Σάββατο 19 Ιουλίου 2008

Δέρμα που γνώρισε το αλάτι

Mετά από αρκετό καιρό ομολογουμένως έχω τη χαρά να φιλοξενήσω στο ιστολόγιό μου ένα ακόμη κείμενο του αγαπητού φίλου Γρίβα Περικλή. Δεν θα πω άσκοπα λόγια. Απολαύστε το!









La pelle che sa di mare
(Δέρμα που γνώρισε το αλάτi


.

Το παρών αποτελεί προιόν μυθοπλασίας,και αφιερώνεται στις γυναίκες της Αλβανίας,που οι οικογενειές τους,λόγω οικονομικών δυσκολιών,τους ανάγκαζαν
σε όρκο τιμής,να αρνηθούν το φύλλο τους,να ενδυθούν το ρόλο του άντρα,και να
ασχοληθούν με τα χωράφια και τα κοπάδια,για να επιβιώσουν.Τα ανωτέρω στοιχεία,προέρχονται από ένα ντοκιμαντέρ της σειράς TABOU.
Brindisi 16/07/2008
Γρίβας Περικλής.
Ιδιαίτερη Αφιέρωση στον πατέρα μου,που μέσα από την δική του ιστορία ζωής,
άντλησα αρκετά στοιχεία για τη ζωή στα βουνά με τα κοπάδια.

.

Να ‘μαι.Κοιτάω απ’ το παράθυρο πέρα τα βουνά,που τόσα χρόνια με τα κοπάδια
μου αλώνιζα.Άνοιξη πάλι,πρώιμη,κι έξω απ’ το παράθυρο οι λεβάντες μου άρχι-σαν να ανθίζουν.Τώρα,στα πενήντα μου,να θέλω να καλιεργώ λεβάντες!Αχ! και να μ’ έβλεπες μπαρμπα-Λιά!Τι θα ΄λεγες άραγε?
Τραβάω το σκαμνί μου σιμά στο παραθύρι,βλέπεις κουράζομαι εύκολα τώρα,δεν είμαι και στην πρώτη νιότη,τότε που έπιανα την πέτρα και την έστηβα.Ο χρόνος
είναι αμείλικτος.Και δεν είναι μόνο αυτός.
Γεννήθηκα πριν πενήντα χρόνια,χειμώνα,και με το πρώτο κλάμμα μου,ένας κε –
ραυνός έκαψε την καλύβα με τα ζωντανά μας.Σημάδι ,είπανε.Ζωή δύσκολη θα έ-
χει η κόρη σου κυρά μου,κι η μάνα μου έγειρε στο μαξιλάρι ,λες κι ήθελε να κοιμηθεί,αλλά ήταν για να κρύψει τα δακριά της.Βλέπεις,κορίτσι πάλι έκαμε,και
πέρα απ’ τα σημάδια της κακοτυχιάς,μέσ’ στο καλύβι με τα ζωντανά ήταν κι ο πατέρας κι ο αδερφός μου.Στάχτη και κουρνιαχτός γίνανε,ποτέ δεν μάθαμε αν τα κουφάρια που θάψαμε ήταν τα κοκκαλά τους ή ξύλα καμμένα.Και ποιος να νοιαστεί?Ηταν μεγάλο το κακό που μας βρήκε για να ασχοληθούμε με λεπτομέ-
ρειες.Βλέπεις ,η μεγαλύτερη αδερφή μου ήταν μισακή.Δεν ξέρεις τι είναι μισα –
κό?Ανάπηρο,πως το λένε?Για χρόνια έτσι νόμιζα,αλλά τι μένει κρυφό?Όλα στην
ώρα τους βγαίνουν στο φως.Ετσι πρέπει.
Χήρα η μάνα μου,και είχε δυό στόματα,πέρα από το δικό της να ταίσει.Μ’ εσερνε
μαζί της στα χωράφια ,να βοηθάω όσο μπορώ,κι άρχισα σιγά-σιγά να μαθαίνω να σκάβω,να φυτεύω,να κλαδεύω,να αρμέγω τα ζωντανά του γείτονα για να μας δίνει δυό ποτήρια γάλα για το μισακό.Ήμουν κοντά στα εφτά,όταν ήρθε στο σπί-
τι ο αδερφός της κι ο πατέρας της.Τι είπανε ,δεν έμαθα.Για χρόνια,απορούσα με
το τι ειπώθηκε ,αλλά και γι’ αυτό ,ήρθε κάποτε η ώρα.Τότε,το μόνο που μ΄ενοια-
ζε,ήταν που μου κόψαν τα μαλλιά μου.Ποτέ δεν έφυγε η εικόνα αυτή απ’ το μυα-
λό μου,η μάνα μου να μου κρατάει τα χέρια,ο πάππος τα πόδια,κι ο αδερφός της,
μ’ ένα ψαλίδι που κουρεύανε τα ζωντανά,έκοβε τα μαλλάκια μου.Κι ήμουν τόσο
περήφανη για τα μακριά ξανθά μαλλιά μου!Μέρες έκλαιγα,κι όσο έκλαιγα,τόσο μ’ έδερνε η μάνα μου.Μέσα στη στεναχώρια μου δεν έδωσα σημασία που όλοι με
φώναζαν Λένο.Κι ασυναίσθητα,άρχισα ν’ απαντώ.Κι έτσι άλλαξε και τ’ονομά μου.Μπήκε η άνοιξη.Κι ένα βράδυ,με φώναξ’ η μάνα μου και μου πε να ετοιμα –
στώ.Το πρωί θα’ρχοταν ο θειός μου να με πάει στα κοπάδια στο βουνό.Θα μενα στα βουνά μέχρι το χειμώνα.Βοσκός.

-Μα,είμαι κορίτσι,της είπα.
-Αυτό να το ξεχάσεις,τώρα είσαι ο Λένος,ο άντρας του σπιτιού.Και κοίτα κακο-
μοίρα μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό!Αφού ο άντρας μου και πατέρας σου χάθηκε,
και το μισακό ζεί,ποιος θα μας τρέξει?Μόνο εσύ απέμεινες.Αν δεν είχα το μισα-
κό,δεν έβαζα χάρο στη σκέψη μου!Αλλά τώρα?Τώρα εσύ θα ….
Δεν άκουσα περισσότερα,πήρα τον απίδρομο και ροβολούσα κάτω.Όσπου σκό-
νταψα κι εκεί με βρήκε ο θειός μου,λιγοθυμισμένη,με το κεφάλι ανοιγμένο από
την πέτρα που χτύπησα.
-Δεν είναι τίποτα μωρέ Λένο,δεν σκιάζοντ’ οι άντρες!Έλα,πάμε ,μας περιμέν’ ο
τσέλιγκας.
Έσκυψα το κεφάλι,και σιγά-σιγά πήρα το δρόμο για το βουνό,την ανηφόρα της ζωής μου.
Όλοι Λένο με φώναζαν,και σε λίγο ξέχασα κι εγώ τ’ ονομά μου.Εκειά τα βράδια,άκουγα τους λύκους να ουρλιάζουν κι έτρεμα.Ο γεροντότερος,ο μπαρ-
μπα-Λιάς,στα δεξιά του Θεού η ψυχή του,πουμ’ είχε σαν παιδί του,από ένα βράδυ που ένας νιός βοσκός,ήθελε να μου δείξει τη «γλύκα» που με καταδίκασαν να μη γνωρίσω,κι άρχισα να σκούζω από φόβο και ντροπή,μ’ έμαθε το ντουφέκι.Στην αρχή ούτε να τα’ ακούσω δεν ήθελα,μα σιγά-σιγά έγινα άσσος,ό-
πως μ’ έλεγε.
Πάει κι αυτός ο φόβος μου.
Λίγο πριν μπεί ο Νοέμβρης,ετοιμαζόμασταν για κάτω.Τα ζωντανά είχαν αρχίσει να γεννάνε,ήταν καιρός για το ξεχειμαδιό.Ένα τέτοιο βράδυ,μου ‘φεραν το χαμπέρι πως πέθανε η βάβω.Κουκουλώθηκα στην κάπα μου,κι έκλαψα,όχι γιατί
την αγαπούσα,σαν μάισσα ήτανε,μια κακία όλη της.Αυτό ήταν η αφορ-μή.Έκλαψα για όσα έκρυβε ο ανήφορός μου,κι απόκαμα.Έμεινα στη σιωπή ν’ ακούω τις ιστορίες των αλλονών.
Πήρε το λόγο ένας γέροντας κι άρχισε να λέει τη χιλιοειπωμένη ιστορία της βά –
βως,όταν κατέβηκαν οι λύκοι στο χωριό.Μόνον εκείνη δεν σκιάχτηκε απ’ τα’ α –
γρίμια.Κι αρπάζοντας το ντουφέκι του πάππου,κατάφερε και σκότωσε δυό-τρείς
κι έκαμε τους αποδέλειπους να λακίξουν ξανά στα βουνά.
-Τέτοια της ήτανε η βάβω,τέλειωσε ο γέροντας.Σκύλος μαύρος.Τι σκύλος?Λύ –
κος νηστικός,Θεός να συχωρέσει.
Πήρε τότε το λόγο ο γεροντότερος:
-Λύκος,όπως το ‘πες.Αν δεν ήταν λύκος,θα ‘ριχνε το καζάνι με το ζεματιστό νερό
στο αγγόνι της που ήτανε κορίτσι?Αλλά ήθελε ο Θεός και γλύτωσε το μισακό,να ζει και να ζώνεται κι αυτό και οι άλλοι.Ας κρίνει ο Μεγαλοδύναμος τα κριματά της.
Σαν σαίτα πετάχτηκα.Τις ξέρεις τις σαίτες?αυτά τα φιδάκια που είναι σαν κλαράκια και σαλτάνε από δω κι από κεί?Έτσι κι εγώ,σαν ένα τέτοιο φιδάκι
πετάχτηκα και ροβόλησα στον κάμπο.Μέση της νύχτας έφτασα στο σπίτι.έπεσα με φόρα στην πόρτα και μπήκα λες και μ’έσπρωχνε ο αέρας,με τα μαλλιά μου
πηνιασμένα σαν βάτοι, την κάπα από γιδόμαλο για να κρατάει το κρύο και να
γλυστράει το νερό άμα βρέχει,η όψη μου άγρια,ένα αγρίμι.Ήταν όλες οι γυναίκες
εκεί.Η μάνα έκλαιγε και μοιρολογούσε,και στην κορφή το μισακό,η αδερφή
μου,ντυμένο στα μαύρα,με το μαντήλι σφιχτά δεμένο κάτω απ’ το πηγούνι της,να
μην φαίνεται το μισοκαμένο προσώπό της.Προχώρησα και στάθηκα κοντά στη μάνα μου.Έκαμε να μ’ αγκαλιάσει:
-Λένη μου! είπε απλώνοντας τα χέρια.Την έσπρωξα πέρα.
-Λένο με λένε,το ξέχασες?της γύρησα με περιφρόνια,και σκύβοντας πάνω απ’τη βάβω,έφτυσα με όση δύναμη είχα:
-Σκατά στο λάκκο σου παληόγρια,κερί εννιάμερο και γης να μη βρεθεί για σένα.
Το μισακό θα΄ρθει μαζί μου,γύρισα στη μάνα μου.Εσύ παιδιά δεν έχεις τώρα.
Πήρα την αδερφή μου και φύγαμε ξανά μέσα στη νύχτα για τα βουνά.΄Κι εκείνο
Το χειμώνα πήγα σ’ άλλο ξεχειμαδιό,πέρα απ’ τις ράχες.Μόνο την αδερφή μου είχα και το τομάρι μου.Και σ΄όποιον έκαμε να μου μιλήσει για τη μάνα μου,του
Έκοψα τον αέρα:
-Μάνα δεν έχουμε,εγώ την αδερφή μου κι αυτή εμέ.Τράβα στη στράτα σου!
Κι ήρθε πάλι άνοιξη,και πέρασαν κι άλλα καλοκαίρια,τέσσερα στο σύνολό τους.
Ντυμένη μ΄αντρικά ρούχα,και μ’ όψη άγρια σαν σκυλιού,κανένας δεν έβαζε στο νου του πως είμαι η Λένη.Όμως,σαν ξάπλωνα να κοιμηθώ,έβλεπα των νιότερων τα βλέματα στα στήθια μου,κι ο φόβος ο παλιός ,μην και συμβεί κάτι,ξανάρθε.Το
γύριζα μέρες στο κεφάλι μου.Ο μπαρμπα-Λιάς με φώναξε και με ρώτησε.Έσκυ –
ψα μια στιγμή το κεφάλι,κι ύστερα με μάτια που άστραφταν,του είπα πως δεν ξέρω πώς να κουμαντάρω τα στήθια μου:
-Μακάρι να μπορούσα να τα κόψω,να μην έχω αυτό το διάολο να τον κουβαλάω!
Είχε και γι’ αυτό λύση .Κι έτσι,με παλιές φανέλες και πουκάμισσα τρύπια,που τα
‘κοψα σε λουρίδες,φάσκιωσα τα στήθια μου.Τι πόνος!Μα με τον καιρό,σαν να
νέκρωσε το κορμί μου,δεν πόναγα πιά.Στην αρχή,όταν τα δάκρια κατέβαιναν στα μάτια μου,έπερνα το τσεκούρι και χανόμουν στα βουνά κι έκοβα ξύλα για να ξεχαστώ.Έτσι έφτασα να’ χω «ποντίκια» σαν των αντρών.Με τον καιρό,η φωνή μου είχε πάρει την δική τους χρειά,και σε λίγο κανείς δεν με έβλεπε σαν Λένη.Ό-
μως,ότι ήθελα να διώξω μακριά μου,με πλησίασε απ’ άλλο δρόμο.
Εκείνο το Μάη,ήρθε στα βουνά ένα ορφανό στα δεκαοχτώ,όμορφο παληκάρι,μα μισερό στο πόδι.Άλλοι λέγαν από γεννητάτο,άλλοι πως στην κούνια ακόμα,το κλώτσησε το μουλάρι εκεί που το’ χε η μάνα του στο σαμάρι και κοιμότανε,κι έ-
μεινε μισό.Λογικό ήταν να ταιριάξει με το μισακό το δικό μου.Δεν έβαλα κακό
με το νου μου.
Γύριζα αργά στα καλύβια,είχα χάσει δυό γίδες και ψάχνοντας με πήρε η νύχτα.
Δεν με περίμενε το μισακό στην μάντρα ,όπως έκανε κάθε βράδυ.Σκέφτηκα πως
θα ξεχάστηκε με τίποτα ιστορίες.Όταν ο μπαρμπα-Λιάς με ρώτησε,έχασα το νου μου.Βγήκα μεσ’ στη ν’υχτα κι άρχισα να ψάχνω.Είχε ανέβει το φεγγάρι όταν τους βρήκα και τους δύο να κοιμούνται γυμνοί κάτω απ’ τα ελάτια.Κεραυνός με
χτύπησε.Άρχισα να τους χτυπάω με λύσσα,μάτωσαν τα χέρια μου και τα πλευρά τους.
Την άλλη μέρα,διώξαμε το μισερό,κι η αδερφή μου έπεσε να πεθάνει.
-Θα της περάσει με τον καιρό,μου παν οι γέροντες και το πίστεψα.Όμως,σαν ήρ-
θε ο καιρός να κατεβούμε κάτω,και το μισακό στο ποτάμι έπλενε,τότε είδα πως
η κοιλιά της φούσκωνε.Κρύφτηκα πίσω απ΄τα δέντρα και παραφύλαγα.Ήξερα
πως μετά το πλύσιμο,έμπαινε στο ποτάμι και πλενότανε.Κι εκεί είδα τα στήθια της έτοιμα να σκάσουν και την κοιλιά της.Τα σημάδια τα’ ξερα απ’ τα ζωντανά.
Έχασα για λίγο το φως μου,τέτοια ζάλη με πήρε.Έπεσα πάνω της με μανία.Την
άρπαξα απ’ τα μαλλιά και με κλωτσιές την πέταξα μες στο νερό.Της κράτησα το κεφάλι μέσα στο νερό,μέχρι που έσκασε κι αυτή και το μουλικό της.Κι ύστερα,
γύρισα την πλάτη κι έφυγα.Έτσι θα έκανε κάθε άντρας.Κι όταν μου φέραν το κορμάκι της άψυχο,δεν έχυσα σταλιά δάκρυ.Την κήδεψα κάτω απ’ τα ελάτια που την βρήκα να κοιμάται αγκαλιά με το μισερό,και για μέρες δεν πέρασα από
κει.Κι ας μου ΄λειπε το γέλιο της όταν γύριζα το βράδυ απ’ τη βοσκή.Κι όταν η
απουσία της έγινε θηλιά,τα βράδια άρχισα να κοιμάμαι στο κοπάδι.Μάταια ο
γέροντας πάλευε να μου γυρίσει το κεφάλι.Δεν ξαναπάτησα στα καλύβια.Ψω-
μί και λίγο προσφάι,μου το ΄φερναν όσοι πέρναγαν απ’ τη μεριά μου.Κι αν τύ-
χαινε και δεν ήταν κανενού να περάσει,έτρωγα βελανίδια και χορτάρια.Έτσι
πέρασε το καλοκαίρι.Με την πρώτη βροχή,έστειλε ο γέροντας να με φωνάξει στα καλύβια,κρύωνε ο καιρός επικίνδυνα.Αρνήθηκα.Κι όταν γύρισε στο χειμώνα ο καιρός,κι εγώ δεν φαινόμουν,μου ‘ρθε το χαμπέρι πως αρρώστησε και θέλει να με δει.Πήγα.Όλη τη νύχτα στο κεφάλι του,αμίλητοι κι οι δύο,να σκιάζομαι πως
άμα φύγει αυτός,θα ‘μια κλαρί στον αέρα.Κόντευε να χαράξει,όταν με ρώτησε:
-Έγινες λύκος κι εσύ κόρη μου?Σαν την βάβω?
Κατάλαβα πως ήξερε.Κι άρχισα να κλαίω,όλα τα δάκρια του κόσμου.Για την ορφάνια,τη μοίρα μου,για το γέλιο της που μου ‘λειψε,για το φονικό μου,το φονι-
κό για μια τιμή που τι αξία είχε?Όλα τίποτα.Αέρας,αέρας κι ο μπαρμπα-Λιάς,που
θα ‘φευγε τώρα κι αυτός,και δεν θα ‘χα τίποτα πιά!
Μου κράτησε το χέρι σφιχτά:
-Πες μου παιδί μου το κρίμα σου!Θα το βαστάξει η δική μου ψυχή,ν’αλαφρώσεις την δική σου.Πες μου!
Και του είπα τα πάντα.Μείναμε στη σιωπή αρκετή ώρα,ώρα που βάρυνε σαν σίδερο στην πλάτη μου και στην ψυχή μου.
-Το κρίμα το δικό σου είναι μικρό,μπροστά στο έγκλημα των άλλων σ’ εσένα.Το κρίμα σου,είθε ο Θεός να το ρίξει στην δική μου την ψυχή,γιατί για μένα ,κι εσύ αθώα είσαι,σε τίποτα δεν έσφαλες.Συνέχα τη ζωή σου,γύρνα στο χωριό και κοίτα να κάμεις φαμελιά.Μην μείνεις έρμη,κοίτα εμένα…Σώπασε,σαν να κουράστηκε.
Η ανάσα του βάρυνε.Άνοιξε με δυσκολία τα μάτια:
-Μην μείνεις έρμη τώρα που φεύγω.Κι εγώ για ένα κρίμα σαν το δικό σου τιμω –
ρήθηκα απ’ το Θεό.Όταν η αδερφή μου άφησε τον άντρα της,στα δεκαεφτά εκείνη,εξήντα και,αυτός,κι έφυγε μ’ έναν πραματευτή που αγαπούσε,σ’ εμένα έλαχε ο κλήρος να τους βρω και να ξεπλύνω την ντροπή.Δεν σκέφτηκα στιγμή
να πω πως δεν τους αντάμωσα πουθενά,να τους αφήσω να ζήσουν τη χαρά τους.
Όταν τους βρήκα,η αδερφή μου περίμενε το παιδί τους.Μα,ούτε αυτό το σκέφτη-
κα.Τους άφησα και τους δυό στον τόπο.Για ποια τιμή παιδί μου?Όλα αέρας,και
χάνονται.Κι ύστερα,όταν κι εγώ από άδικο έχασα παιδί και γυναίκα,τότε μόνο κατάλαβα πόσο με στοίχειωσε το άδικο το αίμα.Ρήμαξα!Φύγε παιδί μου,τράβα
στην πόλη,στο χωριό,αλλού,όπου μπορείς,και φτιάξε τη ζωή σου.Είσαι γυναίκα
κόρη μου.Ακολούθα το μονοπάτι σου..
Έτσι ξεψύχησε.Κι έτσι είδα την αλήθεια κατάματα.Όμως,που να πήγαινα?Τι οι-
κογένεια να κάνω και με ποιόν?Τώρα σαν άντρας ήμουνα,ποιος άντρας να με πά-
ρει?Ντροπής πράγματα,να παντρευτεί η σερνικοθύλα.Κι έζησα κι άλλα χρόνια στα βουνά.Κι η μάνα μου πέθανε μετά τον αδερφό της,άκληρος κι αυτός,κανείς δεν έμεινε απ’ το σόι μας.Κι άρχισα να γεράζω,το σώμα βάρυνε,και στα σαράντα μου, είχα γεράσει ήδη.Τα ρούχα τα αντρικά κρεμόταν πάνω μου,τα μπράτσα μου
έχασαν σιγά σιγά τη δυναμή τους,δεν έβλεπα καλά.Πήρα το δρόμο ανάποδα,και γύρισα στο χωριό.Είχα μαζέψει δυό κατσίκες και δυό πρόβατα,τρεις κότες,μια γελάδα,έσκαψα κήπο πίσω απ’ το καλύβι μας και φύτεψα ντομάτες και φασόλια.
Μ’ αυτά ζούσα.Λίγα,αλλά είχα μάθει πιά.
Το κατώφλι μου,κανείς δεν το πέρασε,ούτε δικός,ούτε ξένος.Ποιόν ήξερα?Έτσι ,
μου μεινε το συνήθειο να τραβάω το σκαμνί μου στο παράθυρο και να κοιτάω απ’ έξω τη ζωή.Πόσο είχαν αλλάξει όλα!Έβλεπα τις άλλες γυναίκες,να ‘χουν άντρες,παιδιά κι αγγόνια,και κάπου κάπου μ’ έπιανε παράπονο.Ερχόταν και το
μισακό στον ύπνο μου και μου παραπονιότανε ,πως κάθε βράδυ καρτεράει στη μάντρα,μα δεν έρχομαι,κι έκλαιγα σ’ ύπνο και σε ξύπνιο,γιατί αν την είχα,δεν θα
μουνα σαν καλαμιά.Και τότε άρχισε να με θερίζει ο πυρετός.Κι ένας πόνος στο βυζί.
Έλυωνα μέρα τη μέρα.Αναγκάστηκα να ζητήσω βοήθεια από τη γειτονιά.Διστα –
χτικά είν’ η αλήθεια απάντησαν στο καλεσμά μου.Κι όταν ένα βράδυ,με σαρά –
ντα ακατέβατο,ζήτησα απ΄τη γειτονιά μια κόρη να μείνει μαζί μου,μου στειλαν τον άντρα μιανής.Κατάλαβα πως ποτέ δεν θα αποδέχονταν ότι άλλο ήμουν και τι έγινα.Δεν έκλαψα στιγμή,το δέχτηκα με το κεφάλι ψηλά.Κι όταν έπεσε λίγο ο πυρετός,έβαλα μπρος να πουλήσω τα πρόβατα και τις κατσίκες και να πάω στην
πόλη στους γιατρούς.Όσα ζήτησα ,τα πήρα.Δεν παζάρεψε κανείς,ούτε φάνηκε να θέλει να με γελάσει.Σαν άντρας μ’ άντρα,έγινε η συναλλαγή.Κι ετοίμασα δυό
ρούχα να φύγω.Το βράδυ,το μισακό στον ύπνο μου ερχότανε και με φώναζε να φάμε.Είχε κάμει κρέας με ντομάτα και τραχανά.Και σαν κάτσαμε να φάμε,στο
πιάτο μου ένα χεράκι παιδικό:
-Το παιδάκι που δεν γέννησα μαγείρεψα.Φάε!
Ξύπνησα.
Έξω χάραζε,μια μέρα όμορφη.Μέσα μου μια ηρεμία σαν λάσπη.Τώρα ,ήξερα.Το
μισακό στον ύπνο μου ,με προετοίμασε.Νεκρός στον ύπνο ,να ζητάει να φας,εί-
ναι κακό.Αυτό το θυμάμαι απ’ το μπαρμπα-Λιά.Το τέλος,ήταν κοντά.Κι αφού κανένας δικός δεν απέμεινε,το τέλος το δικό μου ερχότανε.Εκεί, μπροστά στο κα-
τώφλι της καινούργιας μέρας,και στο κατώφλι του σπιτιού μου ,έκλαψα όσο δεν
έκλαψα μια ολόκληρη ζωή.Για όλα όσα γίνανε και δεν άλλαζαν,για όσα έκαμα και πήγαν χαμένα,γιατί αγάπη δεν υπήρξε ,ούτε συγνώμη.Μόνο η ανάγκη,κι ο
σκληρός εγωισμός ενός ανθρώπου που ποτέ δεν υπήρξε.Ήμουν πάντα η Λένη,ο
Λένος ήταν προιόν ανάγκης,μια μάσκα που έγινε πετσί και μ΄έπνιξε,τόσο πολύ
μου πέρασε στο δέρμα και το άργασε,όπως το αλάτι το θαλασσινό άργαζε τα το-
μάρια απ’ τα ζωντανά που σφάζαμε,σαν τ’ αλατίζαμε για να κρατήσουν μέχρι το
χειμώνα που θα τα πουλάγαμε στον τομαρά για λίγα νομίσματα.Και έτσι ,πήρα το δρόμο για την πολιτεία.Έμεινα μέρες πέντε στους γιατρούς.Μου παίρναν το
αίμα με σύριγγες,με βάζαν σε μηχανήματα,όλη μέρα ταλαιπωρία,μα δεν βόγγηξα.
Περίμενα,χαμένη στην ηρεμία της λάσπης.Την πέμπτη μέρα,με κάλεσαν οι για –
τροί στο γραφείο τους.Αν είχα κανένα δικό μου ,με ρώτησαν,κάποιον να έχει έρ-
θει μαζί μου.Κανέναν δεν είχα,τους είπα,μόνος μου είμαι.
-Κυρία μου ,(τα λόγια τους καρφιά),δεν είστε μόνος σας,είστε μόνη σας.Αυτό που
θελήσατε τόσα χρόνια να ξεχάσετε,ήρθε να σας θυμήσει την παρουσία του.Είστε
άρρωστη.Καρκίνος στο στήθος.Θα πρέπει …..
Θα πρέπει!Τίποτα δεν άκουγα πιά!Βγήκα στο δρόμο και περπατούσα σαν τρελή,
χωρίς σκοπό.Ώρες.Με βρήκε η νύχτα να γυρίζω στους δρόμους και να κοιτάω τους ανθρώπους,την ζωή που δεν έκανα,και που πιά δεν θα είχα την ευκαιρία να
ζήσω.Ο χρόνος λίγος.Δεν είχε νόημα να κάνω θεραπείες κι εγχειρήσεις.Για ποιόν
να γίνουν όλα αυτά?Για μένα?Να ζήσω άλλο λίγο μια ζωή μισή,να ζω και να ζώνομαι?
Όχι.Αυτό αποφάσισα,και θυμήθηκα τα λόγια του μπαρμπα-Λιά:
-Tότε κατάλαβα πόσο με στοίχειωσε το άδικο το αίμα….Ρήμαξα.Όλα αέρας και
χάνονται παιδί μου….
Κι ένιωσα το χέρι του να κρατάει το δικό μου,σαν τότε,που μου ‘δινε τη συμβου
λή του:
-Σκέψου καλά παιδί μου και μετά αποφάσισε.Μην βιαστείς…
-Όχι,δεν έχω τίποτα να σκεφτώ.Έσφαλα.Και στη ζωή μου και στους άλλους.Κι
ήρθε η ώρα να πληρώσω.Δεν θα μείνω να κάνω τίποτα, φύση που αρνήθηκα,και
περιφρόνησα,είναι εδώ και μου ζητάει το τιμημά της.Θα πληρώσω.
Οι άνθρωποι με κοιτούσαν παράξενα και κατάλαβα πως μιλούσα μόνη μου.Δεν
πειράζει.Τι σημασία έχει πιά?
Μόνο ένα πράγμα ήθελα.Γύρισα πίσω στο Νοσοκομείο κι έψαξα την νοσοκόμα που ερχόταν τα βράδια.Ήθελα να ρωτήσω τι ήταν αυτή η μυρωδιά που μύριζαν
τα ρούχα της,μια μυρωδιά που μου φερνε αναμνήσεις δυό,αυτές τις δυό πολύτι-
μες αναμνήσεις μου,που χρόνια κράταγα κρυμμένες σ’ ένα μεγάλο ύπνο.
-Λεβάντα,μου είπε απορημένη.Πως και δεν το ξέρεις?Με τι φυλλάς τα ρούχα στις ντουλάπες?
Γύρισα κι έφυγα.Απάντηση δεν είχα,αλλά και να ‘χα,ποιόν θα ένοιαζε τώρα?
Και γύρισα στο σπίτι μου.Κοιμήθηκα βαθιά στο κρεβάτι μου,μ’ ένα ματσάκι λε-
βάντες στο μαξιλάρι μου,που τις έκλεψα απ’ τις γλάστρες της γειτόνισσας.Κι ό –
ταν ξύπνησα,πήγα και ζήτησα δυο ριζούλες να φυτέψω κι εγώ.Κάθε απόγευμα,με
τον καφέ και το στριφτό τσιγάρο μου στο χέρι,ξετύλιγα τη ζωή μου,μιλώντας στις ριζούλες της λεβάντας.Κι αυτές, σιγά-σιγά,πήραν και πέταξαν κλαράκια.Ψή-
λωσαν.Λες και θέριεψαν απ’ τα δακριά μου.Έτοιμες τώρα,δυό φορές η άνοιξη μετά,ν’ ανθίσουν.
Να ‘μαι.Ο Λένος της Γιάννενας,η Λένη η σερνικοθύλα,με δυό γλάστρες λεβάντες,
να σκύβω το κεφάλι και να ονειρεύομαι με την μυρωδιά απ’ τα’ άνθια τους.Κι ε-
δώ,λίγο πριν απ’ το τέλος,χωρίς ντροπή πιά γι’ αυτό ,κι ας άργασε το τομάρι μου, σαν δέρμα που γνώρισε τ’ αλάτι,για να σβήσει όλα όσα τη γυναίκα γνωρίζουν,θα πω πως τη μάνα μου μου φερε στο νου η μυρωδιά της λεβάντας,όταν ένα Πάσχα,
βροχερό σαν του Χριστού τη Γέννα,ήρθε στο βουνό για να με δει.Της είχαν μυνήσει πως είμαι άρρωστη,με πυρετό ακατέβατο ,κι ήρθε.Κι όταν σαν κλαράκι
κρύφτηκα στην αγκαλιά της,αυτή η μυρωδιά της λεβάντας,που ένα κλαράκι της έκρυβε πάντα στα στήθια της σε γιορτή και σκόλες,έδιωξε μακριά κάθε φόβο μου.Κι ύστερα,πολλές φορές,το μισακό,έκρυβε λεβάντα στις τσέπες του.Λεβάντα
έκρυψε στην τσέπη του κι εκείνο το βράδυ που πέθανε η βάβω και πήγα και την
πήρα μαζί μου .Κι ας την οδήγησα τελικά στη σφαγή.
Τώρα λοιπόν,λίγο πριν πάω να τις ανταμώσω,κι ας πιστεύω πως χρόνο πολύ θα
Πάρει της ψυχής μου να συγχωρεθεί κι απ’ τις δυό τους,τώρα δεν ντρέπομαι να πω,πως ότι πιο ακριβό είχα ,ήταν αυτή η μυρωδιά κι αυτές οι αναμνήσεις.Βλέ –
Πεις,ακόμα κι ένας λύκος,λίγο πριν το τέλος,ανακαλύπτει ίχνη απ’ την ψυχή του.
Εγώ,η Λένη της Γιάννενας,ο Λένος,λίγο πριν φύγω,λέω πως,αν κι έριξα στη ζωή μου αλάτι πολύ,κάτω απ’ το τομάρι,έμεινε κάτι.Μόνο που είναι αργά.και τίποτα
δεν είναι δυνατόν ν’ αλλάξει.Όλα αέρας.Άχ! μπαρμπα-Λιά!Στα δεξιά του Θεού να σ΄ έβρω κι από κει να μου γνέφεις,να μου δίνεις κουράγιο,όσο η ψυχή μου θα
γυρίζει δίχως τόπο και κερί,μέχρι να βρει γαλήνη.Περιμενέ με.

11 σχόλια:

clementine είπε...

Περικλή.....Σ΄ευχαριστώ πολύ για όλα !!

Πασχαλία μου είδες τί όμορφα κείμενα μας δίνει ο φίλος μας??
Να είναι καλά πάντα και να δημιουργεί

Ανώνυμος είπε...

Πικρά όμορφο το κείμενο. Μπράβο στο συγγραφέα. Καλή σας μέρα

Iro Harokopou είπε...

Πραγματικα ενα φανταστικο κειμενο!!!
Πασχαλια ηθελα ομως να σου πω οτι διαβασα επισης το "Φτερα απο μεταξι " που πραγματικα με μαγεψε!!
Επεσε τυχαια στα χερια μου φετος το καλοκαιρι και κυριολεκτικα δεν ηθελα να το αφησω!!!
Κατι που μου αρεσε πολυ στο βιβλιο ειναι εκει που η Σμαραγδενια, στο καιωουριο της διαμερισμα πια, παρατηρει τα ζευγαρακια του παρκου ,θελοντας να ζησει και η ιδια τον ερωτα..Οι σχεσεις τους ομωσ αλλαζουν καποια στιγμη και τιποτα δεν ειναι το ιδιο..
Αυτοι οι 2 εφηβοι ειδικα και η εξελιξη της τοσο εντονης με συγκινησαν παρα πολυ..
ισως γιατι μου θυμισαω κατι πο μια δικη μου ιστορια..

Ακομα εχω στο μυαλο μου τη φραση
Πηγαιναν ακομα στο ιδιο παρκο και οι δυο ,με διαφορετικους συντροφους πια, θελοντας να κρατησουν ζωντανο τον αποηχο της παλιας τους αγαπης..και το σ'αγαπω δεν εβγαινε πια απο τα χειλη τους οπως τοτε..

Στο βιβλιο υπηρχαν σαφως πιο εντονες στιγμες αλλα ,ξερεις ειναι που θα νιωσει κατι ο αλλος συμφωνα με αυτα που εχει ζησει..

Κατι αλλο που μου εμεινε απο το βιβλιο ειναι πως πρεπει παντα να λεμε στους αλλους αυτο που νιωθουμε..κι ας πληγωθουμε..τουλαχιστον ετσι ξερεις πως εσυ επαιξες ολα σου τα χαρτια ,κι ας εχασες δεν πειραζει..τουλαχιστον μετα δεν εχεις αμφιβολλιες να σε τρωνε του τυπου "αν ειχα καωει αυτο ισως τωρα τα πραγματα να ηταν αλιως" κλπ που ειναι και το χειροτερο..

Εγω ποτε δεν ελεγα στους αλλους πως ενιωθα...θεωρουσα πως ετσι ημουν ασφαλης..δεν θα πληγωνομουν..ομως τελικα δεν εγινε ετσι..
Εχασα αρχικα την πολυτιμοτερη φιλη-αδερφη σχεδον που ειχα ποτε, απο δικο μου λαθος και επειδη ποτε δεν μπορεσα να της πω ποσο τη χρειαζομουν και την αγαπουσα..
Και λιγο μετα εχασα και ενα αγορι που για μενα αξιζε πολλα κι αν και μου μιλουσα παντα πολυ ειλικρινα για τα συναισθηματα του, εγω φοβομουν να το κανω..
Τελικα οταν χωρισαμε δε μπορεσα να του πω ποσο πολυ τον ηθελα στη ζωη μου, και ποσα ενιωθα γι'αυτον..
Επισης ολον αυτον τον καιρο ΔΕΝ ΒΡΗΚΑ ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ να παρω ενα τηλεφωνο..να πω ενα "τι κανεις"?
τα ιδια και με τη φιλη μου..
τιποτα...
τωρα το εχω μετανιωσει και ξερω πως οντως τα πραγματα θα ηταν αλλιως αν τους μιλουσα..ή κι αν δεν ηταν εγω θα ημουν καλα με τον εαυτο μου..
αυτα τα 2 λαθη μου ,μου κοστισαν πολυ..εχασα 2 πολυ σημαντικους ανθρωπους..
αρα τελικα με το να μην ανοιγεσαι δεν μενεις ασφαλης, το αωτιθετο!!

κατι εμαθα λοιπον κι εγω απ' αυτο το βιβλιο,και το προτεινω σε ολους ειλικρινα!!!
αυτα ηθελα να σου πω,
ελπιζω να συνεχισεις ετσι!!!
ξαναλεω, με μαγεψε!!
Ηρώ

Τέσυ Μπάιλα είπε...

συγχαρητήρια!
πολύ καλό το διήγημα Περικλή. όσο κι αν νομίζουμε πως δε γίνονται τέτοια πράγματα στις μέρες μας, σε πολλά σημεία του κόσμου μας η γυναίκα εξακολουθεί να επιβιώνει σαν αγρίμι, δίχως προσωπική βούληση κι ελευθερία.
Τέσυ Μπάιλα

Ανώνυμος είπε...

Καλημέρα σε όλους σας.
Αρχικά θα ευχαριστήσω την Πασχαλία,
για την αγάπη την φιλία και την τιμή(αυτή ξέρει).
Για την άλλη αγαπημένημου φίλη, την Κλημεντίνη,ότι και να πω,είναι λίγο.
Λάκη,ευχαριστώ κι εσένα,ο χαρακτηρισμός "πικρά όμορφο "μου άρεσε πολύ.
Τέσσυ,από καρδιάς ευχαριστώ.Και πιστεύω ότι θα τα πούμε από κοντά κάποια στιγμή.
Ζουζουνίτσα,σ' ευχαριστώ κι εσένα.
Κλημεντίνη,μια χάρη:χαιρετισμούς στην Λένα,και την αγάπη μου.
Περικλής

EKT είπε...

Φίλε Περικλή,
Να σε συγχαρώ το βρίσκω λίγο. Να σου πω πως με συγκίνησες είναι τετριμένο. Είσαι ήδη μεγάλος τα λόγια είναι περιτά. Μέσα από τα γραπτά σου όμως διακρίνω και την έμφυτη σεμνότητά σου. Δε σου αρέσουν τα μεγάλα λόγια, όμως αυτό που έγραψες μπορώ να σου πω απερίφραστα πως είναι από τα πιο δυνατά κείμενα που έχω διαβάσει τον τελευταίο καιρό.. Σου δόθηκε ένα χάρισμα,ένα μεγάλο δώρο μη το κρατάς κρυμένο. Μήπως θα πρέπει να σου θυμήσω την παροιμία των ταλάντων; Δε νομίζεις πως είναι καιρός να τολμήσεις να "εκτκεθείς"; Σα φίλη σου μιλώ και μη με κακοπάρεις. Μου αρέσει ο τρόπος που γράφεις, στρωτά, σταράτα, δυνατά με "αρωμα λεβάντας". Μη φοβηθείς προχώρα..

Ευχαριστούμε και τη Πασχαλία που σε φιλοξένησε, να είσα καλά καλή μου.
ΕΚΤ Ελένη

Ανώνυμος είπε...

Αγαπητοί μου φίλοι, μόλις επέστρεψα από τη Σίφνο κι ένιωσα αμέσως την ανάγκη να επικοινωνήσω μαζί σας.
Πρώτα απ' όλα χαίρομαι που βρήκε ανταπόκριση στις ψυχές σας το κείμενο του Περικλή. Όταν μου το έστειλε, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν επιτέλους αυθεντική, ατόφια λογοτεχνία. Μου θύμισε Καζαντζάκη. Πηγαία έκφραση, λιτή και συνάμα μεστή. Γι' αυτό το ανάρτησα στο ιστολόγιό μου εξάλλου. Η μελωδία της γλώσσας εναρμονισμένη με το βάθος του συναισθήματος που δεν εκβιάζεται από άχρηστα λόγια. Αυτή είναι η έκφραση του Περικλή, αυτός είναι ο Περικλής εξάλλου που έχω την τύχη να γνωρίζω. Ελπίζω, σύντομα να δούμε κι ένα μυθιστόρημα δικό του. Ζουζουνίτσα, καλωσόρισες στη γειτονιά μου και σ' ευχαριστώ για όσα είπες για το βιβλίο μου. Πράγματι, οι άνθρωποι δεν πρέπει να κρυβόμαστε σε οχυρά. Όσο ζούμε, εκτιθέμεθα στην περιπέτεια και την εμπειρία που είναι ούτως η άλλως η ίδια η ύπαρξη.
Αγαπητή Ελένη, σ' ευχαριστώ για τη σύμπνοια που υπάρχει στο θέμα του τι είναι λογοτεχνία. Νιώθω ότι, αν και λιγότερο έμπειρη από σένα, έχω μια αδερφή ψυχή που με καταλαβαίνει.
Κλημεντίνη μου, ακόμη περιμένω την οργάνωση για το καφεδάκι που λέγαμε.
Περικλή, σ' ευχαριστώ που μου εμπιστεύτηκες αυτό το εξαίσιο κείμενο. Περιμένω το επόμενο βήμα σου. (Εμείς τα είπαμε!)
ΦΙΛΙΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΠΑΣΧΑΛΙΑ ΤΡΑΥΛΟΥ

Ανώνυμος είπε...

Να 'μαι λοιπόν κι εγώ εδώ,μια μέρα καλοκαιρινή στο Μπρίντιζι,με θλίψη άμετρη να με τσακίζει,για μια ακόμα απώλεια,από την "επάρατο".
Και ενώ έχω ορκιστεί ότιδεν θα κλάψω άλλη φορά,διαβάζω αυτά που μου γράφουν η Κυρία Ελένη Τσαμαδού(το πρώτο μου σπίτι στην Πάτρα,ήταν στην Οδό Τσαμαδού,είναι τυχαίο?) και η πολύ αγαπημένη μου φίλη Πασχαλία,και είναι η αφορμή ν' αρχίσω να κλαίω΄΄Οχι,δεν είναι εγωισμός,είναι μια βροχή που χρειάζετε η ψυχή μου αυτό τον καιρό
που η αγάπη σας υπάρχει γύρω μου σαν άγγελος.
Σας ευχαριστώ από καρδιάς,το ξέρετε,και στέλνω την αγάπη μου στην Κλημεντίνη και στην Κα. Λένα Μαντά,που χάρης σε αυτήν,έκανα το πρώτο βήμα.
Ευχαριστώ πολύ όλους σας,για την αγάπη που δεχτήκατε ένα παράξενο θέμα,που με βασάνιζε καιρό η φρίκη της αλήθειας του,και που πάνω απ' όλα,είναι ελάχιστο δείγμα τιμής στον πατέρα μου,που η ζωή του,σκληρή πολύ,μου έδωσε ώθηση να γίνω άνθρωπος.
Περικλής

Γιώτα Φώτου είπε...

Περικλή συγχαρητήρια για το κείμενο. Περιμένουμε και άλλα.
Πασχαλία τι κάνεις; Καιρό έχουμε να τα πούμε.
Φιλιά

Ανώνυμος είπε...

Καλησπέρα
ελπίζω και εύχομαι να είστε όλοι καλά και να απολαμβάνετε τις διακοπές σας.
Επανέρχομαι για να ευχαριστήσω την Κα. Γιώτα Φώτου,που στο δικό της blog δεν κατάφερα να αφήσω σχόλιο.
Από καρδιάς θερμές ευχαριστίες.
Περικλής
Πασχαλία ,θα τα πούμε με την επιστροφή σου

Smaragdenia είπε...

Πασχαλίααααααααααααααααα, σε ψάχνουμε, μας ακούς;
Πού είναι η Πασχαλία, οεο;;;;;

Σμαραγδή
φιλάκια πολλά σε όλους