Σάββατο 6 Ιουνίου 2009

Σας παραθέτω δύο άρθρα του συγγραφέα και κριτικού Κούρτοβικ.
ΠΕΡΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Ο ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ ΠΡΙΝ 2 ΧΡΟΝΙΑ

Είναι κοινό μυστικό ότι λογοτεχνία σήμερα διαβάζουν κυρίως οι γυναίκες. Όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σχεδόν παντού. Υπάρχει μάλιστα μια θεωρία που λέει ότι έτσι ήταν πάντοτε. Ιδιαίτερα το μυθιστόρημα, το βαρύ πυροβολικό του σύγχρονου λογοτεχνικού βιβλίου, ήταν, σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, εξαρχής γυναικεία υπόθεση, τουλάχιστον από την άποψη του αναγνωστικού κοινού του. Και όταν λέμε εξαρχής, εννοούμε από την ύστερη αρχαιότητα, όταν πρωτοεμφανίστηκε το είδος. Δηλαδή, εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια.
Δεν αποκλείεται να είναι έτσι. Μπορώ, πράγματι, εύκολα να φανταστώ ότι πρωτομυθιστορήματα όπως το Χαιρέας και Καλλιρρόη του Χαρίτωνα, το Δάφνις και Χλόη του Λόγγου, το Λευκίππη και Κλειτοφών του Αχιλλέα Τάτιου διαβάζονταν πιο πολύ από τις γυναίκες της εποχής. Αλλά και τα μεσαιωνικά ρομάντζα, τόσο τα δυτικά όσο και τα βυζαντινά, θα πρέπει να συγκινούσαν κατ΄ εξοχήν τις κυρίες, ενώ οι κάπως πιο ζωηρές ανάμεσά τους θα τρελαίνονταν και για το Δεκαήμερο του Βοκκάκιου (υπάρχει άλλωστε, σαν μακρινός απόηχος, το γνωστό μεσοπολεμικό άσμα που λέει «...και εις το Αρσάκειο διάβαζα Βοκκάκιο»).
Και, συνεχίζοντας το ταξίδι μας στον χρόνο, μήπως δεν συναντάμε διάσημα μυθιστορήματα που δεν θα είχαν γίνει διάσημα αν δεν είχαν αγαπηθεί προπαντός από τις γυναίκες: την Πριγκίπισσα της Κλεβ, την Πάμελα , τη Μαντάμ Μποβαρύ, την ΄Αννα Καρένινα , τα μυθιστορήματα του Ντίκενς, για να μη μιλήσουμε για την Τζέιν ΄Ωστιν, τη Σάρλοτ και την ΄Εμιλυ Μπροντέ ή τη Βιρτζίνια Γουλφ; Αμφιβάλλω, βέβαια, αν άλλα διάσημα μυθιστορήματα, όπως ο Δον Κιχώτης, ο Μόμπυ Ντικ, το Μαγικό βουνό, ο ΄Ανθρωπος χωρίς ιδιότητες, η Δίκη, ο Οδυσσέας , υπήρξαν ποτέ ιδιαίτερα δημοφιλή στο γυναικείο κοινό. Αλλά θα αφήσω στην άκρη τέτοιες αμφιβολίες, ύποπτες για σεξισμό μέσα στο politically correct κλίμα της εποχής μας, και θα τονίσω για ξεκάρφωμα ότι, αν δεν διάβαζαν τόσο πολύ οι γυναίκες, η λογοτεχνία θα ήταν σήμερα πιθανότατα ένα περιθωριακό φαινόμενο. Στην Ελλάδα μάλιστα πολύ περιθωριακό. Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για την Ελλάδα. Το γυναικείο αναγνωστικό κοινό λογοτεχνίας στην Ελλάδα έχει δύο στατιστικές ιδιαιτερότητες, σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Πρώτον, είναι αναλογικά μεγαλύτερο (για πολύ πάνω από 70% κάνουν λόγο οι στατιστικές και οι εκτιμήσεις των βιβλιοπωλών). Και δεύτερον, διαβάζει κυρίως γυναίκες συγγραφείς: στους καταλόγους των ευπώλητων κυριαρχούν σαφώς τα γυναικεία ονόματα, ενώ οι άνδρες συγγραφείς μόνον υπό ειδικές προϋποθέσεις φτάνουν τα γυναικεία νούμερα. Αυτό αντανακλάται άλλωστε και στην αναλογία γυναικών και ανδρών συγγραφέων, που με ραγδαίους ρυθμούς γίνεται ολοένα ευνοϊκότερη για τις γυναίκες. Μπορεί να κατέχουμε μια από τις τελευταίες θέσεις στην Ευρώπη σε ό, τι αφορά το ποσοστό γυναικών βουλευτών, γυναικών υπουργών, γυναικών πανεπιστημιακών, γυναικών διευθυντικών στελεχών, αλλά το ποσοστό γυναικών συγγραφέων μας - γύρω στο 50% σήμερα- αποτελεί πιθανότατα ευρωπαϊκό, ίσως και παγκόσμιο ρεκόρ. Ούτε Σκανδιναβία να ήμασταν!
Αυτά όλα σημαίνουν ότι το προφίλ της σημερινής ελληνικής λογοτεχνίας και η γενική ποιότητά της (αν έχει νόημα να μιλάει κανείς για γενική ποιότητα στη λογοτεχνία) καθορίζονται πρωτίστως από τις γυναίκες, από το τι γράφουν, αλλά και από το τι διαβάζουν, αφού
οι εκφρασμένες προτιμήσεις του μαζικού αναγνωστικού κοινού, δηλαδή του γυναικείου, επηρεάζουν πολλούς δόκιμους ή επίδοξους συγγραφείς, ακόμη και άνδρες συγγραφείς. Αν αυτό δεν είναι εντυπωσιακό για μια χώρα όπου ώς πριν από τρεις δεκαετίες η γυναίκα ήταν πολίτης δεύτερης κατηγορίας (ακόμη λίγο παλιότερα δεν ήταν καν πολίτης), με πολλών ειδών κοινωνικούς και θεσμικούς περιορισμούς, φραγμούς στη μόρφωσή της και ασήμαντη παρουσία στη δημόσια ζωή, τότε τι είναι εντυπωσιακό; Μερικοί ξένοι νεοελληνιστές, μάλιστα, μιλούν για επανάσταση, για σαρωτικό άνεμο ανανέωσης που έφερε στην ελληνική λογοτεχνία, τις δύο τελευταίες δεκαετίες, η δυναμική εμφάνιση των σύγχρονων Ελληνίδων, με τις καινούργιες ανησυχίες και αναζητήσεις τους. Τώρα βέβαια, οι ξένοι νεοελληνιστές λειτουργούν ως διαφημιστές της λογοτεχνίας μας στις χώρες τους, για το οποίο και τους ευχαριστούμε από βάθους καρδίας, κι ας μην το κάνουν από καθαρή ανιδιοτέλεια, αφού έτσι προβάλλουν και τη δική τους δουλειά, διαλαλούν τη δική τους πραμάτεια. Ως διαφημιστές, μπορεί να υπερβάλλουν ή να εξωραΐζουν κάπως τα πράγματα. Το βέβαιο είναι ότι, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές τους, καμιά από τις Ελληνίδες συγγραφείς τις οποίες συστήνουν κατά καιρούς ως ισάξιες ή ανώτερες της Ντόρις Λέσινγκ, της Μάργκαρετ ΄Ατγουντ ή έστω της Ιζαμπέλ Αλιέντε δεν αναγνωρίστηκε ως τέτοια στο εξωτερικό, δεν κατέκτησε τουλάχιστον ένα αξιόλογο ή αφοσιωμένο κοινό. Αλλά μπορεί να φταίει γι΄ αυτό η υπερπροσφορά μεγάλων συγγραφέων από τις περιφερειακές χώρες: ό, τι κάνουν οι νεοελληνιστές θα το κάνουν, φαντάζομαι, και οι νεοτουρκιστές, οι νεοαλβανιστές, οι νεογροιλανδιστές, οι νεονεπαλιστές και πάει λέγοντας, οπότε με τέτοια πληθώρα λογοτεχνικών κολοσσών από εξωτικά μέρη οι ξένοι αναγνώστες και κριτικοί είναι επόμενο να χάνουν τον μπούσουλα.
Η ταπεινότητά μου πάντως, που εννοείται ότι δεν διαθέτει τη σοφία και την ευρύτητα βλέμματος των νεοελληνιστών, βλέπει ότι τα χειρότερα μυθιστορήματα στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας γράφτηκαν τα τελευταία δέκα χρόνια από γυναίκες και είχαν όλα φοβερή επιτυχία. ΄Οσο χειρότερα, τόσο μεγαλύτερη η επιτυχία τους. Παρατηρεί επίσης η ταπεινότητά μου ότι, με λίγες εξαιρέσεις (αυτή τη στιγμή μού έρχονται στον νου η Μάρω Δούκα και η ΄Ερση Σωτηροπούλου), οι σοβαρές και πράγματι σημαντικές συγγραφείς των δεκαετιών του 1980 και 1990 γράφουν όλο και χειρότερα, όλο και πιο συμμορφωμένα με τις «ευαισθησίες» και την αισθητική του μαζικού (γυναικείου, ας το επαναλάβουμε) κοινού, δίνοντάς μας να καταλάβουμε ότι εζήλωσαν τη δόξα και προπαντός τις εισπράξεις των νεότερων, πιο κυνικών συναδέλφων τους. ΄Οσο για τον ανανεωτικό άνεμο και τις καινούργιες ανησυχίες, συγγνώμη, αλλά δεν μπόρεσα ώς τώρα να τις διακρίνω. ΄Ισως κρύβονται ντροπαλά πίσω από την αγωνία για το πώς θα τυλίξουμε έναν άνδρα, πώς θα τον κρατήσουμε, πώς θα χωρέσει το ποδαράκι μας στο γυάλινο γοβάκι του πρίγκιπα, μαζί μ΄ ένα σωρό ψυχαναλυτικούρες, που έχουν διαδεχτεί στη μόδα την αστρολογική εμβρίθεια της περασμένης δεκαετίας. Πουθενά αλλού δεν συμβαίνει αυτό, και πάντως όχι σε τέτοια έκταση. Η Ρόζαμουντ Πίλτσερ κι εκείνος ο παμπόνηρος γητευτής των γυναικείων ψυχών, ο Κοέλιο, είναι δημοφιλείς και αλλού, αλλά εκεί οι γυναίκες διαβάζουν και σοβαρότερα πράγματα, χώρια ότι οι προτιμήσεις τους δεν εξαρτώνται από το φύλο του συγγραφέα. Μα πώς τα καταφέρνουν έτσι οι συμπατριώτισσές μας;
Κατόπιν αν-ωρίμου σκέψεως θα αποτολμήσω (τα λέω έτσι σεμνά για να μην εξαγριώσω και άλλο τις ήδη εξαγριωμένες, φοβάμαι, φεμινίστριες) την εξής ερμηνεία. Η Ελληνίδα πράγματι προωθήθηκε θεαματικά, διεκδικητικά και απαιτητικά στο προσκήνιο της κοινωνικής ζωής τις τελευταίες δεκαετίες. Μια αίσθηση ελευθερίας και πρωτοφανέρωτων δυνατοτήτων διαδέχτηκε αιώνες υποταγής, αποκλεισμών, περιθωριοποίησης. Αλλά η ταχύτητα της αλλαγής δημιούργησε μια περίεργη κατάσταση. Η τυπική σύγχρονη Ελληνίδα βιώνει την πρόσφατα αποκτημένη ελευθερία της κυρίως ως μεγαλύτερη κοινωνική κινητικότητα, ανεμπόδιστη πρόσβαση στη μόρφωση και εξάλειψη των σεξουαλικών ταμπού. Δεν έχει όμως επεξεργαστεί και εμβαθύνει αυτή την ελευθερία. Εσωτερικά, επηρεάζεται ακόμη σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις αξίες και τη νοοτροπία της μητέρας της και της γιαγιάς της, που δεν συμβιβάζονται με τις άλλες αξιώσεις της και με την καινούργια πραγματικότητα. Τελεί, έτσι, σε φοβερή σύγχυση, για την οποία της οφείλουμε όλη την κατανόησή μας. Ενώ δεν βρίσκεται πια στο κοινωνικό περιθώριο, αναζητεί, με τη χαρακτηριστική ψυχολογία της γκετοποιημένης γυναίκας άλλων εποχών, παρηγοριά και συναισθηματική αλληλεγγύη σε μια λογοτεχνία επικεντρωμένη σε τυπικά γυναικεία θέματα και γραμμένη κυρίως από ομόφυλές της συγγραφείς, που είτε ταυτίζονται πραγματικά μαζί της είτε προσποιούνται ότι ταυτίζονται, γιατί ξέρουν ότι έτσι έχουν εξασφαλισμένη την εμπορική επιτυχία. Ορίστε. Αφού εκδηλώθηκα ως φαλλοκράτης και βρομερό σεξιστικό γουρούνι, έδειξα, ελπίζω, ότι μπορώ και να καταλάβω τη θέση της σύγχρονης Ελληνίδας, ότι δεν θεωρώ τη συμπεριφορά της πάγια έκφραση της γυναικείας φύσης και ότι εκτιμώ πως η τωρινή κατάστασή της είναι μεταβατική. Αλλά, με το συμπάθιο, δεν δέχομαι να κολακεύσω τις αδυναμίες της και να τις περιβάλω με την αίγλη της υψηλής αισθητικής.

function openWindow(theTarget, windowName, Properties){
var newWin = window.open(theTarget, windowName, Properties);
newWin.focus();
ΠΕΡΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
ΣΗΜΕΡΑ Ο ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ ΣΤΑ ΝΕΑ

Τελευταίο βράδυ της έκθεσης βιβλίου στον Κεραμεικό, τον Μάιο, έκανα μια βόλτα από εκεί. Βρήκα, για να ξεκινήσω με αυτό, ότι η διοργάνωση είναι πιο συμπαθητική στον καινούργιο χώρο της, συνομιλεί καλύτερα με το περιβάλλον, ενώ στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου και, παλιότερα, στο Πεδίο του ΄Αρεως μού θύμιζε καταυλισμό σεισμοπλήκτων μέσα σε πάρκο. Αλλά θέλω σήμερα να μιλήσω για κάτι άλλο.
Στα περισσότερα περίπτερα η κίνηση ήταν σχετικά αραιή και οι στάσεις που έκαναν οι επισκέπτες συνήθως σύντομες. Πρόσεξα όμως ένα, μπροστά στο οποίο γινόταν πραγματικός συνωστισμός. ΄Ηταν το περίπτερο ενός γνωστού εκδοτικού οίκου, από αυτούς που συναγωνίζονται για τον πιο πλούσιο σε εμπορικούς συγγραφείς κατάλογο. Το κοινό που στριμωχνόταν μπροστά στον πάγκο του περίπτερου αποτελούνταν αποκλειστικά από γυναίκες (μία μόνον είχε μαζί της τον άνδρα της, που χάζευε εμφανώς αμήχανος). Πολλές είχαν ανοίξει από ένα βιβλίο και διάβαζαν με βουλιμία. Στάθηκα λίγο πιο πέρα και προσπάθησα να παρατηρήσω τη σκηνή όσο το δυνατόν πιο αποστασιοποιημένα και απροκατάληπτα, κοινωνιολογικά ας πούμε. Σχεδόν όλες οι γυναίκες είχαν ηλικία ανάμεσα στα 35 και τα 50. Σχεδόν όλες ανήκαν ολοφάνερα στην κατώτερη μεσαία τάξη, αυτή που συνήθως αποκαλούμε μικροαστική. Εξίσου φανερό ήταν ότι η ζωή δεν είχε φανεί πολύ γενναιόδωρη σ΄ αυτές τις γυναίκες. Ο Όργουελ έλεγε ότι στα πενήντα του έχει κανείς το πρόσωπο που του ταιριάζει, αυτό δηλαδή που σκαλίζει πάνω του σιγά σιγά η ζωή που κάνει. Τα πρόσωπα που έβλεπα ήταν στερημένα, σχεδόν ρημαγμένα, και σε μερικά βλέμματα πρόσεξα κάτι το αλαφιασμένο. Ξαφνικά αισθάνθηκα μεγάλη συγκίνηση βλέποντας αυτές τις γυναίκες απορροφημένες σε κάποιο βιβλίο. Δεν με ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή αν το βιβλίο ήταν καλό ή κακό. Μου φαινόταν συγκλονιστικό ότι έψαχναν εναγώνια εκεί μέσα να βρουν κάτι που τους είχε αρνηθεί η ζωή. Στο βάθος του περίπτερου, πάνω από τα κεφάλια των γυναικών με τα ξασμένα, τα οξυζεναρισμένα ή τα σκληρά σαν πράσα μαλλιά, κρέμονταν δύο φωτογραφικά πορτρέτα. Απεικόνιζαν τις δύο πολυνίκες συγγραφείς του εκδοτικού οίκου στις κούρσες για το πλειστοπώλητο ελληνικό βιβλίο της χρονιάς. Οι δύο πρωταθλήτριες, με προσεγμένο μακιγιάζ και σαν να είχαν μόλις βγει από το κομμωτήριο, κοίταζαν από εκεί ψηλά το κοινό τους με συγκρατημένα περήφανο και καθησυχαστικό βλέμμα. Καταλάβαινες ότι είχαν το ίδιο κοινωνικό προφίλ με τις αναγνώστριές τους. ΄Ενιωθαν όμως σαν εκλεγμένες αντιπρόσωποί τους- και όχι αδικαιολόγητα, αφού είχαν αναδειχτεί πράγματι από αυτές, με δημοκρατικότατες διαδικασίες. Είχαν συναίσθηση του ρόλου που τους είχε απονεμηθεί και τον έπαιρναν πολύ στα σοβαρά. ΄Εμοιαζαν κάπως με μαμάδες που παίζουν με τα παιδιά τους με τον τρόπο των μαμάδων, ήρεμα και κάπως συγκαταβατικά, απολαμβάνοντας όχι τόσο το παιχνίδι όσο τον ρόλο της μητέρας. Στην αρχή με εκνεύρισε το αυτάρεσκο ύφος των δύο συγγραφέων, έτσι όπως αιωρούνταν πάνω από τα μαραμένα πρόσωπα των θαυμαστριών τους. Λίγο αργότερα όμως, όταν ξανάφερα στο μυαλό μου τη σκηνή, τα συναισθήματά μου άλλαξαν. Ένιωσα κάποια λύπη και γι΄ αυτές. ΄Εχουν πάρει τον ρόλο τους τόσο πολύ στα σοβαρά ώστε κοντεύουν να ξεχάσουν ότι τον υποδύονται. Θα νομίσουν πως είναι ό, τι ακριβώς πιστεύει γι΄ αυτές το φανατικό κοινό τους: σπουδαίες συγγραφείς. Και από εκεί θα αρχίσει η δυστυχία τους. Θυμάμαι κάποτε στη Γερμανία έναν νεαρό και πολύ ωραίο ΄Ελληνα, λαϊκό παιδί με ευθείς τρόπους και μια φυσική, ήρεμη ανδροπρέπεια. ΄Ηταν αγαπητός σε όλους, ΄Ελληνες και Γερμανούς, άνδρες και γυναίκες (στις γυναίκες ακόμα περισσότερο). ΄Ωσπου κάποια στιγμή το παιδί αυτό, επειδή έπαιξε δυο-τρεις φορές σε ερασιτεχνικούς θιάσους (πράγμα που του ζητήθηκε κυρίως λόγω του παραστήματός του), πίστεψε πως είχε γίνει καλλιτέχνης. ΄Αρχισε να φέρεται με την επιτήδευση που νόμιζε πως ταίριαζε στην καινούργια ιδιότητά του, να σνομπάρει τους ανθρώπους της τάξης του και πολύ σύντομα έγινε αντιπαθής έως αξιολύπητος σε όλους (στις γυναίκες ακόμα περισσότερο). Φυσικά, δεν βρήκε ποτέ την αναγνώριση από εκείνους από τους οποίους την περίμενε και στο τέλος έπεσε σε κατάθλιψη. Παρακολούθησα στο διαδίκτυο μια συνέντευξη που έδωσε μια συγγραφέας αυτού του είδους, μαστόρισσα δηλαδή του ροζ μπεστ σέλερ, για το τελευταίο της βιβλίο. Είπε, μεταξύ άλλων, ότι κάθε εποχή έχει τα προβλήματά της και το πρόβλημα της δικής μας είναι οι ανθρώπινες σχέσεις. Μου έκανε εντύπωση η σιγουριά με την οποία εντόπισε αμέσως το πρόβλημα της εποχής μας (εγώ θα αμφιταλαντευόμουν ανάμεσα σε κάμποσα προβλήματα). Ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση μού προξένησε όμως κάτι που είπε λίγο παρακάτω: ότι το μυθιστόρημά της είναι διδακτικό· βοηθάει, δηλαδή, τις γυναίκες να καταλάβουν καλύτερα τον εαυτό τους, αλλά και τον άνδρα τους, όπως επίσης βοηθάει τους άνδρες να καταλάβουν καλύτερα τη γυναίκα τους (το πλαίσιο αναφοράς της συγγραφέως ήταν η οικογένεια, όπως συμβαίνει κατά κανόνα στα μυθιστορήματα αυτού του τύπου). Νά η λέξη-κλειδί: διδακτικό. Καταραμένη και εκδιωγμένη από την καθαυτό λογοτεχνία, βρήκε καταφύγιο σ΄ αυτό που μερικοί τολμούν ακόμα να αποκαλούν παραλογοτεχνία. Οι αναγνώστριες τέτοιων βιβλίων παραδέχονται πρόθυμα ότι είναι ανώριμες, ότι δεν τα βρίσκουν με τον εαυτό τους και δεν τα βγάζουν πέρα με τις απαιτήσεις της ζωής τους, γι΄ αυτό χρειάζονται καθοδήγηση από κάποιον που ξέρει καλύτερα. Η ροζ παραλογοτεχνία και το κοινό της βάζουν τον συγγραφέα σε πολύ ψηλότερο σκαλοπάτι από ό, τι η σύγχρονη σοβαρή λογοτεχνία. Αξίζουν άραγε οι συγκεκριμένοι συγγραφείς αυτή τη θέση; Αν κρίνουμε από τη διαρκή ανταπόκριση των αναγνωστριών τους, την αξίζουν με το παραπάνω. Αλλά το αν κάποιος αξίζει και πόσο είναι θέμα ορισμού της αξίας. Το μυστικό αυτών των μυθιστορημάτων, όπως αντιλαμβάνεται εύκολα όποιος έχει διαβάσει δυο-τρία από αυτά, είναι ότι παρουσιάζουν τα πράγματα πολύ πιο απλά από όσο τα βλέπουν εκείνοι που επιμένουν να αμφιβάλλουν και να λεπτολογούν, και ότι υποδεικνύουν λύσεις. Το πλεονέκτημά τους, δηλαδή, είναι προφανές και τεράστιο. Το αν όμως η απλουστευμένη αναπαράσταση της πραγματικότητας (των ανθρώπινων σχέσεων, εν προκειμένω) θα επιβεβαιωθεί τελικά από την πραγματικότητα που βιώνουν οι αναγνώστριες, το αν οι άμεσες λύσεις που προτείνονται θα αποδώσουν είναι ένα τελείως διαφορετικό ζήτημα, στο οποίο θα απαντήσει κάποτε, θέλοντας και μη, η κάθε αναγνώστρια χωριστά. Δεν νομίζω πως θα αμφισβητήσει κανείς ότι ένα φευγαλέο, κρυφό ερωτευμένο βλέμμα λέει πολύ περισσότερα και είναι πολύ πιο αξιόπιστο από μια καλλιεπή ερωτική εξομολόγηση. Η αγωνία του αληθινού συγγραφέα είναι πώς θα μεταφράσει αυτό το βλέμμα στον σκληρό, δύσκαμπτο, συχνά παραπλανητικό κώδικα που λέγεται γλώσσα. Ξαναφέρνοντας όμως στον νου μου τα πρόσωπα των αναγνωστριών που έψαχναν σκυμμένες στα βιβλία, σ΄ εκείνο το εκθεσιακό περίπτερο, σκέφτομαι πως, όταν δεν συναντάμε στη ζωή μας τέτοια βλέμματα ή ίσως όταν δεν έχουμε αρκετή ευαισθησία για να τα προσέξουμε και να τα ερμηνεύσουμε, ακόμα και μια φλύαρη, ψεύτικη ερωτική εξομολόγηση μπορεί να γίνει βάλσαμο για την ψυχή μας.

function openWindow(theTarget, windowName, Properties){
var newWin = window.open(theTarget, windowName, Properties);
newWin.focus();

Τα σχόλια δικά σας.
Σε παλιότερη ανάρτησή μου είχα θέσει το μείζον θέμα της κριτικής και συγκεκριμένα πόσο πρέπει να επηρεάζει τον κάθε συγγραφέα η όποια κριτική αλλά και το ρόλο και τη συμπεριφορά του κριτικού απέναντι στον συγγραφέα
Νομίζω ότι τα κάτωθι άρθρα θα ρίξουν φως στην υπόθεση και θα καταστήσουν σαφές αφενός το μέγιστο βαθμό της υποκειμενικότητας κάθε κρίσης περί ποιοτικής λογοτεχνίας αφετέρου την οδύνη που βιώνει κάθε άνθρωπος που γράφει ακόμη, κι αν έχει τον παράλληλο ρόλο του κριτικού
1ο ΆΡΘΡΟ
Στο φύλλο της 22ας-23ης Νοεμβρίου 2003, σε άρθρο με τίτλο «Όταν τα μέσα γίνονται σκοπός», ο κ. Κούρτοβικ προβαίνει σε μια αήθη και συκοφαντική επίθεση κατά του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, το οποίο κατά τον αρθρογράφο έχει «μπλεχτεί σ’ ένα όργιο σκανδαλολογίας», έχει «προκαλέσει δύο, ως τώρα, ερωτήσεις βουλευτών της αντιπολίτευσης» και έχει «κινήσει μια επικείμενη δίκη για συκοφαντική δυσφήμιση με κατηγορούμενο τον εκδότη του περιοδικού Ιχνευτής Κώστα Βουκελάτο».Με αφετηρία την ανυπόστατη και αναπόδεικτη αναφορά του «σ’ ένα όργιο σκανδαλολογίας», το οποίο ο ίδιος επινόησε και το επικαλείται για να συνδράμει τον κ. Βουκελάτο, αναρωτιέται: «Μα είναι δυνατόν ένας θεσμός που δημιουργήθηκε για τη στήριξη και την προώθηση του ελληνικού βιβλίου να πυροδοτεί διενέξεις σε τέτοιο επίπεδο;»Όμως τα ερωτήματα που πραγματικά τίθενται είναι τα εξής: πώς αντιστέκεται κανείς στη συκοφαντία, πώς αντιμετωπίζει την προσβολή της προσωπικότητας και της αξιοπιστίας του νομικού προσώπου το οποίο εκπροσωπεί, πώς υπερασπίζεται την τιμή, την υπόληψη και την ακεραιότητά του; Σιωπώντας; Τότε είναι σαν να αποδέχεται τις ψευδείς και δυσφημιστικές κατηγορίες του κ. Βουκελάτου. Προσφεύγοντας στη δικαιοσύνη και ζητώντας την αποκατάσταση της βλάβης που υπέστη; Τότε διαπράττει το ατόπημα «να πυροδοτεί διενέξεις».Το Δ. Σ. του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου με ομόφωνη απόφασή του (πρακτικό αρ. 106, 14/10/2002) έκρινε ότι όφειλε να ασκήσει αγωγή κατά του εκδότη του περιοδικού Ιχνευτής διότι στο τχ. 3 που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο 2002 καθύβρισε και συκοφάντησε το νομικό πρόσωπο και τα ενάγοντα μέλη του Δ. Σ. εξαπολύοντας αβασάνιστα ψευδείς κατηγορίες.Αλλά τα ίδια ερωτήματα γεννά και το άρθρο του κ. Κούρτοβικ ο οποίος, κυριολεκτικά την παραμονή της επικείμενης δίκης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου που έχει οριστεί για τις 27/11/2003, επαναλαμβάνει την ίδια ουσιαστικά «επιχειρηματολογία» και τη συμπληρώνει με δικές του ανακριβείς πληροφορίες ή επικριτικές παρατηρήσεις που διαστρεβλώνουν τόσο την πραγματικότητα ώστε να αγγίζουν τα όρια της συκοφαντικής δυσφήμισης.Κατ’ αρχάς, επικρίνει τις έρευνες και τις μελέτες που έχει επεξεργαστεί το ΕΚΕΒΙ με αντικείμενο την αγορά και τους συντελεστές του βιβλίου, επειδή έχουν κατηγορηθεί «επανειλημμένα και τεκμηριωμένα για προχειρότητα, αντιγραφή, μαγειρέματα αριθμών και παρουσίαση εξωπραγματικών συμπερασμάτων». «Μνημειώδη περίπτωση», γράφει, «αποτελεί μια στατιστική μελέτη από το 2000, η οποία εμφάνιζε τον τζίρο του ελληνικού βιβλίου μεγαλύτερο από εκείνον των τυχερών παιχνιδιών».Αυτό το σχόλιο του κ. Κούρτοβικ είναι απολύτως ανακριβές και αποτελεί ένα καλό παράδειγμα πρόχειρης και ατεκμηρίωτης κατηγορίας που απευθύνεται κακόπιστα κατά του ΕΚΕΒΙ. Η στατιστική στην οποία αναφέρεται είναι η Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών του έτους 1998/1999, με δείγμα 6.258 νοικοκυριά, που διενεργεί κάθε πέντε χρόνια η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος σε όλες τις περιοχές της χώρας. Σε αυτή την έρευνα αναφέρεται ότι η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών για βιβλία ανερχόταν σε 3.339 δρχ. ενώ οι αντίστοιχες για τυχερά παιχνίδια σε 2.452 δρχ., για τον κινηματογράφο σε 884 δρχ. και για θέατρο, συναυλίες, όπερα σε 268 δρχ. Τα στοιχεία αυτά είναι σήμερα δημοσιευμένα σε ειδική έκδοση της ΕΣΥΕ (Αθήνα, 2001) και μπορούν να ελεγχθούν.Το ΕΚΕΒΙ ουδέποτε υποστήριξε ότι ο τζίρος του βιβλίου είναι μεγαλύτερος από τον τζίρο του τζόγου. Επεσήμανε αυτά τα στατιστικά στοιχεία, τα συνέκρινε με τα αντίστοιχα στοιχεία των ερευνών της ΕΣΥΕ από το 1975 και μετά, τα συνδύασε με άλλά μεγέθη της αγοράς όπως οι δημοσιευμένοι ισολογισμοί των μεγάλων εκδοτικών επιχειρήσεων, τα εισαγόμενα ξενόγλωσσα βιβλία, η αύξηση των τίτλων που εκδίδονται ετησίως, και με αυτή τη μέθοδο στοιχειοθέτησε την εκτίμηση ότι η αγορά του βιβλίου παρουσιάζει αξιόλογη ανάπτυξη.Την ίδια μεταχείριση επιφυλάσσει ο κ. Κούρτοβικ και στην εταιρεία «Βιβλιονέτ Α. Ε.» την οποία θεωρεί «παράδειγμα αποτυχημένης επένδυσης και κερδοσκοπικής δραστηριότητας του ΕΚΕΒΙ». Η «Βιβλιονέτ» ιδρύθηκε το 1998 με στόχο τη δημιουργία ψηφιακού καταλόγου των κυκλοφορούντων βιβλίων. Το ΕΚΕΒΙ συμμετείχε ύστερα από πρόσκληση των σωματείων εκδοτών και βιβλιοπωλών και η νομική μορφή της ανώνυμης εταιρείας επελέγη για να επιτρέπει τη συμμετοχή στον ίδιο φορέα εταίρων με διαφορετική νομική προσωπικότητα όπως τα σωματεία, οι εκδοτικές επιχειρήσεις και το ΕΚΕΒΙ. Στο συνολικό μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας συμμετείχαν 44 σημαντικοί εκδοτικοί οίκοι, δύο σύλλογοι εκδοτών (ΣΕΒΑ και ΣΕΚΒ) και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εκδοτών Βιβλιοπωλών.Το ΕΚΕΒΙ συμμετείχε νομίμως και ουδέποτε επεδίωξε κερδοσκοπικούς σκοπούς. Η «Βιβλιονέτ» σύμφωνα με την εκφρασμένη βούληση όλων των μετόχων ήταν και παραμένει ένα εργαλείο στην υπηρεσία του βιβλίου. Ωστόσο, παρά τη χαμηλή τιμή πώλησης των προϊόντων, η οποία δεν ήταν αντίστοιχη με τα ποσά που επενδύθηκαν, οι επαγγελματικοί συντελεστές του βιβλίου (εκδότες, βιβλιοπώλες, βιβλιοθήκες) δεν μπόρεσαν να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα της εταιρείας η οποία κατ’ ανάγκην οδηγήθηκε στη διαδικασία εκκαθάρισης.Εκτιμώντας την αδιαμφισβήτητη αξία των υπηρεσιών που προσφέρει η «Βιβλιονέτ», η Γενική Συνέλευση των μετόχων, με ομόφωνη απόφασή της, πρότεινε την εξαγορά της εταιρείας από το ΕΚΕΒΙ, το οποίο θεωρεί τον μοναδικό οργανισμό που μπορεί να εξασφαλίσει την παραγωγή και τη δωρεάν διανομή σε όλους τους επαγγελματικούς φορείς και το αναγνωστικό κοινό αυτού του τόσο χρήσιμου εργαλείου. Σήμερα, ο κόμβος biblionet.gr, χωρίς να έχει σταματήσει ούτε μία μέρα να ενημερώνεται, προσφέρει ελεύθερη πρόσβαση σε όλους τους χρήστες, οι οποίοι μπορούν να βρουν στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων πληροφορίες για περισσότερους από 80.000 τίτλους, δηλαδή για το σύνολο σχεδόν των κυκλοφορούντων βιβλίων.Ο κ. Κούρτοβικ, ο οποίος δηλώνει ότι «ασχολείται επαγγελματικά με το βιβλίο», είναι δυνατόν να μη γνωρίζει αυτά τα στοιχεία; Ή επιμελώς τα παραλείπει για να ενισχύσει «την εντύπωση ότι το ΕΚΕΒΙ συνδέεται με επιχειρηματικά συμφέροντα»; Από την αναφορά του στην «επιχειρηματική δραστηριότητα» του διευθυντή του ΕΚΕΒΙ κ. Χ. Γ. Λάζου, με την οποία περνά πλέον καθαρά στο πεδίο της συκοφαντίας με τη μέθοδο της διασποράς ανακριβών πληροφοριών και εντυπώσεων, προκύπτει μάλλον το δεύτερο.Η εταιρεία «Μεταίχμιο Μελετητική», στην οποία ο κ. Λάζος ήταν πράγματι βασικός μέτοχος, συστάθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 1999 και το αντικείμενο της δεν ήταν οι εκδόσεις αλλά οι μελέτες και έρευνες. Ο κ. Λάζος διορίστηκε διευθυντής του ΕΚΕΒΙ με υπουργική απόφαση που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 20 Δεκεμβρίου 1999. Ενημέρωσε το Δ. Σ. του ΕΚΕΒΙ και με δική του πρωτοβουλία η εταιρεία παρέμεινε αδρανής μέχρι τον Ιούλιο 2001 οπότε και αποχώρησε. Σημειώνεται ότι από τη συμμετοχή του στην εταιρεία ο κ. Λάζος δεν έχει εισπράξει ούτε μία δραχμή. Από πού προκύπτει συνεπώς η σύνδεση του ΕΚΕΒΙ με επιχειρηματικά συμφέροντα και τι άλλο εξυπηρετεί αυτός ο ισχυρισμός εκτός από τη δημιουργία παραπλανητικών εντυπώσεων;Στο άρθρο του ο κ. Κούρτοβικ δεν περιορίζεται σε επιμέρους επισημάνσεις. Ξεσπαθώνει γενικώς κατά του ΕΚΕΒΙ και αμφισβητεί συνολικά τη λειτουργία και τη χρησιμότητα αυτού του θεσμού. Θα ήθελε το ΕΚΕΒΙ να μοιάζει με τα αντίστοιχα κέντρα «μικρών ή μικρομεσαίων ευρωπαϊκών χωρών» και να έχει «έναν αποκλειστικό, σαφώς οριοθετημένο σκοπό: την προώθηση της εθνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό».Πράγματι το ΕΚΕΒΙ δεν μοιάζει με αυτά τα κέντρα, και αυτή ακριβώς η διαφορά συστήνει την πρωτοτυπία και την καινοτομία του. Είναι ένας σύγχρονος, ανεξάρτητος και ευέλικτος φορέας στην υπηρεσία του βιβλίου. Θεσμικά συγκροτείται σε ένα νέο πεδίο ανάμεσα στο κράτος και την κοινωνία των πολιτών, δηλαδή την αγορά του βιβλίου, τους επαγγελματικούς φορείς και το αναγνωστικό κοινό, και λειτουργεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Πολιτισμού από το οποίο και χρηματοδοτείται.Αυτή η ιδιαιτερότητα αποτυπώνεται στη σύνθεση του Δ. Σ., στο οποίο συμμετέχουν και συναποφασίζουν προσωπικότητες του κόσμου του βιβλίου που διορίζονται από τον υπουργό Πολιτισμού, εκπρόσωπος του ΥΠΠΟ, και εκπρόσωποι των εκδοτών, των βιβλιοπωλών, των συγγραφέων, των μεταφραστών και των βιβλιοθηκονόμων.Η ίδια φιλοσοφία διέπει τις αρμοδιότητες του ΕΚΕΒΙ το οποίο οφείλει πρώτα απ’ όλα να περιγράψει την κατάσταση που επικρατεί στο χώρο του βιβλίου, να εντοπίσει τα προβλήματα, να διοργανώσει το δημόσιο διάλογο με τους ενδιαφερόμενους φορείς και να συνεργαστεί μαζί τους για την επεξεργασία προτάσεων και λύσεων. Από εδώ προκύπτει και η ανάγκη ερευνών και μελετών, καθόσον κάθε πολιτιστική πολιτική πρέπει να βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα. Σε αυτό το πλαίσιο, από το 1995 και μετά, έγιναν βασικές έρευνες και δημοσιεύτηκαν μελέτες που αφορούν όλους τους συντελεστές του βιβλίου. Αυτό το ευρύ και διαρκώς εξελισσόμενο υλικό θα συμπληρωθεί τους επόμενους μήνες με τη δημοσίευση πέντε νέων μελετών: «Τα οικονομικά του βιβλίου στην Ελλάδα 2001-2003», «Επαγγελματική κατάσταση των συγγραφέων», «Επαγγελματική κατάσταση των μεταφραστών», «Ανάγκες επαγγελματικής κατάρτισης και επιμόρφωσης των βιβλιοθηκαρίων-βιβλιοθηκονόμων», «Στατιστικά στοιχεία της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής, 1998-2003». Συγχρόνως, διεξάγεται η νέα έρευνα «Αναγνωστικής Συμπεριφοράς», πέντε χρόνια μετά τη διενέργεια της προηγούμενης.Ένα άλλο πεδίο είναι η εφαρμογή προγραμμάτων, η ανάπτυξη δράσεων και η επεξεργασία προτάσεων προς άλλες αρμόδιες δημόσιες υπηρεσίες. Με αυτές τις πρωτοβουλίες το ΕΚΕΒΙ επιδιώκει να παρέμβει στην αγορά του βιβλίου, να αποκαταστήσει στρεβλώσεις, να καλύψει κενά ή να διαμορφώσει ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη του βιβλίου. Εδώ εντάσσονται η «Βιβλιονέτ» και η διευκόλυνση μικρών βιβλιοπωλικών και εκδοτικών επιχειρήσεων ώστε να αξιοποιήσουν τις νέες τεχνολογίες, η διοργάνωση επιμορφωτικών σεμιναρίων για τους επαγγελματίες του βιβλίου, η ενίσχυση εκδόσεων στις επιστήμες του ανθρώπου, η επεξεργασία προτάσεων, σε συνεργασία με τα σωματεία εκδοτών και βιβλιοπωλών, σχετικών με τη βελτίωση της φορολογίας του βιβλίου, όπως επίσης η συμβολή του ΕΚΕΒΙ στην υπό συζήτηση ρύθμιση του ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού των συγγραφέων.Κεντρική δράση του ΕΚΕΒΙ είναι η προώθηση της ανάγνωσης και η διεύρυνση του αναγνωστικού κοινού. Η «Σκυταλοδρομία Ανάγνωσης» είναι ένα πρόγραμμα δημιουργίας νέων αναγνωστών που κατά το σχολικό έτος 2002-2003 εφαρμόστηκε με μεγάλη επιτυχία σε περισσότερες από 1.200 τάξεις Δημοτικών Σχολείων σε όλη τη χώρα και αυτή τη χρονιά διευρύνεται ακόμα περισσότερο σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας. Η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, η Ημέρα Παιδικού Βιβλίου, τα αφιερώματα σε μεγάλους έλληνες λογοτέχνες (Σεφέρης, Εμπειρίκος, Ξενόπουλος, Παπαδιαμάντης, Σικελιανός, Παλαμάς) είναι εκδηλώσεις που συμβάλλουν ουσιαστικά στην προώθηση του βιβλίου και έχουν κριθεί θετικά από το κοινό.Η ανάπτυξη μιας ευρωπαϊκής και διεθνούς πολιτικής για το βιβλίο είναι το τέταρτο πεδίο στο οποίο το ΕΚΕΒΙ αναλαμβάνει πρωτοβουλίες και αναπτύσσει δράσεις. Τον περασμένο Απρίλιο, στο πλαίσιο της ελληνικής προεδρίας, διοργάνωσε μια ευρωπαϊκή συνδιάσκεψη στην οποίαν συμμετείχαν 150 εκπρόσωποι υπουργείων, ευρωπαϊκών και εθνικών ομοσπονδιών, Κέντρων Βιβλίου και Μετάφρασης, από 25 χώρες. Το Ψήφισμα, που εγκρίθηκε ομοφώνως, θεωρήθηκε από τις ευρωπαϊκές ομοσπονδίες συγγραφέων, εκδοτών, βιβλιοπωλών, αλλά και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ουσιαστική συμβολή στην προώθηση της ευρωπαϊκής πολιτικής για το βιβλίο και το ΕΚΕΒΙ εισέπραξε συγχαρητήριες επιστολές για την άρτια διοργάνωση και την εύστοχη διατύπωση των θεμάτων.Καρπός αυτής της συνδιάσκεψης είναι το πολυετές πρόγραμμα συνεργασίας που συντονίζει το ΕΚΕΒΙ και στο οποίο συμμετέχουν ως συνδιοργανωτές και εταίροι 17 φορείς από 8 χώρες, όπως επίσης και οι ευρωπαϊκές ομοσπονδίες συγγραφέων, εκδοτών και βιβλιοπωλών. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει σημαντικές δράσεις που δεν είναι δυνατόν να αναπτυχθούν στο πλαίσιο αυτού του κειμένου.Στον τομέα της προώθησης του ελληνικού βιβλίου στο εξωτερικό το ΕΚΕΒΙ έχει να επιδείξει ένα τεράστιο και εξαιρετικά επιτυχημένο έργο. Την έκδοση του αγγλόφωνου περιοδικού Ithaca από τις σελίδες του οποίου έχουν παρουσιαστεί εκατοντάδες βιβλία και συγγραφείς. Τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Μετάφρασης (ΕΚΕΜΕΛ). Τη συμμετοχή της Ελλάδας ως τιμώμενης χώρας στη Φραγκφούρτη. Υπενθυμίζουμε ότι στις εκδηλώσεις που διοργανώθηκαν κατά τη διάρκεια της Έκθεσης συμμετείχαν περισσότεροι από 40 συγγραφείς, μεταξύ των οποίων και ο κ. Κούρτοβικ, στις παρουσιάσεις που έγιναν στη Λειψία και άλλες γερμανικές πόλεις περισσότεροι από 60 συγγραφείς, ενώ συγχρόνως εκδόθηκαν στα γερμανικά 120 περίπου φυλλάδια παρουσίασης ελλήνων συγγραφέων.Ένα άλλο μέγεθος που επιτρέπει την ποσοτική αποτίμηση της επιτυχίας του ΕΚΕΒΙ σε αυτόν τον τομέα είναι οι εκδόσεις ελληνικών βιβλίων στα γαλλικά: 3 το 2000, περισσότερα από 45 το 2002 και ένας ανάλογος αριθμός το 2003.Από πού προκύπτει λοιπόν η άποψη του κ. Κούρτοβικ ότι «γύρω από την ηγεσία του ΕΚΕΒΙ έχει σχηματιστεί μια αυλή από ευνοούμενους συγγραφείς»;Ανώνυμοι Ισπανοί φίλοι του κ.Κούρτοβικ τον πληροφόρησαν ότι η ελληνική συμμετοχή στην έκθεση Liber της Μαδρίτης «κρίθηκε απογοητευτική». Και αυτή η ατεκμηρίωτη άποψη γεννά απορίες. Για έναν απλό λόγο: τον Σεπτέμβριο του 2005 η Ελλάδα θα είναι τιμώμενη χώρα στην έκθεση Liber της Μαδρίτης. Αυτό ήταν ένα από τα αποτελέσματα της ελληνικής συμμετοχής και της προετοιμασίας που συντόνισε το ΕΚΕΒΙ. Είναι αυτό αποτυχία;Σε αυτά τα στοιχεία θα μπορούσαν να προστεθούν και να συζητηθούν η προετοιμασία της έκθεσης Scripta στη Θεσσαλονίκη, η παρουσία της Ελλάδας ως τιμώμενης χώρας στο Τορίνο τον Μάιο 2004 και το Βαλκανικό Κέντρο Μετάφρασης. Όταν αναπτύσσεται ένα τόσο ευρύ και σύνθετο πρόγραμμα δράσεων είναι φυσικό να υπάρχουν λάθη και παραλείψεις. Αλλά το άρθρο του κ. Κούρτοβικ, στο οποίο κυριαρχούν η κακοπιστία και η διαστρέβλωση της πραγματικότητας, δεν είχε σκοπό να αναδείξει κάποιο από αυτά. Είναι ένα άρθρο που δεν συμβάλλει στην προαγωγή του δημοκρατικού διαλόγου αλλά αποβλέπει στην κατάργησή του.Χ. Γ. Λάζος Ρένα Σταυρίδη - ΠατρικίουΔιευθυντής του ΕΚΕΒΙ Πρόεδρος του Δ. Σ. του ΕΚΕΒΙ
άρθρο 2ο (Κούρτοβικ, καθεστωτική κριτική)
Το σημερινό τοπίο της λογοτεχνικής κριτικής στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, με τη γρήγορη καθιέρωση μιας πλειάδας νέων τότε και μεσήλικων σήμερα κριτικών- μιλάμε για επτά ή οκτώ πρόσωπα- που επωφελήθηκαν από το εντυπωσιακό άνοιγμα του ημερήσιου και εβδομαδιαίου Τύπου στον χώρο του βιβλίου και απέκτησαν μόνιμες στήλες στις εφημερίδες. Ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει από τότε, αν εξαιρέσουμε την προσθήκη δύο ή τριών νέων ονομάτων, που άλλωστε δεν έχουν ακόμα «ψηλώσει» όσο τα παλιότερα. Πολύ γρήγορα όμως σημειώθηκε μια διχοτόμηση, ένα άτυπο σχίσμα αυτής της ομάδας των επτάοκτώ κριτικών. Ενώ οι μισοί (περίπου) αποποιήθηκαν εξαρχής κάθε μορφή θεσμικής εξουσίας εκτός από αυτή που αντιπροσώπευε η στήλη τους, οι άλλοι μισοί δέχτηκαν ασμένως ή και προκάλεσαν τη συμμετοχή τους σε επιτροπές βραβείων (όπου είναι γνωστό τι παιχνίδια παίζονται), σεμινάρια, τηλεοπτικές εκπομπές, σύνταξη ανθολογιών κ.λπ. Ακολουθώντας μάλιστα ολοένα επιθετικότερη τακτική, πολλαπλασίασαν στο πέρασμα του χρόνου τέτοιους μοχλούς επιρροής τους και τους χρησιμοποιούσαν με αυξανόμενη αυτοπεποίθηση. Είναι κανείς ελεύθερος να κρίνει όπως θέλει αυτές τις δύο στάσεις. Μπορεί π.χ. να επαινέσει την πρώτη κατηγορία για εντιμότητα ή να την επικρίνει για ολιγωρία και μοραλιστική αφέλεια. Μπορεί, από την άλλη, να καταλογίσει στη δεύτερη κατηγορία εξουσιομανία και κυνισμό ή να εγκωμιάσει την ενεργητικότητά της και την έξυπνη προώθηση των θέσεών της. Δεν είναι αυτό το θέμα του σημερινού άρθρου μου. Το θέμα είναι οι συνέπειες, ολοένα πιο αισθητές, αυτής της διαφοροποίησης για την ελληνική λογοτεχνία και τον τρόπο υποδοχής της. Γιατί, ανεξάρτητα από το γόητρο που μπορεί να περιβάλλει ατομικά τον ένα ή τον άλλο κριτικό, αυτή η συγκέντρωση δύναμης στα χέρια μιας μικρής ομάδας δημιουργεί, αφ΄ ενός, νομοτελειακά σχέσεις ώσμωσης ανάμεσα στα μέλη της, όπως επίσης ανάμεσα στην ομάδα και άλλες μορφές εξουσίας, αφ΄ ετέρου οδηγεί εξίσου νομοτελειακά στην ανεξέλεγκτη λειτουργία της και την αυθαιρεσία. Βλέπουμε, πράγματι, τα ίδια τρία-τέσσερα ονόματα να εμφανίζονται σταθερά και συνήθως από κοινού σε διάφορες επιτροπές λογοτεχνικών βραβείων και επιχορήγησης μεταφράσεων, να παρουσιάζουν βιβλία λογοτεχνών του γούστου τους ή του κλίματός τους σε επίσημες εκδηλώσεις για την προώθηση των πωλήσεών τους, να επιμελούνται για λογαριασμό εκδοτικών οίκων ανθολογίες που φιλοδοξούν να διαμορφώσουν τον νεότερο λογοτεχνικό Κανόνα, ακόμα και να ιδρύουν, με τη στήριξη ισχυρών εκδοτών, περιοδικά μέσα από τα οποία προβάλλουν τις απόψεις και τις επιλογές τους. Τίποτα, βέβαια, από όλα αυτά δεν είναι επιλήψιμο από μόνο του. Εντυπωσιάζει ωστόσο το άθροισμά τους και προβληματίζει η τάση συνεχούς μεγέθυνσής του, που υποδηλώνει κάτι το βουλιμικό. Ας πάρουμε το παράδειγμα του «Βραβείου Αναγνωστών», που θεσπίστηκε από το ΕΚΕΒΙ πριν από μερικά χρόνια. Πρόκειται για μια τουλάχιστον ατυχή έμπνευση, αφού το αναγνωστικό κοινό απονέμει έτσι κι αλλιώς τα βραβεία του με τις αγοραστικές προτιμήσεις του, που ξέρουμε καλά τι είδους βιβλία ευνοούν. Όταν το ΕΚΕΒΙ, με τα πρώτα αποτελέσματα, κατάλαβε τη γκάφα του και βρέθηκε μπροστά στον κίνδυνο εξευτελισμού του νεότευκτου θεσμού, προσπάθησε να διορθώσει τα πράγματα με μια κριτική επιτροπή που προεπέλεγε τα βιβλία τα οποία καλούνταν να ψηφίσουν οι αναγνώστες! Στην πρώτη γκάφα προστέθηκε μια δεύτερη, ακόμα μεγαλύτερη, ένα εξωφρενικό οξύμωρο, που έχει το ανάλογό του μόνο στα εκλογοδικεία μερικών ημιδικτατορικών χωρών. Και όμως, οι εν λόγω κριτικοί δεν δίστασαν να στελεχώσουν και αυτή την επιτροπή (που, ευτυχώς, δεν έμελλε να μακροημερεύσει), χωρίς να υπολογίσουν, ή μάλλον χωρίς να φοβηθούν, πως αυτό θα υπέσκαπτε τη σοβαρότητα και την αξιοπιστία τους. Δεν φοβήθηκαν, ακριβώς επειδή η πολλαπλή παρουσία τους σε κέντρα θεσμικής επιρροής έχει εδραιώσει μέσα τους ένα αίσθημα παντοδυναμίας, αν όχι ασυλίας. Συνέπεια αυτού είναι ότι η σχέση τους με τα βιβλία που αναλαμβάνουν να κρίνουν δεν είναι αυτή ενός διαλόγου, ο οποίος μπορεί και να θέσει σε δοκιμασία τα κριτήριά τους, αλλά μιας αφ΄ υψηλού εφαρμογής πάγιων κανόνων, που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση ούτε καν συζήτηση. Σε άρθρο της πριν από δέκα χρόνια στο περιοδικό Ποίηση (τεύχος 11), με τίτλο «Ο κριτικός της τρέχουσας λογοτεχνικής παραγωγής», η Ελισάβετ Κοτζιά έγραφε μεταξύ άλλων τα εξής: «... ο κριτικός της τρέχουσας λογοτεχνικής παραγωγής θα ασχοληθεί επισταμένως με τα αμφισβητούμενα γραπτά, θα προσπαθήσει να τα σταθμίσει και να τα αξιολογήσει, θα θελήσει να ζυγίσει όσα θεωρεί προτερήματα και όσα αδυναμίες τους, να κρίνει ποια μικρή δόση εκείνου του συστατικού ανέτρεψε την ισορροπία των αναλογιών του και πόση δόση του άλλου συστατικού θα χρειαζόταν για να την αποκαταστήσει, ποια αδιόρατη απόχρωση τίνος πράγματος περισώζει το συγκεκριμένο έργο και ποια το καταστρέφει. Κι έτσι σταθμίζει κάθε βιβλίο αδιάκοπα και η πλάστιγγα γέρνει πότε από δω και πότε από εκεί» (σ. 226). Μένει κανείς άφωνος μπροστά στον αυτάρεσκο, νομικίστικο σχολαστικισμό αυτής της θέσης, που κρεμάει το περιεχόμενό της σε λέξεις-μανταλάκια όπως «σταθμίζω», «ζυγίζω», «δόση» ενός «συστατικού», «πλάστιγγα» κ.λπ. Μιλάει εδώ ένας κριτικός λογοτεχνίας ή ένας δικαστής, ένας δάσκαλος που βαθμολογεί εκθέσεις μαθητών, ολίγον και ένας δοκιμαστής κρασιών; Βέβαια, αναρωτιέται κανείς αν η τόση πολυπραγμοσύνη των συγκεκριμένων κριτικών τούς επιτρέπει έστω να εφαρμόσουν με συνέπεια αυτή τη μέθοδο, να «σταθμίσουν», να διακρίνουν «μικρές δόσεις» και «αδιόρατες αποχρώσεις». ΄Ενας κριτικός που διατηρεί μία, αν όχι και δύο μόνιμες στήλες σε εφημερίδα, είναι μέλος σε τρεις-τέσσερις επιτροπές, αρθρογραφεί τακτικά σε άλλα τόσα λογοτεχνικά περιοδικά, επιμελείται τηλεοπτική εκπομπή για το βιβλίο, παραδίδει σεμινάρια στο ΕΚΕΒΙ, συμμετέχει με εκτενείς γραπτές εισηγήσεις στη διαφημιστική καμπάνια του ενός ή του άλλου βιβλίου κ.λπ. κ.λπ., έχει άραγε τον χρόνο να διαβάσει προσεκτικά τα βιβλία που κρίνει κάθε βδομάδα (για να σκεφτεί πάνω σ΄ αυτά ούτε συζήτηση); Η λογική απαντάει όχι. Και πραγματικά, βλέπουμε ολοένα πιο συχνά στα κείμενα αυτών των κριτικών απίθανες ανακρίβειες και παρανοήσεις, αδιανόητες όχι μόνο για επαγγελματία κριτικό μα ακόμα και για έναν απλό, αλλά στοιχειωδώς συγκεντρωμένο αναγνώστη. Aυτό όμως είναι το λιγότερο. Πολύ πιο ανησυχητικό φαινόμενο είναι η προϊούσα σύγκλιση έως ταύτιση των περί ων ο λόγος κριτικών στις λογοτεχνικές προτιμήσεις τους ή ακόμα και στις ευκαιριακές επιλογές τους, που έρχονται μάλιστα σε αντίθεση με τις αισθητικές αρχές τους και υποκρύπτουν αλλότριες σκοπιμότητες. Λέω ότι πρόκειται για κάτι πολύ πιο ανησυχητικό επειδή, σε συνδυασμό με την πολυκεντρική θεσμική επιρροή αυτών των κριτικών, τείνει να δημιουργήσει στον χώρο της τρέχουσας λογοτεχνικής κριτικής μια μονοφωνία που δεν χρειάζεται να υπογραμμίσουμε πόσο ανασταλτικά επιδρά στην ανάπτυξη και ανανέωση της λογοτεχνίας μας. Τα βραβεία του Διαβάζω, που ξεκίνησαν το 1996, εισήγαγαν μια σημαντική καινοτομία: κάθε μέλος της κριτικής επιτροπής ήταν υποχρεωμένο, μετά την ανακοίνωση των βραβείων, να δημοσιοποιεί και μάλιστα να αιτιολογεί την ψήφο του για κάθε κατηγορία βιβλίου (ποίηση, μυθιστόρημα, διήγημα, πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας, δοκίμιο). Οι καθεστωτικοί κριτικοί συμμετείχαν σ΄ αυτή την επιτροπή, είτε εξαρχής (οι περισσότεροι) είτε από μια μεταγενέστερη χρονιά, και έδιναν τον τόνο στις επιλογές της. ΄Ετσι, τα τεύχη του Διαβάζω με τα αποτελέσματα των ψηφοφοριών και τις σχετικές εκθέσεις συνιστούν ένα ανεκτίμητο αρχείο για την ανίχνευση της στάσης τους, του βαθμού σύγκλισης μεταξύ τους και απόκλισής τους από τους υπόλοιπους κριτές. Το εντυπωσιακότερο, κάθε άλλο όμως παρά το μόνο ενδιαφέρον εύρημα αφορά τους δύο από τους τέσσερις καθεστωτικούς κριτικούς: την Ελισάβετ Κοτζιά και τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου. Είναι βέβαια γνωστή (και ομολογημένη) η «εκλεκτική συγγένεια» των δύο. Άλλο συγγένεια όμως και άλλο ταύτιση. Από τις συνολικά 35 ψηφοφορίες στις οποίες πήραν μέρος ανάμεσα στο 1996 και το 2004 (τελευταία χρονιά παρουσίας τους στην επιτροπή), στις 32 συνέπεσαν πλήρως, ενώ και στις υπόλοιπες τρεις δεν διαφοροποιήθηκαν ουσιαστικά, απλώς έδωσαν διαφορετική έμφαση σε βιβλία που και οι δύο είχαν συμπεριλάβει σε όσα θεωρούσαν αξιοβράβευτα! Τέτοιος βαθμός συμφωνίας, και μάλιστα για όλα τα είδη βιβλίου, από την ποίηση ώς το δοκίμιο, πολύ δύσκολα μπορεί να δικαιολογηθεί από κοινές ευαισθησίες. Μάλλον εγείρει υποψίες για συμπαιγνία. Όταν μιλάω για καθεστωτικούς κριτικούς, έχω πλήρη συνείδηση της σημασίας του όρου. Δεν πρόκειται μόνο για τη διείσδυσή τους σε σχεδόν όλους τους θεσμούς που έχουν να κάνουν με το ελληνικό λογοτεχνικό βιβλίο, αλλά και με αυτόν καθεαυτό τον τύπο λογοτεχνίας που προωθούν. Το αρχείο των βραβείων του Διαβάζω επιβεβαιώνει την εντύπωση που έτσι κι αλλιώς μας αφήνει η κριτικογραφία τους χρόνια τώρα. Πέρα από τις καταφανείς περιπτώσεις προσωποληψίας- εύνοιας προς ορισμένους συγγραφείς και αρνητικής διάθεσης για άλλους, με κριτήρια που μεταμφιέζονται σε λογοτεχνικά- μπορούμε να δούμε την αποθέωση μιας λογοτεχνίας όπου κυριαρχούν ο μινιμαλισμός, ο μιζεραμπιλισμός, ο συγγραφικός αυτισμός, ο εστετισμός της κλεισούρας και της ναφθαλίνης, την επιβολή μιας αντίληψης αλλεργικής στον στοχασμό, φοβικής απέναντι στα μεγάλα θέματα, καχύποπτης απέναντι σε ό, τι θυμίζει πραγματικότητα και δεν εμπνέεται μόνον από την ίδια τη λογοτεχνία. Μια εφησυχασμένη κριτική, που αγαπάει μια εφησυχασμένη λογοτεχνία. Μια κριτική που ο προβληματισμός της εξαντλείται στην «απόλαυση» του κειμένου και η αγωνία της στην κατάκτηση ολοένα περισσότερων θεσμικών θέσεων. Αν αυτό δεν είναι καθεστωτισμός, τότε ας μας παρηγορήσει η σκέψη ότι η καθεστωτική νοοτροπία δεν μπορεί ποτέ να απλωθεί και στα πολιτισμικά φαινόμενα μιας κοινωνίας. Υ.Γ. Επειδή θα υπάρξουν σίγουρα καλοθελητές που θα σταθούν στο δάχτυλο και όχι σ΄ αυτό που το δάχτυλο δείχνει, δηλώνω ο ίδιος ευθέως ότι έχω προσωπική αφορμή να λέω τα παραπάνω. Αθέμιτο δεν είναι, στο κάτω κάτω. Για πολλά χρόνια δεν αντιδρούσα στην απαράδεκτη τακτική των συγκεκριμένων κριτικών, ακριβώς επειδή συγκαταλεγόμουν στα θύματά τους (διευκρινίζω και τονίζω ότι με αυτό δεν εννοώ τυχόν αρνητικές κριτικές) και ήθελα να αποφύγω μια αντιδικία που θα μπορούσε να θεωρηθεί προσωπική. Σφάλμα μου! ΄Επρεπε να ξεχειλίσει το ποτήρι, με δύο κατάφωρα στημένες κριτικές (κοινά, εξ αμοιβαίας αντιγραφής πραγματολογικά λάθη και τερατώδεις διαστρεβλώσεις), για να χάσω τη χαζή υπομονή μου. Και αν χρειαστεί, θα πω περισσότερα και εξοργιστικότερα επ΄ αυτού.
function openWindow(theTarget, windowName, Properties){
var newWin = window.open(theTarget, windowName, Properties);
newWin.focus();

Άρθρο 3ο: Κ.ΛΠ
Οι κριτικοί Δημοσθένης Κούρτοβικ, Ελισάβετ Κοτζιά και άλλοι στη μικρή μας πόλη των ιδεών (http://modest.wordpress.com/2009/02/24/οι-κ?ι?ικοί-δημο?θένη?-κο???οβικ-ελι)
Σ’ ένα σημείωμά της η Ελισάβετ Κοτζιά [βιβλιοκριτικός της "Καθημερινής"] έγραψε κάποια πράγματα κι έριξε φως στα σκοτάδια. Ιδού:
"Πριν από αρκετά χρόνια είχα δημοσιεύσει μια επαινετική κριτική για το μυθιστόρημά του «Η νοσταλγία των δράκων» το οποίο είχα βρει πρωτότυπο στη σύλληψη και καλλιτεχνικά ώριμο στην εκτέλεση του, έργο («Καθημερινή», 11/06/2000). Την περασμένη άνοιξη δημοσίευσα μια αρνητική κριτική για το μυθιστόρημα «Τι ζητούν οι βάρβαροι» αναπτύσσοντας τα σοβαρά προβλήματα σύνθεσης, που κατά τη γνώμη μου εμφανίζει το τελευταίο του βιβλίο («Καθημερινή», 18./05/2008). Ο Κούρτοβικ επικράνθη και με κατηγορεί ότι ασκώ «καθεστωτική κριτική» – ότι ασκώ κριτική όχι με τα αισθητικά και ιδεολογικά μου κριτήρια, αλλά ιδιοτελώς για να εξυπηρετήσω κάποιο καθεστώς. Αν πίστευε πράγματι όσα επαινετικά έγραψε για μένα πριν από δύο χρόνια, δεν μπορεί να ισχύουν όσα με μέμφεται σήμερα. Αν πάλι τα έγραψε προσδοκώντας σε κάποια φιλόφρονα ανταπόδοση –προκειμένου να εξυπηρετήσει το καθεστώς του δικού του εαυτού– καλύτερα να το είχε αποφύγει.
Ο Κούρτοβικ, με αφορμή τη μελέτη της “Ιδέες και αισθητική. Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι”, είχε γράψει “θερμά λόγια” για την αυστηρή προσήλωση της Κοτζιά στην αισθητική αποτίμηση, την αναλυτική ορθολογική της σκέψη, την στέρεη επιχειρηματολογία της, τη γνωστή αξιοθαύμαστη συλλογιστική της συνέπεια και τις ενδιαφέρουσες αντιλήψεις της! ["Τα Νέα", 05/08/2006]. Στη συνέχεια και σε τρία σημειώματά του ["Τα Νέα", 09/08/2008, 15/11/2008 και 07/02/2009] παρουσίαζε την Κοτζιά ως χείριστο δείγμα «εστετίστικα» εφησυχασμένης ακρισίας και ρυπαρότατης προσωπικής ιδιοτέλειας στο χώρο της σύγχρονης κριτικής…
Δεν μου πέφτει λόγος για το ποιος από τους δυο ασκεί “καθεστωτική κριτική”. Για μένα, και οι δυο έχουν δύναμη. Είναι “καθεστώς”. Λύνουν και δένουν. Έχουν τον προσωπικό τους χώρο στις εφημερίδες, όπου εργάζονται, και γράφουν ό,τι θέλουν. Και ο ένας και η άλλη επιζητούν να ποδηγετήσουν το αναγνωστικό κοινό. Δεν προσδοκώ τίποτε κι αυτό είναι το καλύτερο χαρακτηριστικό για να έχει δύναμη ο λόγος μου. Κάποτε τους έστειλα ένα βιβλίο μου κι ούτε έκαναν τον κόπο να το ξεφυλλίσουν και, φυσικά, να το αναφέρουν ως “νέα έκδοση”. Αλλά το ζήτημα για μένα δεν είναι αν θα έγραφαν καλά ή κακά λόγια, αλλά ότι η ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας γράφεται σύμφωνα με τα βίτσια των “βιβλιοκριτικών” που έχουν τα μετερίζια τους και πολυβολάνε αδιακρίτως.
Δεν ξέρω πόσο συνειδητά σκεπτόμενοι άνθρωποι είναι οι κριτικοί και πόσο… αγόμενοι και φερόμενοι! Αδυνατούν, πάντως, να καταλάβουν ή μάλλον δεν επιθυμούν να καταλάβουν ότι ο κάθε άνθρωπος και πολύ περισσότερο εκείνος που προχωράει στο εγχείρημα της έκδοσης ενός βιβλίου, κρύβει μέσα του μιαν αλήθεια αφανέρωτη, την οποία εκείνος που ισχυρίζεται ότι είναι κριτικός, οφείλει να την αναζητήσει. Συνήθως οι ιθαγενείς κριτικοί, είτε της λογοτεχνίας είτε του θεάτρου, είναι θριαμβολόγοι υμνητές ή θριαμβολόγοι επικριτές.
Υπάρχουν πολλοί “κριτικοί” σήμερα , όπως επίσης και πολλοί “συγγραφείς”. Κανείς όμως δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα αν όλοι τους είναι πραγματικοί “δημιουργοί”. Ο αείμνηστος Άγγελος Τερζάκης έγραφεότι η συγγραφή έχει γίνει ένα είδος ατομικού δικαιώματος – δεν είναι πια εκδήλωση χαρίσματος. Αντιστάσεως μη ούσης, πιάνεις το “μπικ” [ή τον υπολογιστή] και γράφεις, στιβάζεις κατεβατά. Και καθώς τ’ αντικειμενικά κριτήρια χαλάρωσαν, το χάρισμα αντικαθίσταται από τον ισχυρισμό. “Έτσι εγώ το νιώθω”. Άναυδος ο αναγνώστης. Δεν ξέρει πια κανένας μπροστά σε ποιαν αυθεντία από τις τόσες και τόσες να πρωτοϋποκλιθεί.
Και ο κριτικός το ίδιο είναι – σαν τον συγγραφέα. Είναι ένας “μοναχικός” που βασιλεύει στην επικράτεια της νοθείας
. Είναι παραγωγός λεκτικής σπατάλης. Καταφέρνει να κάνει το λογοτεχνικό έργο νόμισμα σε κατάσταση πληθωρισμού, που όμως χάνει την αξία του από τη μια στιγμή στην άλλη. Και απορώ γιατί σε μια εποχή σαν τη δική μας άνθρωποι που διεκδικούν τον τίτλο του “κριτικού”, του ανθρώπου που στέκει παράμερα και με νηφαλιότητα και γνώσεις, κάνει τις καταδύσεις του στο οποιοδήποτε λογοτεχνικό έργο, παραθέτει τις κρίσεις του, υπογραμμίζει συγγραφικές προθέσεις ανολοκλήρωτες ή ολοκληρωμένες, και ενδεχομένως λανθάνουσες δυνατότητες.
Αντί να διαπληκτίζονται δημοσίως οι κριτικοί, καλά θα κάνουν να αναρωτηθούν αν η κριτική τους έχει κάποιους κανόνες, αν οι δικές τους προθέσεις είναι προικισμένες με αντικειμενικότητα… Δεν έχω όρεξη να συνεχίσω. Πριν κλείσω, θέλω να πω ότι μου φαίνονται αστείοι οι -έστω- λεκτικοί διαπληκτισμοί των “καθεστωτικών” κριτικών. Η δύναμη που τους δίνει το έντυπο στο οποίο γράφουν είναι εφήμερη – ακόμη δεν το έχουν καταλάβει;
Εγώ η αδαής ρωτώ, πειράζει που περπατάω ξυπόλητη στ' αγκάθια;
Χρειάζεται να μου ρίχνουν και πρόκες στο δρόμο μου;

20 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Πασχαλία μπορώ να κατανοήσω την οργή σου για αυτό το κατάπτυστο δημοσίευμα, αλλά πιστεώ ότι δεν θα πρέπει στο συγκεκρμένο άτομο να δίνει κανείς ιδιαίυερη σημασία. Καλυπτόμενος πίσω από το όνομα της εφημερίδς στην οποία δουλεύει επιτίθεται σε συγραφείς και αναγνωστικό κοινό απλά και μόνο για να προσβάλλει τους πάντες. Θα πρέπει να καταλάβει ότι δεν προωθεί με τον τρόπο αυτό τα βιβλία του, θα πρέπει να είναι πιο συνετός και να ψάξει αλλού τις αιτίες της δικής του αποτυχίας. Απλά και μόνο βγάζει το κόμπλεξ του επειδή δεν γίνετα αποδεκτός από μεγαλύτερο μέρος του αναγνωστικού κοινού.

EditorInCliff είπε...

Καλησπέρα Πασχαλία.

Διάβασα το άρθρο του Κούρτοβικ στην εφημερίδα σήμερα. Δεν διάβασα όσα παραθέτεις γιατί δεν έχω το χρόνο. Θέλω απλά να πω ότι η κάθε κριτική δεν είναι παρά μια προσωπική άποψη. Ως εκ τούτου, μπορεί να περιλαμβάνει χολή, συμπλέγματα και εμπάθειες. Τέτοια θεωρώ ότι ήταν και η σημερινή δημοσίευση.

Κατ' αρχάς, το άρθρο μίλαγε, μίλαγε αλλά τίποτα δεν έλεγε επί της ουσίας. Προσέβαλε τις γυναίκες αναγνώστριες , που, αν κρίνουμε από την ανταπόκριση των βιβλίων των δικών σου, της Δημουλίδου και της Μαντά, είναι ένας μεγάλος αριθμός. Καμία κριτική επί της ουσίας στα βιβλιά σας. Μονάχα μια ψευτοκουλτουριάρικη επίθεση σε τρεις γυναίκες που, αν μη τι άλλο, έχουν μοχθήσει για όσα κατάφεραν και δεν είναι τυχαίες. Παρ' όλα αυτά, δε θυμάμαι ποτέ να βγήκε κάποια από τις τρεις σας να δήλωσε μεγάλη λογοτέχνης. Τουναντίον, κρατάτε μια σεμνότατη στάση.

Προσωπικά δε θεωρώ ότι πρέπει να δώσεις σημασία σε κατευθηνόμενους ανθρώπους και κατευθηνόμενα δημοσιεύματα. Τα μυθηστορήματα που κυκλοφορούν είναι ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΑ, άλλα καλά και άλλα λιγότερο καλά. Ομως, παρ' όλο που ο κ. Κούρτοβικ δεν ονοματίζει κάποιο από τα βιβλία σας και στο άρθρο γενικολογεί, φροντίζει να προσωποποιήσει τα λεγόμενά του δημοσιεύοντας φωτογραφίες δικές σου, της Χρυσηίδας και της Λένας. Μόνο τρεις συγγραφείς του Ψυχογιού δηλαδή τον ενόχλησαν. Άλλοι εκδοτικοί δεν υπάρχουν...

Συνέχισε να κάνεις αυτό που γεμίζει την ψυχή σου, και πάντοτε ο τελικός κριτής σου θα είναι ο εαυτός σου, ο χρόνος και ο κόσμος που σε διαβάζει. Κανένας δήθεν κριτικός τέχνης, πρακτικά ανεπάγγελτος, δε θα χαλάσει αυτό που ζεις.
Ας αντιστραφούν οι ρόλοι. Ας γράψει ο ίδιος ένα "ποιοτικό", κατ΄εκεινον, μυθιστόρημα, κι εσύ να γράψεις μια κριτική γι αυτό. Να δούμε τότε...

Ανώνυμος είπε...

Και βέβαια θα πρέπει να δούμε και τη κόντρα με το περιδικό Διαβάζω. Τελικά το συγκεκριμένο άτομο το μόνο που έχει δημιουργήσει είναι έθρες και αντιπαλότηες στον χώρο του βιβλίου και θεωρεί ότι μπορεί να βγάζει τα κόμπλεξ του κάνοντας προσωπικές επιθέσεις στους πάντες, συγγραφείς, κριτικούς και αναγνωστικό κοινό. Με τον τρόπο αυτό το μόνο που πετυχαίνει είναι να δείχνει το επίπεδό του.

Sofia Voikou είπε...

Το διάβασα κι εγώ το μεσημέρι κι έφριξα. Από πότε έχει το δικαίωμα να κρίνει τις αναγνώστριες από το χρώμα των μαλλιών τους;;; Από πότε μπορεί να κρίνει τα βιβλία που θέλουμε να διαβάσουμε;;; Το τι είναι καλή ή κακή λογοτεχνία, νομίζω ότι είναι θέμα προσωπικό του καθενός.
Την ξέρεις τη λαϊκή παροιμία "Όσα δεν φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια";;; Είμαι σίγουρη ότι πολύ θα ήθελε και ο ίδιος να δει τέτοια νούμερα...
Και δεν σε βάζει σε υποψίες ότι και οι τρεις συγγραφείς που φωτογράφιζε (μεταφορικά και κυριολεκτικά) ήταν από τις εκδόσεις "Ψυχογιός"; Τι θέλει να μας πει ότι όλοι οι άλλοι εκδοτικοί οίκοι βγάζουν την υψηλή λογοτεχνία;;;
Μην στεναχωριέσαι Πασχαλία. Ήταν ένα άρθρο γεμάτο εμπάθεια και κομπλεξισμό. Απορώ κατ'αρχήν αν έχει διαβάσει έστω και ένα από τα βιβλία σας.
Μην το βάζεις κάτω...
Η σημαία ψηλά...

Ταραντούλα είπε...

Απροκάλυπτη η επίθεση του κούρτοβικ και μάλιστα η χυδαιολογία με την οποία γράφει αυτά που γράφει δείχνουν το λιγότερο πόσο κομπλεξικά βλέπει τα πράγματα, αν δεν κρύβεται πίσω από τα λόγια του κάποιο συμφέρον. Περιμένοντας την επίσημη απάντηση του εκδότη των τριών κυριών θα ήθελα να του πω ότι ούτε οξυζεναρισμένη γυναικούλα είμαι, ούτε ρημαγμένη ούτε με αλαφιασμένο βλέμμα, αλλά επιμένω να διαβάζω Τραυλού γιατί είναι μια φρέσκια λογοτεχνική ματιά στη χώρα μας.
λυπάμαι αλλά η εποχή που ο συγγραφέας ήταν ο γέρο σοφός ή η κουλτουριάρα τύπισσα με το ταγάρι φαίνεται να έχει περάσει πια, ευτυχώς.
όσο για τους κουλτουριάρηδες του είδους καλό θα ήταν να κατόρθωναν να πουν αυτό που έχουν στο μυαλό τους με καλύτερα ελληνικά. όχι με χυδαίες άναρθρες κραυγές!
Γεράσιμος Αντωνίου
ΤΑΡΑΝΤΟΥΛΑ

Θάλεια Ψαρρά είπε...

Καλησπέρα σας….Το όνομα μου είναι Θάλεια Ψαρρά, και προφανώς ανήκω στην κατώτερη μεσαία τάξη, που αποκαλούμε μικροαστική. Τον ελεύθερο χρόνο μου, όταν δεν οξυζενάρω το μαλλί, συχνάζω σε περίπτερο γνωστού εκδοτικού οίκου και στριμώχνομαι μαζί με άλλες αποτυχημένες, χτυπημένες από την ζωή και την μοίρα μικροαστές κατωτέρου επιπέδου με αλαφιασμένο βλέμμα , για να διαβάσω με βουλιμία, βιβλία που έχουν γράψει γυναίκες της ίδιας τάξης με εμένα που απλά διαθέτουν λίγο καλύτερα την ικανότητα της έκφρασης, για να βρω παρηγοριά και λύση στα προβλήματα μου γιατί παραδέχομαι πως δεν τα βγάζω πέρα με την ζωή μου! Ψάχνω εναγωνίως μια διέξοδο και μια λύση ανάμεσα στις γραμμές των ροζ μυθιστορημάτων!! Και όταν κρατώ στα χέρια μου τα βιβλία των συγγραφέων αυτών…ανατρέχω στην φωτογραφία με το καθησυχαστικό βλέμμα τους και τότε αγαλλιάζει η ψυχή μου και χαμογελάει το μαραμένο πρόσωπο μου!!!.......Γελοία η ιστορία μου ε? Σας φαίνετε μελό?? Μα γιατί? Θα μπορούσε να είναι αλήθεια!! Τα ανέλυσε τόσο ωραία ο κύριος Κούρτοβικ στο άρθρο του!! Έκανε μια βόλτα στην έκθεση βιβλίου και έβγαλε τόσα συμπεράσματα για το αναγνωστικό κοινό….Η μάλλον όχι για όλο το αναγνωστικό κοινό…αλλά για το κοινό των μικροαστών, χωρίς επίπεδο που δεν έχουν μυαλό να λύσουν τα προβλήματα τους και ψάχνουν απεγνωσμένα , λύσεις σε ροζ φυλλάδες…φανταζμένων συγγραφέων που νομίζουν πως γράφουν, νομίζουν πως έχουν εντοπίσει κάποια κοινωνικά προβλήματα της σύγχρονης εποχής και νομίζουν πως τα εκφράζουν μέσα από τα μυθιστορήματα τους….Τώρα από την πλευρά μου εγώ…ως κοινη μικροαστή και κατώτερη θνητή…νομίζω , πως ο κύριος είναι επίσης συγγραφέας και βιβλιοκριτικός!! Και επίσης νομίζω πως σε αυτό το άρθρο δεν είδα κριτική κάποιου βιβλίου, τεκμηριωμένη από τα λογοτεχνικού περιεχομένου επιχειρήματα του, ως όφειλε!! Είδα ένα «κατηγορώ» το οποίο ήταν κακοδιατυπωμένο και άκρως κακεντρεχές....γεγονός απαράδεκτο για έναν άνθρωπο με ανώτερη μόρφωση, κουλτούρα και επίπεδο…που ανήκει σε μια ανώτερη τάξη!!! Και λέω απαράδεκτο γιατί όταν ένας άνθρωπος έχει επίπεδο, ξέρει να σέβεται τους συνανθρώπους του ακόμη και όταν δεν συμφωνεί με τις επιλογές τους!! Και όταν ειδικά έχει ένα βήμα για να εκφράσει τις απόψεις του, οφείλει να είναι πιο προσεκτικός!! Σε κάποιο σημείο αναφέρει πως νιώθει λύπη για όλους εμάς…. Μήπως αν το ψάξουμε πιο βαθιά…η λύπη είναι καθαρά για τον εαυτό του?? Γιατί του είναι δύσκολο να συμφιλιωθεί με την αποτυχία του…και για να σώσει το εγώ του, αυτοαναγάγεται σε μια ανώτερη βαθμίδα που εμείς οι λίγοι δεν την κατανοούμαι ?? Αναφέρει κάπου επίσης μια ιστορία κάποιου που νόμιζε πως έγινε καλλιτέχνης…και η συμπεριφορά του τον έκανε αντιπαθή και τελικά τον περιθωριοποίησε …προτείνω να διδαχθεί από αυτή την ιστορία για να μην γίνει….αυτοβιογραφική!! Ξέρω πως γίνομαι πολύ ερειστική και συγχωρέστε με..αλλά εξοργίζομαι, ‘όταν βλέπω ανθρώπους να φθονούν τόσο την επιτυχία των ομότεχνών τους και να ρίχνουν απροκάλυπτα λάσπη στα ονόματα τους! Και όχι μόνο αυτό…πλέον κρίνουν και το αναγνωστικό κοινό και το επίπεδο του μυαλού και της ζωής τους!!! Δεν διατάζουν να βάλουν ταμπέλες στον κόσμο για να νιώσουν καλύτερα με τον εαυτό τους! Δεν μπορώ να το ανεχτώ.. είναι μεγάλο θράσος….ή μάλλον θρασυδειλία , γιατί εκφράζουν αυτή την άποψη μέσω ενός άρθρου που δεν μπορεί κανείς να απαντήσει άμεσα!! Κατηγόρησε την συγγραφέα που σε συνέντευξή της είπε πως το βιβλίο της είναι διδακτικό, επειδή περνάει μηνύματα για προβλήματα της εποχής. Την κατηγόρησε για την σιγουριά της και είπε πως ο ίδιος θα αμφιταλαντευόταν πολύ για να πεί κάτι τέτοιο…αλλά δεν αμφιταλαντεύτηκε καθόλου, να κρίνει χιλιάδες αναγνώστες ως κατωτέρας κοινωνικής τάξης….Και μόνο αυτό τα λέει όλα!! Φανερώνει τα δυό μέτρα και τα δύό σταθμά με τα οποία κρίνει τους ανθρώπους…αλλα και την πολύ ελαστική αυτοκριτική του!!

Θάλεια Ψαρρά είπε...

Για τον αναγνώστη έχει μεγάλη σημασία, αυτό που διαβάζει να μην τον προσβάλλει και να αγγίζει την ψυχή του! Να νιώθει πως ο συγγραφέας τον σέβεται όταν γράφει! Η επιλογή του είδους λογοτεχνίας που θα διαβάσει ο κάθε ένας από εμάς είναι κάτι καθαρά προσωπικό, υποκειμενικό και καθορίζεται και κατά πολύ από την συναισθηματική κατάσταση στην οποία μπορεί να βρισκόμαστε κατά καιρούς!! Επίσης … περί ορέξεως…. Ουδείς λόγος!! Και όσες κακεντρέχειες και να γράφει ο συγκεκριμένος κύριος αλλά και ο κάθε κύριος που νομίζει πως έγινε ειδήμων… το κοινό θα διαβάζει πάντα ιστορίες που αγγίζουν την καρδιά και μένουν χαραγμένες στο μυαλό!! Όση χολή και να βγάζουν ορισμένοι… δεν πρόκειται ούτε να αμαυρώσουν την εικόνα όσων βάζουν στο στόχαστρο…αλλά ούτε και να κάνουν τους εαυτούς τους να φανούν ανώτεροι και να επηρεάσουν το κοινό!! Επίσης ένας συγγραφέας πάνω απ’όλα πρέπει να είναι άνθρωπος με ευαισθησίες και ισχυρές αξίες…..Όλα αυτά τα εισπράττει το κοινό μέσα από ένα βιβλίο και εκεί είναι η ειδοποιός διαφορά!!Γι΄αυτό λοιπόν ας αποδεχτούν κάποιοι την θέση στην οποία βρίσκονται και ας κατανοήσουν πως μόνοι τους έβαλαν τον εαυτό τους εκεί ακριβώς επειδή έχασαν αυτές τις αξίες πάνω στον πανικό της μη αποδοχής τους από το κοινό!! Όσο για τον κύριο Κούρτοβικ…νομίζω πως σε επόμενο άρθρο του, θα πρέπει να πει ένα μεγάλο ευχαριστώ στην Πασχαλία Τραυλού και στην Λένα Μαντά γιατί έγιναν η αιτία να ακουστεί λίγο παραπάνω το όνομα του….έστω και για λίγο….ή μήπως αυτός ήταν εξαρχής ο σκοπός του άρθρου του??....Εκείνος ξέρει καλύτερα….Πίσω από το πέπλο της κουλτούρας, θα βρίσκεται πάντα η ελπίδα του να πουλήσει κάτι παραπάνω και να γίνει αποδεκτός από το κοινό….και πίσω από την «υποκουλτούρα» και την «παραλογοτεχνία» των συγγραφέων που ανέφερε και φωτογράφισε στο άρθρο του, θα βρίσκεται πάντα η αγάπη των αναγνωστών…. Που εκείνος προφανώς έχει δει μόνο ως παρατηρητής από μακριά…και δεν μου είναι δύσκολο να καταλάβω τον λόγο….

Θάλεια Ψαρρά.

Υ.Γ.:Συγχωρέστε με που διέσπασα το σχόλιο μου αλλά ένα πρόβλημα με το ιστολόγιο δεν μου επέτρεψε να κάνω ολοκληρωμένη την ανάρτηση.

ΛΕΝΑ ΜΑΝΤΑ είπε...

Υποθέτω πως όταν εκτίθεσαι, πρέπει να περιμένεις οτι κάποιοι θα είναι αρνητικοί απεναντί σου, σε κάποιους δεν θ' αρέσει η δουλειά σου. Στο συγκεκριμένο άρθρο δεν είδα καμιά προσπάθεια βιβλιοκριιτκής, αλλά μόνο μια μικρόνοη και μικρόψυχη τοποθέτηση ενός ανθρώπου που προδίδει μ' αυτόν τον τρόπο την εμπάθειά του για πρόσωπα που ούτε καν καταδέχτηκε να γνωρίσει σαν προσωπικότητες ή σαν συγγραφείς. Λυπάμαι. Μέσα στην μανία του να μας θίξει, δεν έκανε τον κόπο να καλύψει το γεγονός οτι η προσωπική του μάχη είχε να κάνει με τον εκδότη μας. Πώς αλλιώς να εξηγήσω οτι και οι τρεις που "χτύπησε" ανήκουμε στο δυναμικό των εκδόσεων Ψυχογιός; Δεν θύμωσα με το άρθρο. Έχω δεχτεί και άλλες επιθέσεις στο παρελθόν και κάτι μου λέει οτι θα δεχτώ και άλλες στο μέλλον. Το ίδιο και η Πασχαλία, για την Δημουλίδου δεν ξέρω, για να είμαι ειλικρινής. Δεν θα πω τίποτα για τον κύριο Κούρτοβικ σαν συγγραφέα, αλλα΄απ' οτι κατάλαβα΄από ένα άρθρο που παρέθεσε η Πασχαλία, δεν είναι από εκείνους που δέχονται την κριτική στα βιβλία του πολύ δε περισσότερο την απόρριψη. Εγώ πάλι δέχομαι τα πάντα και δεν ανταποδίδω. Θεωρώ οτι σε μια Δημοκρατία ο καθένας είναι ελεύθερος να εκφράζει την άποψή του. Άλλωστε τι έγινε εκείνο το περιβότητο που μάθαμε στο σχολείο; "Δεν συμφωνώ με όσα λες, αλλά θα προασπίζω το δικαίωμα σου να το λες ακόμα και με τη ζωή μου!"
(Κάπως έτσι δεν ήταν; Πάνε και χρόνια που τέλειωσα το σχολείο!) Πάντως το νόημα το θυμάμαι καλά. Ο κύριος Κούρτοβικ έχει λοιπόν από μένα το ελεύθερο να μιλάει ελεύθερα από το βήμα που του έχει δοθεί και να κρίνεται από όσα γράφει. Όπως κρινόμαστε και εμείς από τους ανγνώστες. Η μόνη αδικία είναι οτι "εμείς", οι...της άλλης όχθης, που γράφουμε αυτά τα ...ευπώλητα, δεν έχουμε βήμα. Καμιά εφημερίδα δεν μας δίνει το δικαίωμα μιας στήλης για να μιλάμε δημόσια. Δεν πειράζει. Θα το πω για άλλη μια φορά και το εννοώ. Αν όλοι αυτοί είναι από την μια μεριά, εγώ προσωπικά είμαι από την άλλη και εκεί θα παραμείνω.....
ΥΓ: Δεν ξέρω αν ήταν τυχαίο, πάντως τόσο το όνομα της Πασχαλία γράφτηκε σωστά, όσο και της Δημουλίδου. Μόνο το δικό μου άλλαξε. Αντί Μαντά, με έγραψαν Μάπα.... Και είναι το μόνο που μ' ενόχλησε. Ρίχνει που ρίχνει την πέτρα και το ανάθεμα πανω μου, ας το έκανε σωστά τουλάχιστον.....

Maria Tzirita είπε...

Σαν νεότερη της οικογένειας, έχω μόνο ειλικρινά να πω ότι εύχομαι να έρθει η μέρα που και το δικό μου όνομα θα συμπεριλαμβάνεται σε τέτοιου είδους δημοσιεύματα, γιατί αυτο θα σημαίνει πως τότε θα έχω γίνει κι εγώ μια τόσο αγαπητή και καταξιωμένη στη συνείδηση χιλιάδων αναγνωστών συγγραφέας, όπως είναι σήμερα η Λένα, η Πασχαλία και η Χρύσα. Ως εκ τούτου, να μου επιτρέψετε να δώσω τα συγχαρητήριά μου στις τρείς κυρίες, γιατί το άρθρο αυτό δεν κάνει τίποτε άλλο από το να επιβεβαιώνει την αξία τους και να τις ξεχωρίζει περίτρανα από τους αμέτρητους άλλους συγγραφείς. Κι αυτό πάντα στη συνείδηση του κόσμου, των αναγνωστών, που είναι και ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ κριτής κάθε συγγραφέα και του έργου του.
Μπράβο κορίτσια, να τον ευχαριστήσετε τον κύριο που άθελά του και μέσα στην κακία του σας έκανε αυτήν την τεράστια διαφήμιση!

Maria Kat είπε...

Ουφ τι μ' έβαλες και διάβασα βραδιάτικο και με σύγχυσες!! έλα βρε κοριτσάκι μου δεν ξέρεις ότι ο κόσμος δεν στέκει στα καλά του τα τελευταία χρόνια????
Καταρχήν αφου διάβασα όσα παρέθεσες θα σύμφωνησω και με όσα έγραψαν όλοι πριν από εμένα (Θάλεια λέω να γράψεις κανένα βιβλίο για την ιστορία της μικροαστής γυναικούλας μιας που ... το χεις βρε παιδί μου :P το χεις ζήσει!!!!!!), αλλά θα σταθώ σε κάτι που είπε η Λένα. Αυτός ο άνθρωπος έχει μια στήλη που υποτίθεται κάνει βιβλιοκριτική... αλλά βιβλιοκριτική δεν είδα πουθενά και ανάθεμα αν έχει διαβάσει έστω κι ένα βιβλίο σας. Όπως επίσης είπε η Λένα και κάποιος άλλος εδώ, ο άνθρωπος αυτός έχει "βήμα" για να μιλήσει και δική του στήλη που υποτίθεται του δίνει το δικαίωμα να πει ότι θέλει. ΜΕΓΑ λαθος. Μια αγαπημένη μου τραγουδίστρια (ναι μια από αυτές του μη ποιοτικού) ειπε κάποτε πως το ότι μπορούμε να βγούμε δημόσια και να πούμε κάποια πράγματα, δεν μας δίνει το δικαίωμα να το ανοίγουμε το ρημάδι και να λέμε ότι θέλουμε. Όσο κι αν είμαι αντίθετη στη λογοκρισία πάντοτε πίστευα πως σε ορισμένα σημεία χρειάζεται.
Ο συγκεκριμένος κύριος με τον τρόπο που γράφει δείχνει ένα αλαζονικό ύφος και πολύ "ναι είμαι ο θεός, ξέρω τα πάντα, προσκυνήστε με" κάτι που το σιχαίνομαι πραγματικά. Δεν με ενοχλεί η αρνητική κριτική. Με ενοχλεί η μονόπλευρη και σνομπ. Κατηγοριοποιεί το αναγνωστικό κοινό σε .... μικροαστικό, και κατωτέρου επιπέδου; Με ποιο δικαίωμα; καταρχήν ποιος του είπε οτι τα ΝΕΑ τα διαβάζουν μόνο οι "ανωτέρου" επιπέδου; Δεν σέβεται το δικό του κοινό; Δεν σεβεται το κοινό της εφημερίδας που του παρέχει αυτή την ελευθερία να πει όσα θέλει;
Επίσης ποιος του είπε ότι εσύ ή η Λένα (την κυρία Δημουλίδου δεν την γνωρίζω προσωπικά οπότε δεν μπορώ να εχω άποψη, αλλά δεν μπορώ και να πώ ότι μου βγάζει κάτι το αρνητικό η γυναίκα) θεωρείται τους εαυτούς σας ως συγγραφείς της δεκαετίας; Και τι τον πειράζουν οι φωτογραφίες; Μα είναι ποτέ δυνατόν??? Μην ανησυχείς Πασχαλία μου, σε ορισμένους ανθρώπους και λόγια δεν χρειάζεται να δίνεις καμια σημασία. Εσύ συνέχισε αυτό που κάνεις, που πίστεψέ με το κάνεις μια χαρά, προσπάθησε να είσαι τίμια με το αναγνωστικό σου κοινό και να τους δίνεις αυτό που τους υπόσχεσαι αυτό που περιμένουν από εσένα, και άσε τον κάθε Κούρτοβικ να λέει ότι θέλει.

Ταραντούλα είπε...

τουλάχιστον εσύ αν και αδαής έκανες λιγο θέμα. Εκείνη η Μαντά τίποτα. Βγήκε τώρα και μας έγραψε δυο σχόλια εδώ κι εκεί αλλά τίποτα στο δικό της blog!
όσο για τον εκδοτικό σας οίκο έχω μεγάλη απορία:
πως είναι δυνατόν να μην αντιδρά όταν εξεφτελίζονται έτσι όλοι μαζί αυτοί οι άνθρωποι που τον στηρίζουν. Και δε μιλάω για σένα μόνο και τη Μαντά αλλά για όλους εμάς που αγοράζουμε τα βιβλία σας.
Δεν έπρεπε να βγάλει μια ανακοίνωση έστω για να τιμήσει εμάς που είμαστε οι πελάτες του;
Και λίγα λοιπόν μας έψαλλε ο Κούρτοβικ. Στην πραγματικότητα έπρεπε να πει κι άλλα.
όταν βγαίνει καποιος και διασύρει ανθρώπους χωρίς να σκέφτεται ότι υπάρχει κ νομοθεσία σ αυτή τη χώρα και οι θιγόμενοι κάνουν την πάπια κάλλα κάνει.
ξενέρωτες αναγνώστριες, υστερικιές ή με ξανθό μαλλί ή δεν ξέρω εγώ τι άλλο, συγγραφείς "μάπα"(και δεν είναι λάθος) και εκδοτικοί οίκοι που δεν έχουν λόγο να διεκδικήσουν αξιοπρέπεια από τον συγκεκριμένο κύριο, είναι όλοι άξιοι της τύχης τους.
καλά κι εσύ έβαλες την ανάρτηση. Μέχρι εδώ καλά. αυτό ήταν μόνο; Σε καλύπτει η ησυχία του εκδότη σου;
Ταραντούλα

ΛΕΝΑ ΜΑΝΤΑ είπε...

Ταραντούλα, θα στο πω και από δω. Έχεις μια...τάση να χύνεις δηλητήριο όπου μπορείς, και γράφεις στα blogs μόνο όταν το θέμα σηκώνει....πυρκαγιά, αλλά κρίνεις και εσύ βιαστικά και θα έλεγα το ίδιο εμπαθώς με τον Κούρτοβικ. Ειδικά τα σχόλια για το πόσα βγάζει ο Ψυχογιός από μας... Δεν νομίζω οτι σε αφορά κάτι τέτοιο. Ούτε είπε κανείς οτι δεν θα υπάρξει αντίδραση. Αλλά χρειάζεται γνώση καισ ύνεση η απόφαση γιατί οι κύριοι αυτοί συνεχίζουν αν έχουν βήμα και πίστεψέ με, μπορούν να κάνουν πολύ χειρότερα τα πράγματα. Κανείς δεν φοβάται, κανείς δεν δειλιάζει, αλλά σκέφτεται πριν πράξει. Κάνε λοιπόν λίγη υπομονή. Μπορεί να μας είπαν γυναικούλες, αλλά δεν είμαστε ούτε και θα γίνουμε για να ικανοποιήσουμε ταπεινά ένστικτα, αλλά για να βρούμε το δίκιο μας.Όσο για τους αναγνώστες, υπάρχει και το mail της εφημερίδας για να διαμαρτυρηθείτε που σας υποβιβάζει ο Κούρτοβικ. Διαμαρτυρηθήκατε σήμερα;Νομίζω όχι.... Εσείς λοιπόν από την πλευρά σας και εμείς από την πλευρά μας, αλλά με το σωστό τρόπο!
Μαρία Τζιρίτα να προσέχεις τι εύχεσαι, γιατί μπορεί να πραγματοποιηθεί! Και πίστεψέ με, είναι εξαιρετικά δυσάρεστο να σ' εξευτελίζουν έτσι γιατί αυτό δεν είναι διαφήμιση. Είναι διασυρμός στο κύκλο μας τον οικογενειακό, και τον φιλικό, αλλά και στον επαγγελματικό. Ρώτα την Πασχαλία πώς αισθάνθηκε σήμερα στο γραφείο της και πώς αισθάνθηκα εγώ ως ... Μάπα στους πελάτες μου στο περιοδικό. Και καμιά από τις τρεις μας, δεν έχει ανάγκη κάτι τέτοιο σαν διαφήμιση!

Πασχαλία Τραυλού είπε...

Λένα, συμφωνώ και επαυξάνω! Διαφήμιση είναι η δουλειά μας, μια αφίσσα, μια καλή κριτική αναγνώστη. Δεν αισθάνομαι καθόλου καλά όταν πρέπει να αποδείξω ότι δεν είμαι ελέφαντας και συγχρόνως όταν προσπαθούν να μου προσάψουν κίνητρα που ουδεμία σχέση έχουν με τις ειλικρινείς μου προθέσεις όταν μπαίνω στη διαδικασία της γραφής. Ξέρεις και ξέρω ότι αυτό που κάνουμε έχει τη ρίζα του σε μια βαθιά εσωτερική ανάγκη που δεν επιτρέπω σε κανέναν να την υποβιβάζει σε χαμερπή λαοπλάνα διάθεση. Είναι γεγονός ότι δεν πρέπει να καθίσουμε με σταυρωμένα τα χέρια αλλά χρειάζεται σύνεση, λογική και επιχειρηματολογία σε όποια δράση για να μην ξεπέσουμε στο ίδιο επίπεδο με το δημόσιο κατήγορό μας.

Sofia Voikou είπε...

Σήμερα ήμουν στην έκθεση βιβλίου στην παραλία της Θεσσαλονίκης. Είχε μια φοβερή ζέστη, ο κόσμος ήταν λίγος και μόνο σ'ένα περίπτερο ήταν μαζεμένος κόσμος: στις εκδόσεις "Ψυχογιός". Μήπως ψάχνει θέμα για το επόμενο άρθρο του ο κύριος Κούρτοβικ;;; Ας ανηφορίσει κατά τα μέρη μας...

EditorInCliff είπε...

Tarantoula θα διαφωνήσω οριζοντίως και καθέτως μαζί σου... "Αυτή η Μαντά" όπως λες, καθώς και η Πασχαλία, εχουν οικογένεια, προσωπική ζωή, επαγγελματική ζωή επιπλέον, και πρέπει να μπορέσουν να τα συνδιάσουν όλα μαζί κάθε μέρα. Είναι ηλίθιο λοιπόν να χαλάνε φαιά ουσία και να αναλώνονται στο να κάνουν θέμα με τον κάθε κ. Κούρτοβικ. Η Λένα δεν ένιωσε ότι είχε λόγο να μιλήσει γι αυτό στο μπλογκ της. Η Πασχαλία ένιωσε πως είχε κάτι να πει επί του θέματος, και έτσι και έπραξε μέσα από εδώ. Σεβαστές και οι δυο αντιδράσεις.

Από κει κ έπειτα, εγώ, που ούτε οξυζεναρισμένη ξανθιά υπήρξα ποτέ αλλά και ούτε γυναικούλα με κατεστραμένη ζωή, διαβάζω τα βιβλία τους, χαίρομαι, λυπάμαι, συγκινούμαι, πάω στις παρουσιάσεις τους και ξέρω πολύ καλά τί είμαι και πόσο αξίζω. Δεν περιμένω κανένα Κούρτοβικ να με κρίνει και να με κατατάξει στις ομάδες που ο ίδιος ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΙΚΑ δημιουργεί μέσα στο κεφάλι του, αλλά και καμία Λένα Μαντά, Πασχαλία Τραυλόυ και Χρύσα Δημουλίδου ή και τον ίδιο τον ΨΥΧΟΓΙΟ να βγει και να με υπερασπιστεί (;;;!!!). Θεωρώ ότι ναι, ο εκδοτικός θα πρέπει να πάρει κάποια θέση, μόνο και μόνο για το γόητρο και την υπόληψη των συγγραφέων του. Έως εκεί.
Αν κάτι σε θίγει τόσο πολύ, μπορείς να απευθυνθείς εσύ ο ίδιος στα ΝΕΑ και στον αρθρογράφο. Ευγενικότερο από το να επιτίθεσαι στους συγγραφείς και στον Εκδοτικό. Εξάλλου, κανείς δε μας ανάγκασε να τους διαβάσουμε.... ;)

Πάντα φιλικά

Κ. είπε...

Αγαπητή Πασχαλία

Συγχαρητήρια για την εμπεριστατωμένη ανάλυση του θέματος.

Σήμερα συντάξαμε και την απάντηση των Εκδόσεων ΨΥΧΟΓΙΟΣ και ευελπιστούμε πως θα δημοσιευτεί στα Νέα από όπου και θα μπορέσετε να τη διαβάσετε.

Φιλικά, πάντα

Κλειώ

Ταραντούλα είπε...

Φίλε Αλέξανδρε φαίνεται πως δεν κατάλαβες καλά το πνεύμα μου. τόσο η κ. Τραυλού όσο και η κ. Μαντά νομίζω ξέρουν πολύ καλά ότι αντιδρώ από αγάπη γι αυτές και αυτός είναι ο μόνος λόγος που έγραψα τα παραπάνω.Γνωριζόμαστε άλλωστε από παλιά.
προσωπικά ως αναγνώστη δεν θεωρώ ότι με πρόσβαλε κανείς γιατί ξέρω πολύ καλά και ποιος είμαι και γιατί διαβάζω όσα διαβάζω και τι ακριβώς επιλέγω να διαβάσω. Πιστεύω ΄΄ομως ότι η αντίδραση ενός τόσο μεγάλου εκδοτικού οίκου θα έπρεπε να είναι άμεση!Και με αυτο το σκεπτικό μίλησα πριν για αποκατάσταση των πραγμάτων. Έχω έρθει σε επικοινωνία και με υπεύθυνους του εκδοτικού οίκου και ελπίζω σύντομα να διαβάσουμε την αντίδρασή τους. Πολύ σωστή η παρατήρηση τόσο της Λένας όσο και η δική σου να απευθυνθούμε στα Νέα. Γιατί δεν το κάνουμε όμως όλοι;
Αφού στο βάθος τα ίδια λέμε.
¨οσο για τη Λένα μπες στο δικό της blog και θα δεις.

Λένα μια και τα βρήκαμε όπως πάντα εμείς οι δυο τελικά σου λέω ότι δεν γράφω μόνο όταν ανάβει η φωτιά αλλά όταν νομίζω ότι κάτι έχω να πω. Αλλιώς σιωπώ, δεν απέχω και πάντα καραδοκώ.

Κ. Τραυλού πάντα υπόχρεος για την ανοχή σας

Πάντα φιλικά
Ταραντούλα

discover-papasotiriou είπε...

Η κριτική ενός δημιουργήματος οφείλει να είναι εποικοδομητική, να δίνει κίνητρα για περαιτέρω βελτίωση. Δυστυχώς, κάποιες φορές, άνθρωποι που αυτοθεωρούνται γνώστες και ειδικοί επιχειρούν να επιτελέσουν το καθήκον τους στον ανώτατο βαθμό και με υπερβολικό ζήλο. Η κριτική τους ματιά, πάντως, δεν περιορίζεται στον καλλιτέχνη-λογοτέχνη που μπορεί, τουλάχιστον, να απαντήσει, εξαπλώνεται και στο κοινό. Γνωρίζει ο κάθε κύριος, από όλους αυτούς που εκτοξεύουν τα πυρά τους, τι εστί ο αναγνώστης; Πως μπορεί να γκετοποιεί ανθρώπους που επιλέγουν να διαβάσουν ένα βιβλίο; Προς τι η απαξίωση αναφορικά με το αναγνωστικό-αγοραστικό κοινό που θρέφει εντέλει και τον ίδιο τον κριτή (αγοράζοντας την τάδε εφημερίδα, περιοδικό); Τέλος, είναι κακό μία γυναίκα (γιατί τα πυρά εκτοξεύονται κυρίως προς τα εκεί) να είναι νοικοκυρά; είναι υποτιμητικό να μην έχει τελειώσει π.χ. το Harvard; Θα πρέπει όλοι να διαβάζουν Φουκώ και Νίτσε για να τους σεβάμαστε και να μην τους συγκαταλέγουμε στα αποστειρωμένα μικροαστικά και στενόμυαλα πλασμένα στεγανά;

Ανώνυμος είπε...

Τώρα που δεν δημοσιεύτηκε τίποτε στα Νέα τι γίνεται; Αυτό κατά τη γνώμη μου σημαίνει ότι είτε ο Κούρτοβικ ασκεί την πολιτική της εφημερίδας, ίτε κάτι άλλο κρύβεται από πίσω.

Smaragdenia είπε...

Εγω θα περιοριστω να αναφερθω στα λογια ενος σοφου αγιορειτη μοναχου οτι ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΑΣΧΟΛΟΥΝΤΑΙ ΜΕ ΤΙΣ ΙΔΕΕΣ, ΟΙ ΜΕΣΑΙΟΙ ΜΕ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, ΟΙ ΜΙΚΡΟΙ ΜΕ ΤΟΥς ΑΛΛΟΥΣ. Το που ανηκει ο εν λογω "κριτικος λογοτεχνιας" ειναι νομιζω αυτονοητο.
φιλια πολλα σε ολη τη μπλογκοπαρεα
Σμαραγδα