Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2008




Τα αμέτρητα κοστούμια μιας ιδέας


«Οι μήνες που περνούν ας ρίχνουν φτυαριές χώμα τη λήθη ανάμεσα στα φιλιά μας…Πώς να υπομείνω τους πόνους τους αβάσταχτους από το σύνδρομο της στέρησής σου;»
«Η μοναξιά είναι από χώμα»
σελίδα 44, Μάρω Βαμβουνάκη

Η ζωή μετά, μόνο νοσταλγία
Δάκρυα καυτά, στάχτη και καπνός
Ψάχνεις τη φωτιά αλλά δεν υπάρχει
Θέλεις να καείς όμως δεν μπορείς.
Το φιλί, βιολί παίζει λυπημένα
Το όνειρο κλαδί, θέλεις να πιαστείς.
Με το που βραδιάζει, μια σκιά θυμάσαι
Άδεια η ψυχή. Το όνειρο βυθός
Χάνεσαι θαρρείς κι όλο περιμένεις
Κάποιος να σε βρει, ένα φως να δεις
Η ζωή μετά, θάλασσα θλιμμένη
Όλο κολυμπάς. Άραγε θα βγεις;
«Φτερά από μετάξι»
Πασχαλία Τραυλού




Xαίρομαι ιδιαίτερα που στο ιστολόγιο μου έκανε «ποδαρικό» η αγαπημένη μου κ. Τσαμαδού η οποία με μάγεψε με το βιβλίο της «οι θεοί πέθαναν στη Ρώμη». Και χαίρομαι περισσότερο επειδή στο άρθρο που δημοσίευσα με τίτλο «το αέναο κυνήγι της ιδέας» το οποίο αφορά την έμπνευση, έκανε κάποιες πολύτιμες παρατηρήσεις σχετικά με τη δημιουργία ενός λογοτεχνικού έργου. Ρωτάει χαρακτηριστικά: «μήπως για να… παίξουμε μπάλα» χρειάζονται κι άλλα εφόδια όπως δουλειά, πειθαρχία, ταλέντο; Και επίσης: για ποιο λόγο γράφουμε; Για τον εαυτό μας; Για το κοινό; Για την υστεροφημία;
Θα προσπαθήσω να προσεγγίσω το θέμα και ευχαριστώ ιδιαίτερα που μου δόθηκε το έναυσμα για έναν τέτοιο προβληματισμό στο άρθρο που ακολουθεί.


Τα αμέτρητα κοστούμια της ιδέας
Η δημιουργία είναι μαγεία. Είναι μυστήριο ασύλληπτο και μοναδικό. Το βάπτισμα μες στην πυρά της δημιουργίας ολοκληρώνεται σε δύο φάσεις, αν μπορούμε τόσο σχηματικά και απλά να αποδώσουμε μια τόσο πολύπλοκη διαδικασία για να πάρει κάποιος το χρίσμα του δημιουργού. Η μία πτυχή της είναι η σύλληψη της ιδέας. Το θέμα. Η έμπνευση. Η αναλαμπή. Το άλλο είναι η ενσάρκωση της ιδέας αυτής, ο λόγος, το ύφος, το ρούχο και συνάμα το όχημα για το ταξίδι σ’ αυτή τη μαγεία, η αναζήτηση του τρόπου με στόχο την ανατροπή στο πώς αντιλαμβάνεται και εκφράζει κάποιος την επαφή του με τον κόσμο.
Ίσως να μην είναι διόλου τυχαίοι οι τίτλοι που έδωσε ο μαιτρ του μυθιστορήματος Νίκος Θέμελης στην τριλογία του. Αναλαμπή… Αναζήτηση… Ανατροπή… Ίσως να είχε κατά νου τα βασικά βήματα της δημιουργίας. Αν προσέθετε και τον όρο «αμφισβήτηση», ίσως θα ήταν απόλυτα δοσμένη με τρόπο σχηματικό η περιγραφή της πιο πολύπλοκης ίσως νοητικής και συναισθηματικής διαδικασίας.
ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ-ΑΝΑΛΑΜΠΗ-ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ-ΑΝΑΤΡΟΠΗ-ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ-ΑΥΤΟΑΝΑΙΡΕΣΗ
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ

Και οι στίχοι που αναφέρονται σε κάποια σελίδα του νέου μου βιβλίου «Φτερά από μετάξι» που κυκλοφορεί σε λίγες μέρες και το απόσπασμα από το βιβλίο «Η μοναξιά είναι από χώμα» μιας από τις πιο αγαπημένες μου νεοελληνίδες συγγραφείς, κ. Μάρως Βαμβουνάκη (και ομολογουμένως νιώθω ιδιαίτερη συγκίνηση που τα νέα μας βιβλία, ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΑΞΟΔΕΥΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ – Μάρω Βαμβουνάκη και το δικό μου θα κυκλοφορήσουν την ίδια μέρα, 18/2/2008)- πραγματεύονται το ίδιο ακριβώς θέμα. Το τέλος μιας αγάπης. Και μάλιστα από μια μόνο οπτική. Την απαισιόδοξη. Σίγουρα, αν ψάξουμε, ακόμη και για ένα τέτοιο θέμα, μπορούμε να βρούμε και την αντίρροπη θέση μέσα στη λογοτεχνία. Ένα τέλος είναι συνάμα μια αρχή. Μια ελπίδα επανεκκίνησης και αναδημιουργίας. Τα πάντα τελικά στην τέχνη είναι θέμα οπτικής. Οπτικής απέναντι στην τέχνη, που στην ουσία αντικατοπτρίζει και τη θέση του συγγραφέα απέναντι στο περιβάλλον του, το κατεστημένο, τον έρωτα, τη ζωή.
Μεγάλο ζήτημα η οπτική του συγγραφέα, η οποία αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα του ύφους του, των εκφραστικών επιλογών του, του ιδεολογικού περιβάλλοντος όπου διαδραματίζεται το έργο του. Πρόκειται στην ουσία για τον ιδιαίτερο τρόπο που έχει ο κάθε συγγραφέας για να προσεγγίζει τον κόσμο του. Από πού καθορίζεται η οπτική δεν είναι επί του παρόντος να το αναλύσουμε όμως.
Το θέμα εδώ είναι άλλο. Αν η έμπνευση δεν αφορά μόνο τη θεματολογία, που αποδεδειγμένα είναι συγκεκριμένη στις πρωτογενείς της μορφές (έρωτας, θάνατος, υπαρξιακά προβλήματα, ανθρώπινες σχέσεις, ανησυχίες για τη μετά θάνατο ζωή κλπ) τότε, ,με βεβαιότητα μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αφορά σε μεγαλύτερο φάσμα τον τρόπο της έκφρασης.
Είναι κοινό μυστικό στην τέχνη ότι η θεματολογία είναι πεπερασμένη. Το επισημαίνουν όλες οι Γραμματολογίες του κόσμου. Αντίθετα όμως είναι άπειροι οι τρόποι που μπορούμε να εκφράσουμε τα συναισθήματα και τις σκέψεις μας για την ίδια ακριβώς ιδέα, επειδή ίσως άπειροι είναι και οι συναισθηματικοί και ψυχικοί μοχλοί που προκαλούν ανατροπές στις ψυχολογίες των ανθρώπων.
Κυνηγώντας την πρωτοτυπία, διαπιστώνουμε ότι μπορούμε να την επιτύχουμε μόνο στη σύνθεση των ιδεών, στην έκφραση και το ύφος και όχι στην πρωτογενή σύλληψη της ιδέας. Η όποια ιδέα είναι ένα κύτταρο, ένα στοιχείο βασικό που δεν προσδιορίζει την προσωπικότητα ενός έργου. Χρειάζεται η…μίτωσή του, η εξέλιξη αυτού του κυττάρου, για να δούμε το φως της δημιουργίας.
Εντέλει ο συγγραφέας παρεμβαίνει μόνο στο… ρούχο με το οποίο θα ντύσει την ιδέα που θα επιλέξει. Η ιδέα μόνη της δεν είναι δημιουργία. Θα γίνει μόνο αν εκφραστεί, αν ντυθεί με τρόπο που να γίνει ερωτεύσιμη και αγαπητή ή έστω αξιοπρόσεκτη στα μάτια του αναγνώστη. Κι εδώ είναι που υπεισέρχεται η προϋπόθεση του ταλέντου. Η ανεξήγητη εκείνη επιφοίτηση που κάνει κάποιους να μετατρέπουν ένα μολύβι σε μαγικό ραβδάκι μάγισσας που εξασφαλίζει τα υπέροχα ταξίδια στους άπειρους ορίζοντες της γραφής.
Εξάλλου, τον ίδιο … μπελά αντιμετώπιζαν και οι μεγάλοι δραματουργοί της αρχαιότητας οι οποίοι υποτάχθηκαν νωρίς στον πεπερασμένο χαρακτήρα της ιδέας και αφοσιώθηκαν όχι στο τι αλλά στο πώς, στο ύφος δηλαδή, τη γλώσσα και την πλοκή της ιστορίας. Παρά την όμοια θεματολογία ωστόσο των έργων του Σοφοκλή, του Ευριπίδη και του Αισχύλου, ποιος θα τολμούσε ποτέ να μιλήσει για αντιγραφή του ενός από τον άλλο, όταν πρόκειται για τόσο μεγαλόπνοα και διαφορετικά μεταξύ τους έργα;
Χρειάζεται λοιπόν η ιδέα αλλά η ιδέα δεν είναι το παν για να αναγάγει κάποιον που γράφει, σε δημιουργό. Μοιάζει κάπως με τη σύλληψη ενός εμβρύου η όλη διαδικασία. Η σύλληψη από μόνη της είναι σημαντική αλλά αν δεν τελεσφορήσει με την κύηση και τον τοκετό ενός ολοκληρωμένου καλλιτεχνικού έργου δεν σημαίνει ίσως τίποτε.
Και η κυοφορία ενός έργου τέχνης συνήθως τσακίζει νεύρα, αδειάζει πακέτα τσιγάρα, ταπεινώνει, απογοητεύει, κουράζει. Με μια λέξη απαιτεί. Κι άλλοτε επιβάλλει. Ποινές, στερήσεις, θυσίες. Χρειάζεται εφόδια που άλλα είναι έμφυτα και άλλα αποκτούνται με τον καιρό και ανάλογα με το πάθος που διακατέχει τον άνθρωπο που θέλει να γράψει, να τα αναπτύξει για να φανεί αντάξιος της επιθυμίας του.
Πρώτα πρώτα, ο συγγραφέας διαβάζει. Διαβάζοντας, αυτό που κερδίζει είναι η επαφή με τους εκφραστικούς τρόπους άλλων συγγραφέων και τον εμπλουτισμό της εκφραστικής του εμπειρίας. Με κάποιους θα έχει κοινά, με κάποιους άλλους θα υπάρξει αγεφύρωτη απόσταση. Το σίγουρο όμως είναι ότι θα διευρύνει τους υφολογικούς και εκφραστικούς του ορίζοντες και θα σμιλεύσει το προσωπικό του στυλ. Έτσι ζυμώνεται το συγγραφικό του προφίλ και διαμορφώνεται η ταυτότητα της γραφής του παράλληλα με την καθοριστική επίδραση της ψυχοσύνθεσής του.
Εκείνο που δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάει όποιος σκοπεύει πραγματικά να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία, είναι ότι το γράψιμο είναι άσκηση και ασκητισμός κατά κάποιον τρόπο. Άσκηση επίπονη και εξοντωτική. Απομόνωση τυραννική κάποιες φορές και άρνηση των εγκοσμίων προκειμένου να ολοκληρώσει ο καλλιτέχνης τον οίστρο του για μια ιδέα. Και άλλοτε γίνεται ο ίδιος πειραματόζωο μέσα στον κόσμο, δέχεται τους κραδασμούς κάποιου πάθους, γίνεται ο κυματοθραύστης κοινωνικών εξελίξεων και μόνο τότε αισθάνεται άξιος να δοκιμάσει να εκφραστεί μέσω της γραφής. Γιατί ο συγγραφέας, όπως προείπα και στο άρθρο για το αέναο κυνήγι της ιδέας, λειτουργεί σε δύο διαστάσεις ταυτόχρονα. Ως παρατηρητής της ζωής και ως πρωταγωνιστής της στην ίδια χρονική στιγμή.
Πέραν αυτού καλείται να είναι πάντα έτοιμος να υποστεί τον κόπο από μια μακροχρόνια αναζήτηση λόγου και ιδέας και απόλυτα συνειδητοποιημένος ότι υπάρχει το ενδεχόμενο στο τέλος της αναζήτησης, να βρεθεί αντιμέτωπος με το απόλυτο τίποτε. Και συνάμα βιώνει τη συνεχή αγωνία να προετοιμάζεται για την απόρριψη. Κάθε καινούργιο βιβλίο είναι και μια δοκιμασία για τον εγωισμό του συγγραφέα που η ψυχή του ζαρώνει αναμένοντας την κριτική και φαίνεται πίσω από μιαν επίφαση αδιαφορίας ότι είναι ατσάλινος και δεν τον αγγίζουν τα σχόλια. Και πρώτα πρώτα εκείνο που τον τσακίζει είναι η αμείλικτη κριτική που ασκεί ο ίδιος στον εαυτό του.
Θυμάμαι, όταν έγραψα τη Ματζίκα της αγάπης, μετά από ενάμισι χρόνο δουλειάς έκανα την ανάγνωση του βιβλίου και έσκισα 250 σελίδες! και πιστέψτε με, δεν ήταν καθόλου εύκολη μια τέτοια απόφαση.
Ίσως το σκληρότερο πράγμα στο γράψιμο να είναι ακριβώς αυτή η διαδικασία, δηλαδή η αυτοαναίρεση. Η αμφισβήτηση ίσως και η απόρριψη της ίδιας σου της οπτικής απέναντι στα γεγονότα και τα πράγματα, η προδοσία της ίδιας σου της έκφρασης ή της άποψης που μια δεδομένη στιγμή έχεις για ό,τι σε περιβάλλει! Αν αναλογιστεί κανείς ότι μέχρι να ολοκληρωθεί ένα μυθιστόρημα, μπορεί να περάσουν χρόνια, μπορεί και να συλλάβει πόσες συναισθηματικές καταστάσεις ενδέχεται να έχει βιώσει ο συγγραφέας του και πόσα γεγονότα μπορούν να μορφοποιήσουν μια ιδέα, οδηγώντας τον στην πλήρη αναθεώρηση της στάσης του απέναντι στα πράγματα, στη ζωή, στον έρωτα, σο θάνατο, στον κόσμο.
. Δύσκολο πραγματικά να διαβάζεις τα γραπτά σου και να θεωρείς ξεπερασμένα και ανόητα προτού καν προφτάσεις να έχεις τη γνώμη ενός αναγνώστη. Ίσως είναι η πιο σκληρή δοκιμασία να απορρίπτεις το ίδιο σου το δημιούργημα, να αποποιείσαι το παιδί σου. Δεν είναι μόνο οι οπτικές διαφορετικών συγγραφέων αλλιώτικες. Αλλιώτικες οπτικές μπορεί να έχει για το ίδιο θέμα το ίδιο πρόσωπο ανάλογα με τις επιρροές που θα δεχτεί και τις συγκυρίες που θα βιώσει. Και αυτό είναι βάσανο που γίνεται θυμός, αγανάκτηση, αυτοσυντριβή, άρνηση να καθίσεις να γράψεις πολλές φορές, πάλη με τον εαυτό σου και τις θνητές, απλές ανάγκες του.
Παρ’ όλα αυτά, τόσοι και τόσοι – καλώς ή κακώς κι εγώ - συνεχίζουν να παραμένουν πιστοί στο μετερίζι της γραφής, κι ας τους εξοντώνει αυτός ο πόλεμος με τις λέξεις ώρες ώρες, ας τους θυμώνει, ας τους απορροφά από άλλα πιο ανώδυνα και ευχάριστα πράγματα. Και είναι όσοι έχουν την αντοχή να υπομένουν αυτή τη διαδικασία της εσωτερικής αναζήτησης και της αυτό-αναίρεσης.
Ο δρόμος της λογοτεχνίας δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Το γράψιμο δεν είναι ένα χόμπι σαν τη συλλογή από πεταλούδες ή από γραμματόσημα, χωρίς να υποτιμήσω το βαθμό δυσκολίας που αντιμετω-πίζουν οι συλλέκτες. Το γράψιμο όμως είναι κάτι διαφορετικό που σου βάζει πολύ ψηλά τον πήχη, αν το δεις σοβαρά προκαλώντας σε να ξεπεράσεις τις ψυχικές και τις σωματικές σου δυνάμεις. Σε υποχρεώνει να ματώσεις, να υποδυθείς ξένες προσωπικότητες, να ζήσεις ξένες ζωές, όλες τις ζωές των ηρώων σου και μάλιστα την ίδια χρονική στιγμή καθώς τους ζωνταντεύεις πάνω στο χαρτί σου. Και επιπροσθέτως, σε υποχρεώνει να αποστα-σιοποιείσαι για να μπορείς να κρίνεις αν φαίνονται υπερβολικοί, αν έχουν τη ζωντάνια και την αμεσότητα που πρέπει, για να είναι προσεγγίσιμοι από τον αναγνώστη. Δεν είναι εύκολη δουλειά αυτή. Γι’ αυτό ίσως να πονάει η κριτική τόσο πολύ και να γίνονται οι συγγραφείς κάποτε-κάποτε αμφισβητίες προς όσους δεν έχουν δοκιμάσει την οδύνη της γραφής και προβαίνουν σε κάποια σκληρή κρίση για το έργο τους.
Και πονάει κάθε φορά που θα διαβάσεις τη μεγαλειώδη δουλειά κάποιου άλλου συγγραφέα και θα υποστείς το συναίσθημα της ασημαντότητας σε όλο του το μεγαλείο και συνάμα το μεγαλείο του φόβου απέναντι στη μαγεία της γραφής. Όμως αυτός ο πόνος και αυτή η επιμονή είναι η απόδειξη αυτού του γλυκού «μαζοχισμού» των συγγραφέων που τους κάνει πολλές φορές παράξενους και εκκεντρικούς, ώστε να μην εγκαταλείπουν την καρέκλα του γραφείου τους για μια βόλτα στον ήλιο, για ένα φιλί ή για ένα αληθινό ηλιοβασίλεμα ή να γυρνούν με περισσή λαχτάρα στην περισυλλογή του γραφείου τους, μόλις τελειώσει μια ανθρώπινη ευτυχισμένη στιγμή. Πιστοί στις επάλξεις του ονείρου τους, της αναλαμπής τους, παλεύουν με τις λέξεις, παίζουν κρυφτό με την έμπνευση, τυραννιούνται από την απουσία της ιδέας, υποφέρουν απ’ τη ζοφερότητα της σιωπής όταν δεν έχουν τίποτε να πουν.

Είναι πολλές οι φορές που με ρωτούν αναγνώστες γιατί γράφω – σ’ αυτή την φρέσκια σχετικά ηλικία – και πώς μπορούν κάποιοι να κάνουν μιαν απόπειρα να ασχοληθούν με το γράψιμο. Δεν αρκεί μόνο ένα χαρτί κι ένα μολύβι. Χρειάζεται εσωτερική προετοιμασία και ετοιμότητα να βρεθείς αντιμέτωπος με τους φόβους και τις αδυναμίες σου, να πιστεύεις στα παραμύθια και συγχρόνως να βιώνεις στην πραγματικότητα, να αυτοπει-θαρχείσαι σαν πεζοναύτης και να ζεις ταυτόχρονα μέσα και έξω από τα πράγματα για να είσαι παρατηρητής και πρωταγωνιστής μαζί. Χρειάζεται να είσαι ανασφαλής και να ψάχνεις για λίγη αγάπη μέσα απ’ αυτή την αλλοπρόσαλλη επικοινωνία. Να είσαι ριψοκίνδυνος και τυχοδιώκτης για να διψάς ν’ ακούσεις μια κριτική που ίσως σε πονέσει σαν ριπή σφαίρας, μιας και ό,τι κι αν φτιάξεις – καλό ή κακό – δικό σου είναι και το αγαπάς. Χρειάζεται να είσαι ηθοποιός και κριτικός ταυτόχρονα. Πρέπει να είσαι λάτρης της ελευθερίας σου και συνάμα εθελοντής δεσμώτης στην τέχνη σου. Πρέπει να μάθεις απ’ τα λάθη σου και να τα υπερβαίνεις για να προχωρήσεις. Χρειάζεται να είσαι παιδί και ενήλικας συγχρόνως.
Δεν είναι εύκολο, ούτε παιχνίδι η δημιουργία. Ούτε μια αβασάνιστη ελευθερία. Στη λογοτεχνία περνάς από πολλά σκοτάδια για να δεις μια στάλα φως. Και η τελική απάντησή μου μάλλον στο ερώτημα γιατί γράφουν όσοι γράφουν ίσως φανεί απλοϊκή αλλά δεν έχω άλλη: Επειδή αγαπούν πολύ το γράψιμο. Γιατί η οδύνη γίνεται στο τέλος ηδονή. Γιατί καμιά υστεροφημία δεν αξίζει τόσο ώστε να τυραννιέται και να στερείται τόσα πολλά όποιος καταπιάνεται με αυτή την περιπέτεια. Μόνο ο έρωτας προς την ιδέα της γραφής μπορεί να οδηγήσει σε τέτοιο ζήλο, και να που και πάλι οδηγούμαστε στην αλησμόνητη «Πολιτεία» του Πλάτωνα και τον κόσμο των ιδεών του!
Μόνο ο έρωτας τυφλώνει και εξωραϊζει ταυτόχρονα. Τυραννάει και ελευθερώνει την ίδια στιγμή. Για να ράψεις ένα κοστούμι σε μια ιδέα, πρέπει να τρυπήσεις και να ματώσεις πολλές φορές τα δάχτυλα της ψυχής σου! Αλλά πρέπει να αψηφάς και τις πληγές ακόμη έχοντας το όραμα να δεις την ιδέα σου ντυμένη με το κοστούμι που ονειρεύτηκες μόνο εσύ γι’ αυτήν!

4 σχόλια:

Τέσυ Μπάιλα είπε...

ο έρωτας για τη γραφη!πόσοι και πόσοι δε τον βίωσαν, δεν το ένιωσαν να τους δονεί συθέμελα, να επιταγχύνει το καρδιοχτύπι τους!μόνο που συμβαίνει συχνά να μη μπορείς να φανείς τελικά αντάξιός του!να είναι αυτος πιο κραταιός και να ζητά αμέριστη την αφοσίωση, δεσμευτική και απόλυτη την αγάπη σου.Σα γνήσιος έρωτας να δίνει φτερά για να τα κόψει μετά από λίγο για ένα καπρίτσιο του!Για να μετουσιωθεί σε αγάπη αληθινή και να δώσει τους πρώτους καρπούς, απαιτεί επίπονη και μακρόχρονη προσπάθεια. Συχνά ζητά να ταχθείς σε μια μειοψηφία που κατορθώνει να δημιουργεί ένα προσωπικό σύμπαν και να γίνεται αυτός ο μόνος κάτοχος σου σ΄ένα άλλο ιιδιαίτερο και προσωπικό δρόμο, σε μια άλλη ποιότητα ζωής. Ακόμα κι αν επιλέξεις να φορτώσεις τα όνειρά σου στα φτερά ενός τέτοιου γλάρου, κι αν αφεθείς να πετάξεις μ΄αυτά πάνω από τη πολυκύμαντη θάλασσα ενός τέτοιου έρωτα, να εύχεσαι να είναι η θάλασσα αυτή καλοτάξιδη κι ο γλάρος να σ΄ αγαπήσει βαθειά για να μη τσακιστείς μαζί του σε πολυώδυνα κύματα. Γιατί, όπως κάθε έρωτας,έτσι κι αυτός της γραφής, είναι επίμονος, απαιτητικός και ανάλγητος! προυποθετική αρχή και μοναδική κινητήριος δύναμη δε μπορεί παρά να είναι το τρίο ΔΙΑΒΑΣΜΑ, ΑΣΚΗΣΗ ΚΑΙ ΑΣΚΗΤΙΣΜΟΣ, όπως πολύ σωστά προτείνεις στο άρθρο αυτό.Μένει σε όλους όσοι δηλωνουν ερωτευμένοι να ενταχθούν μέσα σ΄αυτό.

Kostas Skiadas είπε...

Δέν είχα προηγουμένως τήν ευκαιρία νά σάς γνωρίσω μέσα από τά έργα σας παρά μόνον από τά κείμενά σας σέ αυτήν εδώ τήν σελίδα καί μού έκανε εντύπωση ό όμορφος τρόπος μέ τόν οποίο παρουσιάζετε τίς σκέψεις σας χρησιμοποιώντας αυτά τά ωραία Ελληνικά.
Επάνω στό θέμα πού αναφέρεστε έχω γράψει κάποιες σκέψεις μέ τόν τίτλο ΠΕΡΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ καταχωρημένο στήν σελίδα μου www.k-skiadas.com
καί πού ίσως νά είχαν ένα κάποιο ενδιαφέρον.

Γιώργος_Κ είπε...

Υπέροχο κείμενο, υπέροχο ποίημα..

"Το φιλί, βιολί παίζει λυπημένα
Το όνειρο κλαδί, θέλεις να πιαστείς.
Με το που βραδιάζει, μια σκιά θυμάσαι
Άδεια η ψυχή.."

Και ναι, ο δρόμος της λογοτεχνίας δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα! Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία του να γράφεις...
Ιδίως όταν συγγράφεις στίχους, εκεί που δεν υπάρχουν κανόνες και νόμοι για να ακολουθήσεις, εκεί που χάνεσαι στη μαγική δύναμη των δακτύλων σου, εκεί που το χέρι σου οδηγούν κάποιες ανεξήγητες δυνάμεις του υπερφυσικού ...εκεί είναι η ελευθερία!

Καλησπέρα και πάλι τα σέβη μου!
Χαρά μας να σε έχουμε κοντά μας στην Πορφυράδα, το συμμετοχικό blog των 35 μελών..

Πασχαλία Τραυλού είπε...

Ευχαριστώ ιδιαίτερα για την αποδοχή του άρθρου μου όλους σας. Παρακαλώ τον κ. Σκιαδά να μου ξαναγράψει την ηλεκτρονική του διεύθυνση γιατί προσπαθώ να μπω για να διαβάσω το άρθρο περί συγγραφέων και αναγνωστών και δεν τα καταφέρνω με αυτή τη διεύθυνση. Ευχαριστώ εκ των προτέρων.