απ’ το φάντασμα της αξόδευτης μητρικής αγάπης και τα μάτια – νύχτες αποκτούν λίγο χλομό φως. Οι διάσπαρτες ποιητικές πινελιές του Περικλή μες στις καταλυτικές, λιτές περιγραφές του δίνουν στο διήγημα μια μινιμαλιστική μοναδική και συνάμα πρωτόγονα, αγνή ομορφιά.


Αν η μαγεία σ’ ένα διήγημα πλέκεται από το θέμα και τη δομή του τότε στο τρίτο του διήγημα ο Περικλής έχει πετύχει την κατάλληλη μίξη και των δύο αυτών βασικών συστατικών της επιτυχίας. Το θέμα του η αναντίρρητη αλήθεια ότι η ανθρώπινη ζωή και η ανθρώπινη ευτυχία μπορούν να ανατραπούν μέσα σε μια και μόνη στιγμή, από μια και μόνη αυθόρμητη πράξη ή απόφαση. Μια μάνα που τυραννιέται από τον χρήστη ουσιών γιο της, ένας ήρεμος, καλόκαρδος κι ερωτευμένος άντρας με τη ζωή και τη γυναίκα του που ετοιμάζεται να του χαρίσει ένα παιδί, ο ίδιος ο χρήστης ναρκωτικών, ένα πιστόλι και μια φράση του Ηλία Βενέζη «Έρχεται βροχή στα κιμιντέρια» στοιχειοθετούν το σκιαγράφημα του διηγήματος. Κι ένας άγγελος. Που βάζει την τελεία σ’ αυτό το έργο που μοιάζει στη φιλολογική και συγγραφική μου συνείδηση να εγκαινιάζει μια νέα λογοτεχνική τεχνοτροπία συνδυάζοντας τη λιτότητα του θεατρικού λόγου με την εμβάθυνση της ψυχογραφικής δυναμικής του μυθιστορήματος. Εσωτερική και εξωτερική δράση σε τέλεια αρμονία και το αποτέλεσμα τραγικό όσο και των έργων των μεγάλων δραματουργών της αρχαιότητας. Η αλήθεια ντυμένη με το τέλειο ένδυμα μιας ενδιαφέρουσας ιστορίας και συνάμα γυμνή και σφριγηλή όσο ποτέ στα μάτια του αναγνώστη.
Στο διήγημα αυτό υπάρχει κρυμμένη μια ειρωνεία για το όνειρο που δεν προφταίνει να υλοποιηθεί, και για τους εφιάλτες που κάποτε αρπάζουν το πηδάλιο των ζωών μας με τον πιο αυθαίρετο και αδυσώπητο τρόπο.
Θα κλείσω με ένα απόσπασμα από ποίημα του ίδιου του συγγραφέα: Θ’ αντέξεις κι άλλο πόνο της απώλειας; Τα άψυχα με ρωτούσαν. Κι εγώ εσκόρπιζα άνθη μια και δυο και τρεις φορές μες στο χειμώνα.
Έτσι και ο Περικλής Γρίβας. Καταφέρνει να δίνει πνοή στους άψυχους φθόγγους των χειλιών και να τους μετατρέπει σε ιδέες, ιστορίες και συναίσθημα. Ό,τι κάνει κάθε ακέραιος καλλιτέχνης.
Περικλή, περιμένω ένα μυθιστόρημα αντάξιο της δύναμής σου. Καλή τύχη!

3 σχόλια:

Τέσυ Μπάιλα είπε...

Τρία διηγήματα με κεντρικό συνδετικό ιστό τη γυναίκα. Τρεις γυναίκες πρωταγωνιστούν, τόσο διαφορετικές μεταξύ τους με κοινό χαρακτηριστικό τη γυναικεία μοίρα. Τη μοίρα του πάθους και του λάθους, του πόνου και της απελπισίας, της χαμένης ζωής και των ονείρων που έσβησαν. Αλλά και της ανατροπής και της ελεύθερης συνείδησης που την υπαγορεύει. Τρεις γυναίκες που παίρνουν τη ζωή τους στα χέρια τους κι από τη θέση του θύματος διαλέγουν να περάσουν στη θέση του ρυθμιστή της δικής τους ζωής, αδιαφορώντας για το όποιο κόστος θα κληθούν να πληρώσουν.
Επειδή είναι αδύνατον να εξαντλήσει ο νους του ανθρώπου την αδιέξοδη μοίρα του και να μην νιώσει την ανάγκη ο ίδιος να διαπραγματευτεί την προσωπική του πορεία. Και τότε όλα ανατρέπονται· τα δεδομένα αλλάζουν κι η ζωή συνεχίζεται απρόβλεπτα.
καλοτάξιδο το ΄ΔΕΡΜΑ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΕ ΤΟ ΑΛΑΤΙ

Sofia Voikou είπε...

Συμφωνώ ότι είναι υπέροχος ο τρόπος γραφής του Περικλή.
Τον γνώρισα κι εγώ από κοντά στην Πάτρα και διαπίστωσα όντως ότι πρόκειται για έναν εξαιρετικό άνθρωπο.
Με ιδιαίτερη χαρά λοιπόν, περιμένω το πρώτο του μυθιστόρημα, κάπου εκεί στις αρχές του φθινοπώρου...

Γιώτα Φώτου είπε...

Πασχαλία τι κάνες;
Έχω διαβάσει το βιβλίο του Περικλή. Μου άρεσε πολύ τόσο η θεματολογία όσο και ο τρόπος γραφήςτων διηγημάτων. Στο τέλος βέβαια είπα: Θέλω κι άλλα. Ελπίζω λοιπόν σε ένα νέο βιβλίο. Γνώρισα και τον ίδιο πρόσφατα και τα βρήκαμε, έχουμε πολλά κοινά.
Να τον συγχαρώ κι από εδώ και οπωσδήποτε να συγχαρώ κι εσένα που πάντα γράφεις εκπληκτικές παρουσιάσεις.
Φιλιά