Δευτέρα 26 Απριλίου 2010

Τη νύχτα που γύρισε ο χρόνος της Νοέλ Μπάξερ

Tη νύχτα που γύρισε ο χρόνος

«Ο χρόνος πηγαινοέρχεται στο Κουρουτζού, αυτό το γνώρισα και το γνωρίζω καλά. Πάντα πηγαινοερχόταν. Από τότε που με έφεραν οι γονείς μου από τη Γερμανία και με παρέδωσαν στη γιαγιά. Έτσι έμαθα να μετράω το χρόνο εγώ, Σερχάτ. Δυο βήματα μπροστά και ένα πίσω. Στιγμές, όλα προς τα πίσω και κανένα βήμα μπροστά».
Ένα βήμα μπροστά ήθελε να κάνει η Σουλτάνα. Να πάψει να είναι πια η Σουλτάνα της γιαγιάς της και να γίνει η Σουλτάνα του εαυτού της. Στον απολογισμό που λίγο πολύ κάθε άνθρωπος κάνει όταν αγγίζει τα τρομακτικά πενήντα χρόνια της ηλικίας του, εκείνη αυτό το πράγμα πρώτο πρώτο συνειδητοποίησε: Ότι είχε γίνει φτυστή η γιαγιά Σουλτάνα κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση όπως θα της πει ο Λυκούργος, ο Λυκούργος της, αυτός που τη δίδαξε ότι η αγάπη δεν είναι κτήτορας, αλλά υπηρέτης εκείνου που αγάπησε. Ο Λυκούργος που την έμαθε ότι η αγάπη συμπάσχει, μοιράζεται, ανέχεται, συγχωρεί. Κι αυτή η συνειδητοποίηση έρχεται τη νύχτα που γύρισε ο χρόνος. Στη στροφή των πενήντα και συνάμα σ’ εκείνη την ιδιαίτερη, μαγική ώρα που θαρρείς ότι η ζωή σου σταματάει να προχωράει και κοντοστέκεται, μόνο και μόνο για να σου δώσει την ευκαιρία να την κοιτάξεις στα μάτια. Να την καταλάβεις. Να την μαλώσεις για τα λάθη της, για τα λάθη σου. Να τη συμβουλέψεις, να της αλλάξεις πορεία, να τη διορθώσεις, να την προσγειώσεις αν πετάει απείθαρχα στα σύννεφα.
Τη νύχτα που γύρισε ο χρόνος η Σουλτάνα βρίσκεται αντιμέτωπη με τα γαλάζια σαν θάλασσα μάτια του ξαδέρφου της του Σερχάτ. Υπομονετικός, σιωπηλός συνομιλητής, κρίκος γερός ανάμεσα στον ποντιακό εαυτό που της εμφύτευσε όσα χρόνια την ανάτρεφε η γιαγιά Σουλτάνα και συνάμα, αδύναμος κρίκος, όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται αυτό, ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν της, ένα παρελθόν που έχει γεωγραφικό μήκος και πλάτος, καθώς έχει το σπίτι του στην Κερασούντα του Πόντου και από κει εξαπολύει μνήμες, αρώματα, γεύσεις, πίκρες, θυμό, θλίψη και μυστικά. Μυστικά που έπρεπε να μείνουν μυστικά γιατί αν φανερωθούν, φορτώνουν και με πρόσθετη θλίψη την ιστορική πορεία των Ποντίων κι άλλα προσωπικά μυστικά, κρυμμένα σ’ ένα τσίγκινο κουτί με φωτογραφίες μικρών κοριτσιών που είχε τραβήξει ο παππούς Μυρώδης, εκείνος που ανακάλυψε στα προχωρημένα πενήντα του, την κρυμμένη απ’ τους δικούς της γιαγιά Σουλτάνα μόλις στα δώδεκα, σ’ ένα ορφανοτροφείο όπου μόνο αν το ήθελε το ριζικό της όπως και συνέβη, μπόρεσε να την εντοπίσει ο Μυρώδης. Αλλά ο έρωτας ξετρυπώνει τα πάντα. Κι έτσι ο θείος για τη Σουλτάνα Μυρώδης αρχικά κι έπειτα σύζυγος, την έπεισε να γίνει δικιά του δίνοντας στον παιδικό τότε εαυτό της μιαν απλοϊκή υπόσχεση. Ότι δεν θα αφήσει κανέναν να της πειράξει την πλεξούδα.
Αυτή η πλεξούδα θα παίξει ρόλο καταλυτικό στην ιστορία της γιαγιάς και κατ’ επέκταση στην ιστορία και της εγγονής αλλά και στην έμπνευση της συγγραφέως. Η μακριά κάτω απ’ τη μέση πλεξούδα της γιαγιάς θα αποτελέσει το σημείο αναφοράς της αθωότητάς της αφενός και της τραγικότητας κάθε σημαντικής στιγμής της ζωής της αφετέρου. Η λερωμένη από περιττώματα πλεξούδα και η οσμή που θα αναδύει για μέρες όταν η αδερφή της Αρτεμισία που την κουβαλούσε στη ράχη της θα πεθάνει από δυσεντερία μετά από ατέρμονες παχύρευστες κενώσεις πάνω στα μαλλιά της γιαγιάς Σουλτάνας, κατά την πορεία της λευκής εξορίας, θα σηματοδοτήσει τη θλίψη, το πένθος, τα αισθήματα της απώλειας για καιρό ίσως και για πάντα σε μια μνήμη που είναι πλημμυρισμένη από πληγές. Η ίδια πλεξούδα τυλιγμένη αργότερα σαν φίδι μέσα σ’ ένα κουτί, μετά το θάνατο της γιαγιάς Σουλτάνας θα μεταφέρει το μαντάτο του θανάτου και συνάμα θα αποτελέσει το μόνο πράγμα από εκείνη για να το κλάψει η εκτουρκισμένη Ευδοξία η Οζγκιούλ, η άλλη αδερφή που έμεινε πίσω τότε με τον ξεριζωμό.
Αλλά και για τη συγγραφέα είναι προφανές ότι η πλεξούδα σαν σύμβολο αφενός και σαν τεχνική αφετέρου που ευρηματικότατα χρησιμοποίησε, υποσυνείδητα την οδήγησε να πλέξει τρεις διαφορετικές ιστορίες με μοναδική μαεστρία ώστε να φωτίσει το μέλλον μέσω του παρελθόντος και νσ ανοίξει κυριολεκτικά μια διώρυγα στο παρόν που θα την ενώσει με κάθε χωροχρονική διάσταση της ιστορίας του εαυτού της. Σχηματικά θα έλεγε κανείς ότι η συγγραφέας περιγράφει και εμβαθύνει στην προσωπική ιστορία της γιαγιάς Σουλτάνας που είναι συνυφασμένη με την ιστορία του ξεριζωμού των Ποντίων του όμοιου με την Κάθοδο των Μυρίων όπως αυτή περιγράφεται από τον Ξενοφώντα, η ιστορία της εγγονής Σουλτάνας ως αστυνομικού αφενός και ως ερωμένης του παντρεμένου, πιστού Λυκούργου στη Μερόπη την οποία περιθάλπουν μαζί ως το τέλος και στην αστυνομική ιστορία, στις παράξενες δολοφονίες δύο διευθυντών προσωπικού σε πολυεθνικές εταιρείες, πανομοιότυπες τόσο που η εγγονή Σουλτάνα ψυχανεμίζεται ότι η μια είναι αντιγραφή της άλλης απλώς και όχι προερχόμενες από το ίδιο φονικό χέρι.
Ακόμη και στο κομμάτι της αστυνομικής ιστορίας που μοιάζει ωστόσο περισσότερο με έναν καμβά πάνω στον οποίο η συγγραφέας κατάφερε να κεντήσει τις μνήμες της από το παρελθόν και να εμβαθύνει στα πιο επικίνδυνα σκότη της ποντιακής δικής της ψυχής και της ψυχής της γιαγιάς της, ανεμίζει μια αχτένιστη πλεξούδα, η πλεξούδα της κόρης του φονευθέντος διευθυντή προσωπικού Παπαγιάννη, μια ορφανή πλεξούδα, που αρνείται να επιτρέψει σε άλλον να βάλει σε τάξη τις ατίθασες τρίχες της, νοσταλγώντας μονάχα το πατρικό χέρι γι’ αυτή την ιεροτελεστία που κάθε πρωί ένωνε πατέρα και κόρη.
Κυρίαρχο στοιχείο ο Πόντος, ως θάλασσα, γεύση, χρώμα, φως, πατρίδα, νοσταλγία, σκοτάδι. Όλα αυτά τα στοιχεία έχουν εισβάλλει κι έχουν κυριέψει την συνείδηση αλλά και το ασυνείδητο της εγγονής. Λέξη λέξη η γιαγιά φύτευε στο χωράφι της ψυχής της εγγονής, τους σπόρους που ήθελε εκείνη, τις αξίες τις φερμένες μες στους μπόγους των προσφύγων. Πότε πότε ξεπετιόταν κάνα βλαστάρι διαφορετικό απ’ όσα της δίδαξε, όπως τότε που εγκατέλειψε το κορίτσι την ελεύθερη δικηγορία για να εργαστεί στην αστυνομία ή όπως όταν ερωτεύτηκε έναν άντρα έξω από τις προδιαγραφές της γιαγιάς που όριζαν ως πρωταρχικό κριτήριο την ποντιακή ρίζα. Αλλά και πάλι η γιαγιά με λίγες λέξεις κατάφερνε να το κορφολογήσει αναλόγως, να το προσαρμόσει στο προφίλ που εξαρχής είχε φροντίσει να δώσει στην εγγονή της, και πάλι η ζωή φρόντιζε να επαληθεύονται οι αξίες του παρελθόντος.
Ενδιαφέρουσα οπτική της κοσμοθεωρίας της γιαγιάς προβάλλεται από την πένα της συγγραφέως όταν παρουσιάζει τη στάση της γιαγιάς απέναντι στα εγκλήματα του Πόντιου Εθνικιστή Αντών Τσαούς.
«Σου το απαγορεύω να μιλήσεις γι’ αυτή την υπόθεση» είπε η γιαγιά και χτύπησε το χέρι στο τραπέζι. «Δεν σου το είπα για να το κάνεις βούκινο». Γλύκανε ψεύτικα και μου έπιασε το χέρι. Το αισθάνθηκα καυτό μετά τη δυνατή σύγκρουσή του με το τραπέζι . «Δεν κάνει τσικάρι μ’» με συμβούλευσε. « Ο Αντών Τσαούς είναι Πόντιος».
Ένας άγραφος κώδικας τιμής είναι βαρύ φορτίο για μια εγγονή κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση της γιαγιάς της, είναι ένα βαρίδι ασήκωτο που δεν της επιτρέπει να κάνει εκείνο το βήμα προς τα μπρος για να προχωρήσει, ν’ αλλάξει, να βρει τον εαυτό που υπάρχει πέρα απ’ τα κύτταρα της γιαγιάς, της γενιάς. Όταν καταφέρνει αυτό τον κώδικα τιμής και τον σπάζει, την ίδια στιγμή που μαθαίνει τον ένοχο στην αστυνομική έρευνα που διενεργεί, την ίδια εποχή που ανακαλύπτει το φόβο ν’ αλλάξει σχήμα η έως τότε ερωτική της σχέση, όταν πεθαίνει η Μερόπη και ο Λυκούργος μπορεί να γίνει ολότελα δικός της, την ίδια εποχή πάνω-κάτω που φεύγει η γιαγιά Σουλτάνα μαζί με τον ίσκιο που παρακολουθεί συνέχεια τα βήματά της να μην βγουν έξω απ’ τα όρια της ποντιακής της ρίζας, τότε η Σουλτάνα, αντίκρυ στα γαλανά μάτια του Σερχάτ, αντίκρυ στον άλλο της, ανατολίτη εαυτό, παραδέχεται αλήθειες και επιτέλους βρίσκει απαντήσεις.
Δεν θα πω περισσότερα για την πλεξούδα των ιστοριών που οδηγούν όχι σε απλές αφηγήσεις αλλά στο αέρισμα εκείνο της σκέψης που απαιτείται πριν γίνει αναθεώρηση των περασμένων και προβεί καθένας στην ανακατάταξη των αρχών της ζωής του. Νιώθω την ανάγκη να μιλήσω για τη γλώσσα και την τεχνική της συγγραφέως που αποτελούν τον δεύτερο από τους δυο πόλους που καθιστούν ένα βιβλίο διαχρονικό, διαπεραστικό και εν προκεμένω ασύγκριτο.
Η συμπύκνωση λόγου είναι απαράμιλλη. Η απλότητά του σε καθηλώνει καθώς μέσα από καθημερινά περιστατικά η συναισθηματική φόρτιση που επιτυγχάνεται αποδεικνύει μια σχεδόν σοκαριστική λογοτεχνική μαεστρία. Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο αισθάνεσαι ότι τίποτα δεν έχει τοποθετηθεί τυχαία, ούτε ένας τόνος, ούτε ένα κόμμα, τίποτα δεν λείπει και τίποτε μα τίποτε δεν περισσεύει. Μοιάζει με μια σφιχτή σφαίρα που σημαδεύει και πετυχαίνει απευθείας την καρδιά του στόχου. Η γλώσσα είναι καυστική, με ιδιαίτερη ζωντάνια. Λέξεις της καθημερινότητας συνδυάζονται αρμονικά με λέξεις πιο σύνθετες ώστε το αισθητικό αποτέλεσμα να μην έχει καμία σχέση με ό,τι ονομάζουμε βερμπαλιστικό και βαρύγδουπο. Πρωτοστατεί το χιούμορ, ένα χιούμορ γλυκόπικρο που συμβάλλει στην εμβάθυνση και την ανάδειξη του τραγικού. Ένα χιούμορ αυθεντικό. Επίσης, υπάρχει μια ισοβαρής ανάπτυξη της εσωτερικής και της εξωτερικής δράσης των ηρώων και συνάμα κινείται ευέλικτα και παράλληλα στον κόσμο του φαίνεσθαι των ηρώων και του σκέπτεσθαι ή αισθάνεσθαι. Στόχος τόσο της ηρωίδας όσο και της συγγραφέως όχι μόνο η κατάκτηση της αυτογνωσίας αλλά και η χάραξη της νέας πορείας. Η απόφαση. Εκείνη η απόφαση που είναι απόδειξη μιας λύτρωσης και συνάμα της επιθυμίας να απαλλαγεί καθένας απ’ τις σκιές που κουβαλάει, κάνοντας το απαραίτητο ξεσκαρτάρισμα στ’ αμπάρια του απ’ τα φορτία που δεν τον ωφελούν και κρατώντας τα αναμνηστικά που συνθέτουν το αγαπημένο παρελθόν του εαυτού του.
Οι ήρωες της Μπάξερ πετυχαίνουν άψογα όχι μόνο το στόχο αυτής της αυτογνωσίας και αυτής της απόφασης αλλά ανάγλυφοι καθώς είναι, καταφέρνουν να ανασυνθέσουν μια ολόκληρη εποχή (όσοι είναι ενταγμένοι στην ιστορία της γιαγιάς Σουλτάνας) και ένα ολόκληρο κατεστημένο (όσοι είναι ενταγμένοι στην ιστορία της εξιχνίασης του εγκλήματος) και συνάμα καταφέρνουν να αποδείξουν το ρόλο της συντροφικότητας και των πολυσχιδών διαστάσεων της αγάπης όσοι (κυρίως η Σουλτάνα, ο Λυκούργος και η Μερόπη) δρουν στην ερωτική ιστορία της Σουλτάνας.
Υπάρχει μια γεωμετρία και μια ίση μεταχείριση των ηρώων στην ανάπτυξη των χαρακτήρων, της δράσης και του ψυχισμού τους που επιβεβαιώνουν ότι η Νοέλ Μπάξερ λειτούργησε όσον αφορά τη δομή του έργου της σχεδόν χειρουργικά μην αφήνοντας τίποτε στην τύχη.
Η γλώσσα τρέχει. Είναι καυτή, φυσική, ωμή όπου και όπως χρειάζεται. Διαθέτει το μέτρο εκείνο που δεν την κάνει ούτε υπερβολική, ούτε ανιαρή, ούτε ψεύτικη ούτε υπερφίαλη. Την κάνει πηγαία και αυθόρμητη γλώσσα των ηρώων που έχουν διαφορετικούς χαρακτήρες, οράματα, εμπειρίες και πληγές. Είναι γλώσσα που συνδυάζει την λιτότητα του σεναρίου και το βαθυστόχαστο χαρακτήρα της ποιητικής επιρροής. Γιατί το μυθιστόρημα της Νοέλ θα το χαρακτήριζα ως μια φιλοσοφική ποιητική οπτική μιας εποχής.
Οι ιδέες οι αραδιασμένες μπροστά σ’ ένα μουσαμαδένιο τραπεζομάντιλο που πεισματικά η γιαγιά δεν αλλάζει είναι μια σκηνή δυναμίτης που αποδεικνύει ότι η μια εικόνα ισοδυναμεί πράγματι με χίλιες λέξεις και έχει απαράμιλλη δυναμική. Η Νοέλ Μπάξερ την τεχνική της εικόνας και τη χρήση της απλοϊκής λεπτομέρειας που μεταμορφώνει την περιγραφή σε αγγελιοφόρο σημαντικών μηνυμάτων την κατέχει καλά. Ο μουσαμάς γίνεται ο ρυθμιστής κατά κάποιον τρόπο, ο ελεγκτής καλύτερα της παλιάς και της νέας ιδέας. Όπως ρυθμιστικό παράγοντα στην ιστορία παίζει η μάνα, η ξενιτεμένη στην Γερμανία που έχει αφήσει το παιδί στα χέρια της γιαγιάς, που άφησε το παιδί να μεγαλώσει μακριά απ’ τη ζύμωση της μεσολαβούσας εποχής και ως εκ τούτου ανάγκασε ην ψυχή να νιώσει το κενό της έλλειψης της ενδιάμεσης γενιάς. Άλλο κεφάλαιο κι αυτό, της απουσίας της μάνας στην ξενιτιά που ακροθιγώς αλλά δυναμικά αγγίζει η Νοέλ, αφήνοντας τα παιδιά να τρέφονται με μητρική στοργή απ’ τα μάτια στις φωτογραφίες, να τραυματίζονται θανάσιμα από απουσίες.
Το πιο καταλυτικό όμως στοιχείο του έργου είναι η αναφορά στην τραγωδία της Αντιγόνης και η αντιστοίχισή της με τη δράση του εγκλήματος στο έγκλημα που εξιχνιάζει η Σουλτάνα.
«Εκείνο που επιθυμούσα με τη βοήθεια του αρχαίου κειμένου ήταν να κλείσω την υπόθεση σε προσωπικό επίπεδο. Στο αρχείο της Σουλτάνας. Μου ήταν απαραίτητο, Σερχάτ, όχι μόνο απαλή επιθυμία, να κατανοήσω βήμα προς βήμα τι διαδραματίστηκε στους ανθρώπους αυτούς. Το τι συνέβη μέσα τους. Επρόκειτο για ζωτική ανάγκη εφάμιλλη της κινητήριας δύναμης του Μυρώδη. Περπατούσα στην κόψη του ξυραφιού, είχα επίγνωση, δεν ήμουν αμέτοχη για να βγω σώα.
«Ξέρεις πως τώρα περπατάς στου ξυραφιού την κόψη;» με προειδοποίησε μέσα από τις σελίδες της Αντιγόνης και ο μάντης Τειρεσίας. «Τις αρχές μου προδίδω κι ούτε δύναμαι τις πηγές των δακρύων να φράξω».
Έκλαψε η Σουλτάνα εκείνη τη μέρα όταν έσπασε το καλό φλιτζάνι της γιαγιάς, που το είχε φέρει κειμήλιο από το Κουρουτζού για να τη νιώθει κοντά της, να αφουγκράζεται τα λόγια και την ανάσα της να την ζεσταίνουν ακόμη και μετά το θάνατό της. Με λίγο λιγότερο Κουρουτζού θα έμενε από κείνη τη μέρα. Στα γόνατα βάλθηκε να μαζεύει απ’ το πάτωμα τα κομμάτια από το καλό φλιτζάνι της γιαγιάς κι έκλαιγε με λυγμούς. Κλαίγοντας τα άπλωσε στη φούστα της και προσπάθησε να συνθέσει πάλι το φλιτζάνι, να ελέγξει ότι δεν έλειπε από το θησαυρό ούτε κομματάκι. Κι ενώ έκανε αυτή τη δουλειά, αναγνώριζε ότι στην πραγματικότητα πήγαινε να βρει τους δικούς της νεκρούς. «Είναι νεκροί και φταίνε οι ζωντανοί για τη θανή τους» θα ξεπηδήσει ακόμη κι εκείνη τη στιγμή μια ταιριαστή φράση της Αντιγόνης, και μαζί με τα λόγια ένας ταιριαστός θυμός.
Απ’ το παρόν στο παρελθόν, κι απ’ το παρελθόν στο παρόν πάλι, μια σκυταλοδρομία αξιών, μια σκυταλοδρομία σκέψεων και συναισθημάτων, ένα ταξίδι ασταμάτητο με προορισμό το μέλλον αναζητώντας τις αποσκευές που θα έπαιρνε η Σουλτάνα μαζί της είναι αυτό το βιβλίο. Μέσα σε μια νύχτα δεν βρίσκει μόνο τον προορισμό της. Καταστρώνει και το χάρτη. Χτίζει καινούργια ζωή. Χτίζει το αύριο. Και είμαι σίγουρη ότι αυτό το αύριο θα εξασφαλίσει και στη δημιουργό της καθώς το έργο είναι γραμμένο και εξαρχής μοιρωμένο να εξασφαλίσει την αθανασία και τη διαχρονικότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: